«Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;» Η συγκεκριμένη φράση του εσταυρωμένου Ιησού είναι γνωστή σχεδόν σε όλους μας αλλά επιπλέον για εκείνους που έχουν ασχοληθεί έστω ακροθιγώς με τον εσωτερικό χριστιανισμό, στη φράση αυτή θα αναγνωρίσουν κι ένα βαθύτερο νόημα, αυτό που σχετίζεται με τη «σκοτεινή νύχτα της ψυχής». Πρόκειται για μία ιδιαίτερη κατάσταση συνειδητοποίησης όπου ο πιστός αισθάνεται την πλήρη εγκατάλειψη από τον Θεό αλλά κι εν συνεχεία την πλήρη απογοήτευση ως αναπόφευκτο συναισθηματικό παρελκόμενο.
Ο όρος αποτελεί τον τίτλο ενός δίτομου ποιήματος που έγραψε ο άγιος Ιωάννης του σταυρού, ένας καθολικός μύστης του 16ου αιώνα και σε αυτό το ποίημα παρουσιάζει το ταξίδι της ψυχής του από το φυσικό σώμα έως την...
ένωση με τον Θεό (θέωση) και εξιστορεί τις δυσκολίες που συναντά η ψυχή του ώστε να μπορέσει να «αποδεσμευτεί» από τον υλικό κόσμο και τελικά να ενωθεί με τον Θεό.
ένωση με τον Θεό (θέωση) και εξιστορεί τις δυσκολίες που συναντά η ψυχή του ώστε να μπορέσει να «αποδεσμευτεί» από τον υλικό κόσμο και τελικά να ενωθεί με τον Θεό.
Στη διάρκεια αυτής της προσπάθειας, ο μύστης χάνει για μεγάλο χρονικό διάστημα την πίστη του στον Θεό, διακατέχεται από μία γενική απαξίωση προς οποιαδήποτε προσπάθεια προσέγγισής του διακρίνοντας παντού τη ματαιότητα. Ο πιστός φτάνει πλέον στο ναδίρ της θρησκευτικότητάς του και οτιδήποτε αφορά στη σχέση του με τον Θεό μοιάζει πλέον ανούσιο.
Αναμφισβήτητα, μία τέτοια συνειδητοποίηση δύναται να αποτελέσει στοιχείο θρησκευτικότητας για πολύ λίγους ανθρώπους-πιστούς, καθώς θέτει το άτομο στα όρια της θρησκευτικότητάς του. Για κάποια περίοδο της ζωής του, ο πιστός νοιώθει την πλήρη απομάκρυνση από τον Θεό του και ταυτόχρονα, το να υφίσταται ένας πιστός τη «σκοτεινή νύχτα της ψυχής», συνιστά καλά δομημένη μεταφυσική βάση και κατασταλαγμένες απόψεις περί φύσεως και ουσίας του Θεού, καθώς για να συνειδητοποιήσεις ότι έχεις εγκαταλειφτεί από τον Θεό, πρέπει πρώτα να έχεις ορίσει την υπόστασή του.
Πέραν αυτών, μία επιπλέον παράμετρος δυσκολίας είναι το ίδιο το ταξίδι της επιστροφής στον Θεό, κάτι που προϋποθέτει μία διαδικασία αυστηρότατης «κένωσης» του ατόμου από πάθη και την πλήρη αφοσίωσή του σε ενάρετες πράξεις αλλά καθαρά και μόνο από αγάπη προς τον Θεό κι όχι ως κεκαλυμμένη ιδιοτέλεια (ως συνήθως, ο πιστός θέλει να «κερδίσει» τον παράδεισό του).
Το ανωτέρω τόλμημα ίσως φαίνεται «βατό» στην επίτευξή του αλλά μία σύντομη ανάλυσή του καταδεικνύει πως εδώ ο πιστός θέτει τον εαυτό του στους αντίποδες της θρησκευτικότητάς του. Ο πιστός όχι μόνο συνειδητοποιεί το τι εστί Θεός (απαραίτητη προϋπόθεση) αλλά επιπλέον είναι ικανός να συνειδητοποιήσει πως φτάνει αρχικά να βιώσει την πλήρη απογοήτευση (ως αποχώρηση του Θεού από τη ζωή του) και τελικά να εισέλθει σε μία κατάσταση πλήρους ένωσης με τον Θεό.
Την όλη διαδικασία λίγοι είναι οι πιστοί που την έχουν βιώσει και στην αρχή αυτής, ο Carl Jung έδωσε την αλχημική συσχέτιση, ταυτίζοντάς την με το “nigredo”, το πλήρες σκοτάδι ως απαραίτητο στάδιο για την πνευματική εξέλιξη του ανθρώπου.
Η σύντομη περιγραφή αυτής της κατάστασης αποτελεί μία πρώτη γνωριμία με ένα σχεδόν άγνωστο δρόμο θρησκευτικής αυτογνωσίας που σαφώς δεν σχετίζεται μόνον με τους χριστιανούς. Παράλληλα δε, αποτελεί μέτρο σύγκρισης και αυτοελέγχου του πραγματικού επιπέδου θρησκευτικότητας το οποίο ο καθένας θεωρεί πως έχει επιτύχει…
(από innerfields)
(από innerfields)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου