Καθώς
ό Σίσυφος κινείται ανηφορικά στήν πλαγιά του λόφου, σπρώχνοντας τον
βράχο πρός την κορυφή, πραγματοποιεί βήματα προς τήν Ελευθερία.
Ανεβαίνοντας σ’ ένα οποιοδήποτε ύψος, φθάνει σε κάποιο βαθμό
έλευθερώσεως. Μόνον αν έφθανε στην κορυφή, θα είχε φθάσει στήν
άδιαβάθμητη καί άπόλυτη Ελευθερία. Τούτο όμως δέν συμβαίνει, κατά τον
έλληνικό μυθο, ποτέ. Αντίθετα, ό βράχος κάποτε του ξεφεύγει και
κατρακυλά στήν κατηφόρα τής πλαγιάς.
Το σημείο όπου αρχίζει ή κίνηση πρός τήν Ελευθερία, τά ριζά του
λόφου, είναι απροσδιόριστο, χάνεται μέσα στά άνεξερεύνητα βάθη τής άρχής
του Οντος. Αρχή τής Ελευθερίας δεν μπορεί νά είναι ή «γέννηση» ή ή «γένεση», του άτόμου ή του Κόσμου. Ή «γέννηση» προϋποθέτει «σύλληψη» καί «κύηση»,
παράγοντες, δηλαδή, πού άν καί είναι «προγενετικοί», καθορίζουν αυστηρά
τήν πορεία του γεννωμένου. Καί ή σχέση του αιτίου και αίτιατου δεν έχει
άρχή καί τέλος. Τό χρονικό και χωρικό σημείο πριν άπό τό όποιο δέν
υπάρχει κίνηση πρός τήν ’Ελευθερία δέν είναι Αντιληπτό, όπως καί στά
Μαθηματικά δέν είναι Αντιληπτή, καί «είναι συμβατική καί αυθαίρετη —καί
γι αυτό δέν μπορεί νά όρισθή— ή έννοια του «σημείου».
Καθώς καί τό σημείο, μετά άπό τό όποιο ύπάρχει ή άπόλυτη Ελευθερία, ή
κορυφή τού λόφου, δέν είναι άντιληπτό ό Σίσυφος δέν Ανέβηκε ποτέ, είναι
σημείο – χίμαιρα, πού τό κυνήγα αιώνια χωρίς νά μπορή νά τό πιάση. Τό
τέλος τής κινήσεως πρός τήν Ελευθερία δέν μπορεί νά όρισθή, όπως δέν
μπορεί νά όρισθή στά Μαθηματικα —και είναι συμβατική καί αυθαίρετη— ή
έννοια του «Απείρου».
Δεν έχει όρια, δεν έχει οΰτε Αρχή ούτε τέλος ή ’Ελευθερία. Ελευθερία είναι ό ίδιος ό Θεός. Δέν μπορεί νά διατυπωθή όρισμός τής Ελευθερίας, όπως δέν μπορεί κάν νά όρισθή τό τί δέν είναι Ελευθερία —καί όσοι υποστηρίζουν την ’Ελευθερία έτσι, Αρνητικά, ξεκινούν πάντοτε άπό Ανθρωποκεντρική (θά λέγαμε «σισυφοκεντρική») αφετηρία καί αφήνουν έξω Από τόν ορισιμό του τί δέν είναι Ελευθερία ένα μέρος του Οντος, μέρος πού βρίσκεται εξω Από τόν Σίσυφο.
Δεν έχει όρια, δεν έχει οΰτε Αρχή ούτε τέλος ή ’Ελευθερία. Ελευθερία είναι ό ίδιος ό Θεός. Δέν μπορεί νά διατυπωθή όρισμός τής Ελευθερίας, όπως δέν μπορεί κάν νά όρισθή τό τί δέν είναι Ελευθερία —καί όσοι υποστηρίζουν την ’Ελευθερία έτσι, Αρνητικά, ξεκινούν πάντοτε άπό Ανθρωποκεντρική (θά λέγαμε «σισυφοκεντρική») αφετηρία καί αφήνουν έξω Από τόν ορισιμό του τί δέν είναι Ελευθερία ένα μέρος του Οντος, μέρος πού βρίσκεται εξω Από τόν Σίσυφο.
