Αιόλου, χθες πρωί, εγώ κι η Εύη, μας πιάσανε οι γνωστές τσιγκουνιές κι αποφασίσαμε ότι δεν αξίζει να πληρώσουμε κερατιάτικα 2 καφέδες και κάτσαμε σ’ ένα παγκάκι μπροστά στην εκκλησία.
Πρώτα πέρασε μια τσιγγάνα, ‘ασήμωσε να σου πω την μοίρα…’ τα γνωστά…
Μπήκαμε σε πειρασμό αλλά αρνηθήκαμε, αυτή επέμενε, ζήτησε τσιγάρο, μόλις είχα στρίψει ένα και της το έδωσα, πήρε κι ένα κάμελ από την Εύη.
Έκρινε πως η Εύη ήταν η πιο ευάλωτη (που νάξερε!) και της την έπεσε.
Έδεσε ένα κόμπο στο μαντίλι της και της είπε να το πιάσει από την μια άκρη.
Η Εύη αρνήθηκε, ‘μελαχρινός άντρας στο δρόμο σου’ είπε η τσιγγάνα.
‘ ο Κώστας ἢ ο Γιώργος;’ ρώτησε η Εύη.
Της είχε χτυπήσει το ευαίσθητο σημείο: το γκομενιακό !!!
‘Σε περιμένει σ’ ανηφόρα ...’ συνέχισε η τσιγγάνα, Εύη δεν αντεξε, της δίνει ένα 2ευρο και πιάνει το μαντίλι. Της τσιγγάνας δεν άρεσε το 2ευρο:
‘Δώσε ένα χάρτινο’…
‘Χάρτινο;’ (από 5ευρο και πάνω εννοούσε!)
Ασήμωσε είπες, όχι χάρτωσε! έκανα πλάκα εγώ…
Η Εύη πείσμωσε, δεν έδινε παραπάνω αλλά ούτε κι η τσιγγάνα συνέχιζε την προφητεία.
Η φίλη μου ανοίγει την τσάντα της και βγάζει ένα 10ευρο!
‘πάρε,’ της λέει ‘και δώσε πίσω το 2ευρο’
Παίρνει πίσω το 2ευρο αλλά δεν της δίνει το 10ευρο, το βάζει πίσω στην τσάντα! ‘ δεν έχει τίποτα’ της λέει, φύγε!
Η τσιγγάνα κλαψούρισε λίγο και μετά φάνηκε ν’ αγριεύει, απομακρύνθηκε λέγοντας διάφορα στην γλώσσα της.
‘Να δεις που μας καταράστηκε!!’ είπα.
‘Λένε πως οι κατάρες και το μάτιασμα των τσιγγάνων πιάνουν, ξέρουν κόλπα αυτοί!!
‘Μήπως την πατήσαμε;’
Πάνω που αναρωτιόμαστε πλησιάζει μια γρια πραγματικά αξιολύπητη.
Ζήταγε ελεημοσύνη ευχόμενη ο θεός να μας δίνει όλα τα καλά του κόσμου, νάχουμε μια καλή τύχη κλπ κλπ…
Συγκινηθήκαμε, άσε που θέλαμε να ισοφαρίσουμε τα λόγια της τσιγγάνας με τις ευχές της γιαγιάς.
Με ευχαρίστηση της δώσαμε 2€, ακούσαμε κι άλλες ευχές κι αισθανθήκαμε καλύτερα.
‘Μήπως έπρεπε να την ρωτήσουμε αν ήξερε να ξεματιάζει’ αναρωτήθηκα…
Μετά ήρθε ένα τζάνκι, συνήθως δεν δίνουμε αλλά μας βρήκε σ’ ευαίσθητη κατάσταση.
Του δώσαμε κάτι ψιλά, ακούσαμε κι απ΄αυτόν ευχές και ευχαριστίες κι αισθανθήκαμε καλύτερα. Η κατάρα της τσιγγάνας φαινόταν ν’ απομακρύνεται…
Δυο κοριτσάκια απέναντι μπαινόβγαιναν στα μαγαζιά κι έλεγαν τα κάλαντα των Φώτων.
‘Α, τα κάλαντα’ φώναξε η Εύη που της αρέσουν τα διάφορα εορταστικά,
τα κοριτσάκια τ’ άκουσαν και μας πλησίασαν.
- να τα πούμε;
- να τα πείτε..
Και τα είπανε και ολόκληρα και ωραία. Αμείφθηκαν για την ερμηνεία τους κι Εύη έβγαλε στεναγμό ανακούφισης
‘εντάξει… πήραμε την ευχή από την γιαγιά και το τζάνκι , μας ευχήθηκαν και με τα κάλαντα, πρέπει να καλυφθήκαμε απ’ τις τυχόν κατάρες και μάτιασμα της τσιγγάνας…’
‘μήπως να μπούμε στην εκκλησία να ανάψουμε κι ένα κερί για σιγουριά;’ είπα!
‘μη το χέσουμε και τελείως…’ μου έριξε βλέμμα απαξίωσης η Εύη.
Είχαμε δώσει ήδη αρκετά, μάλλον ο Κύριος δεν χρειάζεται την συνδρομή μας αφού ήδη είχαμε ελεήσει διάφορους αναξιοπαθούντες…
Η Εύη τώρα είχε άλλου είδους απορίες:
- ‘μελαχρινός σ’ ανηφόρα δεν είπε τσιγγάνα;… Ο Γιώργος που μένει Άνω Ιλίσια, ανηφόρα δεν είναι;’
- ‘κι ο Κώστας στου Στρέφη, ανηφόρα κι εκεί…!!
(από denxeroun)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου