Σάββατο 15 Ιανουαρίου 2011

Το όραμα της αυθεντικής ελληνικότητας .

Το όραμα της αυθεντικής ελληνικότηταςΜε την πεποίθηση ότι η διάσωση και η διάδοση της εθνικής μας παράδοσης είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την επιβίωση της εθνικής μας ταυτότητας, ο συλλέκτης Ίων Βορρές αφιερώθηκε εφ' όρου ζωής στο μεγάλο του όραμα και διηγείται την περιπέτειά του.
«Αποφάσισα να κάνω κάτι για να περισώσω και να προβάλω την αυθεντική ελληνικότητα», εξηγεί ο κ. Βορρές. Μας καλωσορίζει με χειροποίητη φρέσκια λεμονάδα. Τη φτιάχνουν καθημερινά στο...
σπίτι από τα μοσχοβολιστά λεμόνια που προέρχονται από τα δέντρα του κήπου, μιας και, μαζί με λίγο τζιν, αποτελεί το αγαπημένο του ποτό. Παρατηρώ την εικόνα στην επιφάνεια του τραπεζιού. Απεικονίζει τον Στάικο Σταϊκόπουλο στο Ανάπλι (η σπανιότητά του έγκειται στο γεγονός ότι αποτελεί αντίγραφο έργου του προσωπικού ζωγράφου του Οθωνα, Πέτερ φον Ες) το οποίο, όπως μου διηγείται ο κ. Βορρές, αποτελούσε κάποτε το καπάκι ενός βαρελιού. «Το ανακάλυψα σ’ ένα παλαιοπωλείο.
Προέρχεται από την παλιά ξακουστή ταβέρνα του Τσουτσούρη στην Πλάκα. Έλεγαν τότε ότι στο καπάκι του βαρελιού υπήρχε μία επιγραφή, με τη φράση: Τα κοπανούν οι φίλοι για γούρι! Αυτό ακριβώς το καπάκι μεταμορφώθηκε σε τραπεζάκι που κατέληξε σήμερα να κοσμεί ένα μέρος του σπιτιού μου».
Οκτώβριος του 1962. Επειτα από απουσία δεκαπέντε ετών στον Καναδά, ο κ. Ίων Βορρές επιστρέφει στην Αθήνα με σκοπό να εγκατασταθεί μόνιμα στην Ελλάδα. Ξεκινά τότε για τον ίδιο, όπως μας εξομολογείται, μια περιπέτεια ζωής. «Η περιπέτεια άρχισε από την πρώτη μέρα. Οσο περίεργο κι αν ακούγεται, το σπίτι μου και το Μουσείο Βορρέ είναι αποτέλεσμα ενός ψυχικού και αισθητικού σοκ. Οταν ήρθα, έφριξα με τη τσιμεντοποίηση, την κακογουστιά και τη περιβαλλοντική φθορά που μάστιζαν τη μεταπολεμική Ελλάδα. Κάπως έτσι αποφάσισα λοιπόν να κάνω κάτι για να περισώσω και να προβάλω κάποια στοιχεία της αυθεντικής ελληνικότητας».
Αγόρασε στη συνέχεια μια περιοχή περίπου δύο στρεμμάτων, στην Παιανία, τη γενέτειρα του Δημοσθένη, λίγο έξω από την Αθήνα. Ηταν μια έκταση στο λεγόμενο παλιό χωριό. Υπήρχαν δύο εγκαταλελειμμένα χωριάτικα σπίτια και ένας στάβλος διακοσίων ετών. Το οικόπεδο ήταν γεμάτο από πεταμένες μυλόπετρες, στόμια πηγαδιών, γούρνες και πολλά άλλα λαογραφικού περιεχομένου στοιχεία. «Φανταζόμουν ότι κάποτε θα βαρεθούμε το τσιμέντο. Οτι θα θελήσουμε να γυρίσουμε για λίγο στις ρίζες μας αλλά, δυστυχώς, δεν έχουν απομείνει και πολλές ρίζες. Δεν ήμουν αρχιτέκτονας, αλλά είχα ένα όραμα κι έτσι βρήκα αυτά τα παλιά σπίτια, τον στάβλο, την παλιά αποθήκη και τα διαμόρφωσα. Ήθελα να στείλω ένα μήνυμα στους συμπατριώτες μου, να αποδείξω ότι μπορούμε να σώσουμε κάτι από την παρελθόν μας. Πρώτα απ’ όλα το έκανα για τον εαυτό μου». Ομως, όπως συμβαίνει σε τέτοιου είδους περιπτώσεις, όταν κάποιος διαφοροποιείται από το μέσο όρο, δέχεται καταιγισμό κριτικής από τους συμπολίτες του. «Ετσι και ξεφύγεις από την πεπατημένη θα σε κατηγορήσουν οι πάντες. Ήμουν, ωστόσο, υποχρεωμένος να ακολουθήσω τη διαίσθησή μου. Όταν οι άλλοι πήγαιναν δεξιά εγώ κατευθυνόμουν αριστερά, όταν ανέβαιναν εγώ κατέβαινα, γιατί αυτό που επιζητούσα ήταν να είμαι ανεξάρτητος».
Όντας αναρχικός με την καλή έννοια, όπως εξηγούν οι συνεργάτες του, αλλά και πρωτοπόρος, εγκαταστάθηκε στην Παιανία και άρχισε να αναστηλώνει τα παλιά ερείπια. Στο μεταξύ, οργίασε όλη η περιοχή με διάφορες φήμες. Η μία ήταν χειρότερη από την άλλη. «Ορισμένοι έλεγαν ότι θα γίνει κακόφημο νυχτερινό κέντρο. Άλλοι, βλέποντας τους παλιούς τοίχους να αναστηλώνονται, επέμεναν ότι θα λειτουργήσει εδώ κέντρο γυμνιστών ή χαρτοπαικτική λέσχη. Κάποιοι, πάλι, διατείνονταν ότι θα στέγαζε κέντρο επικίνδυνης θρησκευτικής αίρεσης. Ο θόρυβος ήταν τέτοιος που τελικά με επισκέφθηκε ο Μητροπολίτης για να μάθει την πραγματικότητα για να λάβει φυσικά τη διαβεβαίωση ότι όλα αυτά ήταν “φαντασιοπληξίες εκ του πονηρού”».
Η ελληνική ομορφιά
Μπαίνοντας στο σαλόνι, το βλέμμα σταματά αναπόφευκτα στην παλιά πέτρινη γούρνα με τα πολύχρωμα αποξηραμένα αμάραντα. «Τα συλλέγουμε από τους κήπους, τα αφήνουμε στον ήλιο για είκοσι ημέρες προκειμένου να τα αποξηράνουμε και κατόπιν τα τοποθετούμε στη γούρνα όπου διατηρούνται για τέσσερα έως πέντε χρόνια σε πολύ καλή κατάσταση. Μετά, πρέπει να τα αντικαταστήσουμε εξαιτίας της σκόνης», εξηγεί ο κ. Βορρές. «Αυτή η γούρνα είναι μυλόπετρα του ελαιοτριβείου της Παιανίας και σήμερα η αξία της ξεπερνά τις 5.000 ευρώ. Οταν οι παλιοί ιδιοκτήτες της δεκαετίας του ’60 γκρέμισαν το ελαιοτριβείο, κατέστρεψαν τα πάντα, στέλνοντάς τα όλα στα σκουπίδια. Ετρεχα από πίσω τους για να σώσω τις πέτρες, τις οποίες στη συνέχεια χρησιμοποιούσα για τραπέζια, πάντα στολισμένα με λουλούδια. Εδειξα όμως έτσι, ότι η ελληνική ομορφιά δεν είναι αποκλειστικότητα των σύγχρονων αρχιτεκτόνων και ντεκορατέρ αλλά μπορεί να εντοπιστεί με επιτυχία στις παλιές παραδόσεις».
Πιστός στη ρήση του Θουκυδίδη ότι «η Τέχνη απαιτεί κουράγιο», ο κ. Ίων Βορρές οπλίστηκε με επιμονή κι υπομονή, προκειμένου το όραμά του να γίνει πραγματικότητα. Θυμάται, σαν να συμβαίνει τώρα, την εποχή που οι ντόπιοι τον αποκαλούσαν «τρελοαμερικάνο», τότε που ο πατέρας του δεν του μιλούσε για αρκετά μεγάλο διάστημα. «Ήταν αναμενόμενο ότι ο αείμνηστος πατέρας μου, ένας πρακτικός και επιτυχημένος επιχειρηματίας, αγωνιούσε διαρκώς για την ακατάσχετη αιμορραγία της οικογενειακής περιουσίας εξαιτίας της υλοποίησης του καλλιτεχνικού οράματός μου. Πριν πεθάνει, με παρακάλεσε να επισκεφθώ έναν φίλο του ψυχίατρο μήπως και καταφέρει να με θεραπεύσει από την αχαλίνωτη συλλεκτική μου μανία, την οποία πολύ σωστά θεωρούσε σοβαρή ασθένεια». Επισκέφθηκε μάλιστα δύο ψυχιάτρους, έναν στην Αθήνα και έναν στην Ελβετία. «Αμφότεροι με διαβεβαίωσαν ότι η ασθένειά μου είναι ανίατη και πρότειναν να παρηγορηθώ με το γεγονός ότι υπάρχουν χειρότερα νοσήματα. Προς μεγάλη μου έκπληξη, ανακάλυψα αργότερα ότι και οι δύο ήταν επίσης φανατικοί συλλέκτες!»
Τα αντικείμενα του σπιτιού προέρχονται από κάθε γωνιά της Ελλάδας. Νησιώτικοι καναπέδες, μια ναυτική κασέλα του 18ου αιώνα από τη Λέσβο και τα ζωγραφισμένα, σκαλιστά ή φτιαγμένα από ελαφαντόδοντο μπαούλα που χρησιμοποιούσαν οι ναυτικοί. Τα κιούπια και η γούρνα απ’ όπου έπιναν νερό τα άλογα, μεταμορφώθηκαν σε ανθοδοχεία. Η μαύρη μυλόπετρα του ελαιοτριβείου μετατράπηκε σε κεντρική τραπεζαρία και αγαπημένη γωνία του κ. Βορρέ που έχει δεξιωθεί εδώ ανθρώπους της Τέχνης, πρωθυπουργούς και αρχηγούς κρατών.
Δείγματα Τέχνης και λαογραφίας διακοσμούν το σπίτι.
Αναπολεί την επίσημη δεξίωση που δόθηκε το 1983 στο Μουσείο, προς τιμήν του Καναδού πρωθυπουργού Πιερ Τριντό που δεν είχε πολύ χρόνο στη διάθεσή του. «Ανησυχούσα πολύ μήπως και δεν προλάβω να του δείξω το μουσείο. Η Μελίνα, που εκτελούσε χρέη οικοδέσποινας εκείνη τη βραδιά, έσπευσε να με διαβεβαιώσει “μην ανησυχείς, άστον σε μένα”. Στις δύο το πρωί, ο κ. Τριντό και η συνοδεία του ήταν ακόμα εδώ. Χόρευαν συρτάκι με λυμένες τις γραβάτες, απολαμβάνοντας μια γνήσια ελληνική βραδιά». Κάτι παρόμοιο συνέβη πέρυσι τον Οκτώβριο, όταν η γενική κυβερνήτης του Καναδά κ. Μισέλ Ζαν μαζί με τον σκηνοθέτη σύζυγό της Ζαν-Ντανιέλ Λαφόν και πολυπληθή συνοδεία επισκέφθηκαν το μουσείο όπου ο κ. Βορρές τους ξενάγησε πριν παραθέσει δεξίωση προς τιμήν τους στο σπίτι του.
Η καναδική πρεσβεία μας είχε ειδοποιήσει ότι λόγω πιεσμένου προγράμματος οι επίσημοι προσκεκλημένοι είχαν ελάχιστο χρόνο στη διάθεσή τους και έπρεπε να βιαστούμε. Τελικά η κυβερνήτης και ο σύζυγός της έδειξαν τόσο ενδιαφέρον για το μουσείο που η ξενάγηση κράτησε πάνω από μιάμιση ώρα, ενώ δεν ξεκολλούσαν από τη δεξίωση παρά το ότι η ώρα ήταν πλέον περασμένη. Η βραδιά αυτή επιφύλασσε και μια ξεχωριστή έκπληξη για τον κ. Βορρέ, όταν η κυβερνήτης του απένειμε το ανώτατο τιμητικό παράσημο «Order of Canada» για τη συνολική προσφορά του στον πολιτισμό και στη σύσφιγξη των πολιτιστικών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών.
Δεν βασίστηκε ποτέ σε αρχιτεκτονικά σχέδια για τις παρεμβάσεις που έκανε. «Ήμουν πολύ τυχερός που βρήκα στην Παιανία εξαιρετικούς τεχνίτες, γνώστες της λαϊκής μας παράδοσης, οι οποίοι συντέλεσαν να υλοποιηθεί το όραμά μου. Σήμερα, δυστυχώς δεν υπάρχουν πια τέτοιοι μάστορες».
Το γραφείο όπου περνά πολλές ώρες της ημέρας, είναι πάνω στον πύργο, εκεί όπου ήταν ο παλιός στάβλος. Εδώ υπαγορεύει συχνά στην Έλενα Κορακιανίτη, συνεργάτιδά του τα τελευταία 23 χρόνια, τα κείμενά του. «Αυτός ο χώρος παρουσιάζει ιστορία 2.000 ετών. Το τζάκι, ύψους 12 μέτρων, προστέθηκε αργότερα για να ζεσταίνει το δωμάτιο αφού δεν υπάρχει κεντρική θέρμανση». Απέναντι στο τραπεζάκι εποχής είναι τοποθετημένες φωτογραφίες με υψηλούς καλεσμένους που έχουν φιλοξενηθεί κατά καιρούς. Τους πέτρινους τοίχους, που χρονολογούνται από τον 18ο αιώνα, κοσμούν δύο κρητικές εικόνες εκείνης της εποχής. Στο πάτωμα είναι τοποθετημένα διάφορα αρχαία αντικείμενα, ένα μεσαιωνικό κηροπήγιο και μία μυλόπετρα. Σε μια εσοχή στον τοίχο υπάρχουν ερυθρόμορφα και μελανόμορφα αγγεία του 5ου π.Χ. αιώνα. Η μεγάλη ξύλινη πόρτα έχει θέα στην αυλή που τα βράδια είναι φωταγωγημένη, ενώ στο βάθος πάνω σε μια λίμνη από νούφαρα ξεπροβάλλει ένα στόμιο πηγαδιού.
Σε όλο το σπίτι, διάσπαρτα στους τοίχους, είναι τοποθετημένα περίφημα συριανά πιάτα (τα λένε Συριανά όχι επειδή προέρχονται από τη Σύρο αλλά επειδή τα παράγγελναν Συριανοί έμποροι από την Αγγλία) του 19ου αιώνα. «Η συλλογή μου αυτή αριθμεί περίπου 300 πιάτα από διάφορες περιοχές της Ελλάδας και η αξία τους αγγίζει τις 50.000 ευρώ», σημειώνει ο κ. Βορρές.
Ο καθρέπτης του συλλέκτη
Αναφέρεται στην ιστορία του «έργου ζωής», όπως αποκαλεί το σπίτι – μουσείο όπου διαμένει και αναβιώνει ένα πλούσιο μωσαϊκό από ανθρώπινες εμπειρίες. «Ξαφνιάζομαι κι εγώ ο ίδιος για το τι είναι ικανός να κάνει ένας συλλέκτης, προκειμένου να αποκτήσει ένα έργο που επιθυμεί». Θυμάται την περίπτωση μιας θαυμάσιας εικόνας του 17ου αιώνα που επί χρόνια προσπαθούσε να αποκτήσει από μια «καχύποπτη χήρα γειτόνισσά του» όπως περιγράφει, η οποία αρνιόταν να του την πουλήσει. «Χρησιμοποίησα κάθε μέσο για να τη μεταπείσω. Καθημερινά σχεδόν της έστελνα λουλούδια, σοκολάτες, λιχουδιές, ακόμα και σαμπάνιες. Στην απελπισία μου της πρότεινα μάλιστα και γάμο, τον οποίο ευτυχώς αρνήθηκε. Λίγο αργότερα όμως απεβίωσε -ίσως και από το σοκ της πρότασής μου!- και έτσι τελικά απέκτησα την πολυπόθητη εικόνα από τους κληρονόμους της σε προσιτή τιμή».
Μεταφερόμαστε στο άλλο καθιστικό με τα έπιπλα των αρχών του 19ου αιώνα και απολαμβάνουμε την εσωτερική αυλή που περιβάλλεται από παλιές ξερολιθιές. «Εδώ το σπίτι είχε καταρρεύσει, αλλά δεν ξαναέχτισα τους τοίχους. Τοποθέτησα τζαμαρίες κι έφερα παλιά κρήνη 300 ετών από το Πήλιο για να περιστοιχίσουν έξω τους τοίχους του προαυλίου χώρου». Φροντίζει ο ίδιος για κάθε λεπτομέρεια κι έχει πάντα τον τελευταίο λόγο για την ταξινόμηση των αντικειμένων και τις μετατροπές που χρειάζονται να γίνουν στους χώρους. Αλλωστε, όπως αναφέρει, «η σχέση του συλλέκτη με τη συλλογή του είναι ένας συναισθηματικός δεσμός μιας ολόκληρης ζωής. Η συλλογή του αποτελεί και καθρέπτη του εαυτού του, καθρέπτη του πνευματικού και αισθητικού του είναι».  
[Χρύσα  Κλειτσιώτη, Έθνος]
(από ellas, schizas)

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts with Thumbnails