Φανταστικά, ό Σίσυφος θα μπορούσε κατ’ έλευθέραν βούλησιν να καθορίση
τήν Αρχή καί τό τέλος τής κινήσεώς του, θα μπορούσε δηλαδή από μόνος
του νά γίνη είτε Απολύτως μή έλεύθέρος, εϊτε Απολύτως ελεύθερος, μόνο
στήν περίπτωση πού θά έπορεύετο σε μιά πεδιάδα μονάχος του, όχι στήν
Ανηφόρια του λόφου, καί χωρίς τόν βράχο πού σπρώχνει. Τούτο θά
συνέβαινε, αν ό άνθρωπος ήταν άναρχος, άν δέν ήταν δημιούργημα τής
‘Ελευθερίας, αλλά δημιουργός του έαυτοϋ του —πράγμα αδύνατον.
Έτσι,
Σίσυφος καί βράχος, με τό κοινό άνέβασμά τους στήν πλαγιά, καθορίζουν τό
ύφηλότερο σημείο πού θά φθάση ή κίνηση πρός τήν Ελευθερία. Μόνος του ό
Σίσυφος δέν φθάνει πουθενά. Ειδικά, ό ρόλος του Σίσυφου έξαντλεΐται μέσα
στά όρια ένός «διαστήματος» πού συμπίπτει μέ τήν
τροχιά πού διαγράφει σπρώχνοντας τόν βράχο, και μηδενίζεται πριν καί
μετά τά όρια αυτά, όπωσδήποτε πριν άπό τήν Αρχή τής Ανηφοριας αλλά καί
όπωσδήποτε πρίν Από τήν κορυφή.
Τό τρίπτυχο, -λόφος -Σίσυφος— βρόχος, Απόλυτα Αξεχώριστο,
Αντικατοπτρίζει τήν Αναγκαστική συνύπαρξη του Ανθρώπου μέ τό περιβάλλον
του καί τό έκτος αυτού Όν, τήν Τύχη καί τήν ’Αναγκαιότητα. Δέν ύπάρχει
περίπτωση άπομονώσεως του Ανθρώπου, καταργήσεως του «έξωανθρώπινου». Δέν νοείται ό Σίσυφος χωρίς τήν Ανηφοριά και χωρίς τόν βράχο. Ό άνθρωπος καί τό έξωανθρώπινο υποχρεωτικά «Αντιμάχονται», «ερίζουν», Αλλά καί συμπορεύονται ζευγαρωτά, άρμονικά καί Ανηφορικά.
Αφοϋ ή ούσία τής ύπάρξεως του Σίσυφου τοποθετείται Ακριβώς στήν
Ικανότητά του: νά ώθή, πολύ ή λίγο, τον βράχο στην άνηφοριά καί οχι στήν
έγκατάλειψη του λόφου, έγκατάλειψη πού δέν θά είχε, σέ τελευταία
άνάλυση, κανένα νόημα, διότι θά άφαιροϋσε άπ’ αύτόν τήν δυνατότητα τής
κινήσεως πρός τα έπάνω. Καί ή δυνατότητα αυτή, σάν πολυπόθητο αίτημα τής
ζωής, είναι αυτή αΰτη ή άπελευθέρωση, οίουδήποτε βαθμού, πού έπιδιώκει
μέ τον άγώνα της ή άνθρωπότητα, σάν άτομα καί σάν σύνολο.
Ή έλευθέρωση, ή θέωση, είναι άκριβώς ή συνισταμένη της άντιμαχίας,
(τής «’Έριδος», καθ’ Ηράκλειτον) μεταξύ του βάρους του βράχου καί τής
προωθητικής δυνάμεως πού καταβάλλει ό άνθρωπος. «Γέννημα»
των δύο άντιθέτων αυτών δυνάμεων, τής Ελευθερίας και τής
’Αναγκαιότητας, ή έλευθέρωση είναι σέ τελευταία άνάλυση ή εναρμόνιση
μεταξύ τους, ή άφομοίωση, ή ταύτιση» ή ένοποίησή τους, όπως ή
συνισταμένη τής ήλιακής έλξεως καί τής γήινης έλξεως είναι ή ήρεμη,
άδιατάρακτη, άρμονική καί αιώνια τροχιά τής Γης γύρω άπό τον έαυτό της
και γύρω άπό τών ήλιο Καί όπως ή Γή άν απαλλασσόταν άπό τήν ήλιακή έλξη,
θά «έχανε τον δρόμο της» και θά χανόταν καί ή ίδια
μέσα στο Σύμπαν, θά αύτοκαταστρεφόταν, έτσι καί ό Σίσυφος, άν σταματούσε
τήν ώθηση του βράχου στήν άνηφοριά του λόφου, θά τού ξέφευγε ό βράχος,
θά κατρακυλούσε και θά πλάκωνε καί τόν ίδιον.
Ή συνύπαρξη του Σίσυφου μέ τόν βράχο είναι λειτουργία του Λόγου, του
Κοσμογονικού Νόμου, είναι έκφραση τής άρχής πού ένώνει καί συντηρεί τόν
Κόσμο. Ή άρμονική άνηφορική συμπόρευσή του μέ τό βράχο είναι ή «σύνταξή»
του, ή «συμμόρφωσή» του πρός τόν Νόμο. Ή απόπειρα έγκαταλείψεως
του βράχου άποτελεΐ παράβαση του Νόμου, «κατήφορο», και συνεπάγεται τήν
επέμβαση τής Δίκης καί τήν καταστροφή του παραβάτη.
Ό βαθμός έλευθερώσεως, θεώσεως του άνθρώπου —τό «διάστημα» τής
τροχιάς τοϋ Σίσυφου στήν πλαγιά —είναι άπεριόριστός, άπειρος. Ή
συμμόρφωση πρός τόν Κοσμογονικό Νόμο, άν δεν φέρη στήν άπόλυτη
Ελευθερία, μπορεί όμως νά όδηγήση τόν άνθρωπο σέ έπίπεδα γιγαντιαίας
φυσικής και πνευματικής άνόδου — καί ή Ιστορία βρίθει άπό παραδείγματα
άτόμων καί Εθνών πού άνυψώθηκαν σ’ αυτή τήν κατάσταση όπως, άλλωστε,
βρίθει κι άπο παραδείγματα αύτοκαταστρεφόμενων άτόμων και Εθνών πού
παρέβησαν τόν Κοσμογονικό Νόμο — άτόμων καί Εθνών πού άφησαν τόν βράχο,
με άποτέλεσμα νά κατρακυλήση καί νά τά πλάκωση.
Ή σύγχρονη φάση τής Ιστορίας τής άνθρωπότητας, ή σημερινή έποχή τής
παρακμής, χαρακτηρίζεται άκριβώς άπό την παράβαση του Κοσμογονικου
Νόμου, τήν άνατροπή του, μέσω του μοχλού τής Λογοκρατίας καί
τεχνοκρατίας.
“Η θεότητα ενεργεί στα ζωντανά, όχι όμως στα νεκρά.
Υπάρχει στα γιγνόμενα και μεταμορφωνόμενα,
όχι όμως στα προϊόντα του γίγνεσθαι (γεγονότα) και τα παγιωμένα.
Έτσι και ο Λόγος στην τάση του προς το θείο έχει να κάνει μόνο με τα γιγνόμενα,
τα ζωντανά και η διάνοια με τα γεγονότα, τα παγιωμένα, για να τα εκμεταλλεύεται”.
Γκαίτε
Υπάρχει στα γιγνόμενα και μεταμορφωνόμενα,
όχι όμως στα προϊόντα του γίγνεσθαι (γεγονότα) και τα παγιωμένα.
Έτσι και ο Λόγος στην τάση του προς το θείο έχει να κάνει μόνο με τα γιγνόμενα,
τα ζωντανά και η διάνοια με τα γεγονότα, τα παγιωμένα, για να τα εκμεταλλεύεται”.
Γκαίτε
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου