Του Θανάση Ι. Νικολαΐδη
ΗΤΑΝ κι οι δυο ρους χωριατόπαιδα, βόσκανε γίδια. Παρέα με τα ζώα ολημερίς κι ο σκύλος μπιστικός τους. Τα σαλαγούσανε μη πέσουν στο γκρεμό, τ’ άρμεγαν για το γάλα, το τυρί, τα κούρευαν για το μαλλί τους να γνέψει τη ρόκα η γριά, τάιζαν κότες κι είχαν το γουρούνι τους για τα Χριστούγεννα. Χωρίς γράμματα και ανέσεις και το μαντρί το σπίτι τους. Δεν είχαν έγνοιες περιττές, παραπανίσια βάσανα όπως ο κόσμος όλος, ούτε βόλια τους άγγιξαν - τα βόλια του πολέμου κι ούτε είχαν στον ύπνο τους εφιάλτες. Απλά παιδιά, τσοπαναραίοι του βουνού, του λόγγου και της στάνης και να, που τους...
βγήκε σε καλό. Δεν πήραν μέρος στη σφαγή - ποιος να πειράξει και γιατί έναν αγελαδάρη με την κάπα του, την γκλίτσα, το ταγάρι; Κι αυτοί, αμέριμνοι για το κακό τριγύρω, βλέπανε πτώματα και τα κλωτσούσαν, καμιάν άσκαστη νάρκη και την κουβάλαγαν στη στάνη, κάνανε αρμαθιά τους κάλυκες και δεν ρωτούσαν «τι και πώς». Μόνο στα πρόβατα είχαν το νου τους, μη τους τ’ αρπάξει λύκος με δυο ή με τέσσερα ποδάρια - το ίδιο έκανε γι αυτά τα σκληραγωγημένα τσοπανόπουλα.
ΑΠ’ τη Μικρασία στην προσφυγιά οι γονείς, δικτατορία και ρετσινόλαδο. Τώρα Εμφύλιος για όλους. Δεν πρόλαβαν να ξαποστάσουν, να κάνουν βιος και να μορφώσουν τα παιδιά. Και τι κάνεις σαν πεινάς και βροντάει το κανόνι; Δεν έχεις άλλο να διαλέξεις απ’ το μεροκάματο. Όποιο και να’ ναι, όσο και να’ ναι. Στην πόλη, αν δεν το’ βρισκες, δεν ήταν εύκολο να επιβιώσεις, μα ένιωθες πιο ασφαλής. Τις πόλεις τις φύλαγε ο Στρατός. Εδώ, το μεροκάματο ήταν γίδια και βόδια. Οι σφαίρες πέφτανε μακριά και μόνο ο κρότος, στην αρχή, τους τρόμαζε. Ύστερα τον συνήθισαν. Κι αν ένιωθαν τον κίνδυνο, άλλαζαν στέκι. Μη τους δει ο σκοπευτής, τους βάλει στόχο ή στα τυφλά. Όποιος κι αν ήταν. Αντάρτης ή «εθνικός». Είδαν κουφάρια ανταρτών να λιώνουν στη χαράδρα, είδαν άνθρωπο να τον ξεκεφαλιάζουν πισθάγκωνα δεμένο ξερνώντας μίσος πάνω του. Μόνο στην αρχή, η καρδιά τους σφίχτηκε. Δεν είχαν όρεξη να κατεβάσουν τη μπουκιά, να σύρουν τα πόδια ως το μαντρί. Ύστερα το συνήθισαν. Τη μια κεφάλια κομμένα σαν καρπούζια στην πλατεία, την άλλη κηδείες κι αναφιλητά να «σφραγίζουν» την απόσταση των δυο πλευρών, μη μικρύνει και το μίσος σβήσει, μην έρθουν σε επαφή κι αγκαλιαστούν σαν φίλοι χωριανοί πετώντας τα όπλα καταγής.
ΑΥΤΟΙ οι ταπεινοί τσοπαναραίοι, με το βιος τους πέρα δώθε αφύλαχτο απ’ τους ανθρώπους, μόνο για τους λύκους νοιάζονταν και τα τσακάλια. Σαν κάτι από ζώα θύμιζαν και δεν κοιμήθηκαν σαν άνθρωποι ποτέ σ’ ένα κρεβάτι-μια «προέκταση» των προβάτων τους ήταν η ύπαρξή τους. Δεν τους πείραζαν οι αντάρτες - όλο και κάνα πρόβατο θ’ άρπαζαν για την πείνα τους, μα κι ο στρατός τους ήθελε τους «δικούς» του. Για τις κινήσεις του εχθρού, για πληροφόρηση.
ΕΝΑΣ κόσμος στα δυο η Ελλάδα κι όποιος προλάβει. Δεν περιμένει η σφαίρα κι όσο απλώνεται ο θάνατος, τόσο της ζωής σου η αξία λιγοστεύει. Φυλάξου απ’ τη σφαίρα, ωστόσο, δεν μπορείς να κρύβεσαι σε σπίτι νύχτα-μέρα, σε υπόγειο ή καταφύγιο, κανένας δεν θα νοιαστεί να σε ταΐσει κι ούτε θα ψάξει να σε βρει, αν χάθηκες. Κι όσο πιο γρήγορα συμφιλιωθείς με την ιδέα του βίαιου θανάτου, τόσο καλύτερα για σένα και για όλους. Με επικήδειο επικό, παπάδες, δεσποτάδες, μπορεί να πας κι αδιάβαστος.
ΚΑΙ τι αξία λες να’ χει η ανθρώπινη ζωή, στις μέρες του πολέμου; Μπορεί να σ’ έβαλαν σημάδι, έτσι για γούστο και να μην το υποψιάζεσαι πότε και πως θα’ ρθει ο θάνατος. Μπορεί να σε ψάχνει ο χάρος κι έλειπες, μα θα ξανάρθει. Ως τότε, πέρνα τον καιρό σου χωρίς την αγωνία του θανάτου, αλλιώς διπλά θα υποφέρεις. Μια στο θάνατο και μια στην αναμονή του. Και είναι πιο μακρόσυρτη η αναμονή και πιο τυραννική κι έτσι δυο θανάτους θα’ χεις...ζήσει. Έχεις λόγο, υπάρχει αιτία να σκοτώσεις, στον πόλεμο. Και πρώτη είναι μη σε προλάβουν. Μη ρίξει ο εχθρός το βόλι και σε βρει στον ύπνο, με τ’ όπλο καταγής ή παρά πόδα. Γι αυτό να μένεις ξύπνιος να μένεις και με το δάκτυλο στη σκανδάλη. Ιδίως στον ανταρτοπόλεμο, με τον εχθρό αθέατο. «Τη δικιά σου σφαίρα δεν θα την ακούσεις», μας έλεγε συνταγματάρχης στο στρατό «τρέχει νωρίτερα απ’ τον ήχο». Περίμενε, λοιπόν, έτσι βουβό το θάνατο – κοίτα να τον προλάβεις. Αλλιώς, θα νιώσεις το καυτό μολύβι κι ύστερα θα μείνεις θεατής του κορμιού σου που σφαδάζει, πριν γίνει πτώμα. Ζωή και θάνατος αξίζουν όσο ένα βόλι. Το βόλι πάλι, είναι ασήμαντο να το’ χεις στη φαρέτρα πριν το ρίξεις, μα σαν το ‘ριξες κι έπιασε στόχο, τότε λογάριασε πόσο «αξίζει» σε κλάμα, πένθος και ορφάνια. Χώρια το μίσος που το’ θρεψε όσο δεν το ‘ θρεψαν χιλιάδες λόγια και κηρύγματα για την αγάπη που πρέπει να δένει τους ανθρώπους. Κι αν είναι πόλεμος τραχύς, μπορεί και με ένα ρόπαλο να πας, όπλο πρωτόγονο, αγχέμαχο κι αδάπανο, από μια νάρκη, ή μιαν αδέσποτη που κουβάλαγε θάνατο σου και δεν το ‘ξερες.
ΠΡΩΙ κινήσανε για τη βουνοπλαγιά, γίδια, σκυλιά, μαντρόσκυλα. Παιδιά ήταν αμούστακα κι ο κύρης τους δεν χαμπάριζε από κίνδυνο, νάρκες, ενέδρες κι αποσπάσματα. Πήγαν νωρίς στη στάνη, χτύπαγαν μια δω μια κει τη βέργα στον αγέρα, βρίζανε σαλαγώντας, μέχρι που το μικρό κοπάδι πειθάρχησε και τράβηξε για το βουνό. Ο Ήλιος ανέβηκε κι η μέρα ήσυχη. Πλάκωσε η ζέστα κι άρχισαν τα στομάχια να ζητούν τροφή. Εκεί που στρώσαν’ για να φάνε κι ανοίξαν’ το μαντήλι με το κρεμμύδι, το ψωμί και 2-3 ελιές, βλέπουν κι ακούν βροχή να πέφτουν σφαίρες. Σκάει το χώμα δίπλα τους η μια κι αναπηδάει αφήνοντας μικρές λακκούβες κι αυτοί αλλάζουν θέση. Από ένστικτο, μετακινούνται λίγα μέτρα, μη τους βρει η επόμενη σφαίρα. Τα βόλια του «εχθρού» αλλάζουν τροχιά και ο στόχος μετατοπίζεται. Αφήνουν τους ανθρώπους και πάνε προς τα ζώα οι σφαίρες. Ο θάνατος είναι κοντά, το νιώθουν και τον βλέπουν. Μια κατσίκα μένει στον τόπο. Οι δυο τους γίνονται φλουρί απ’ το φόβο. Ζαρώνουν μέχρι να περάσει ο κίνδυνος και τα μαζεύουν. Για το μαντρί και τη σιγουριά του. Με τη νεκρή κατσίκα σημάδι πως τους βάλανε σημάδι. Ποιος; Οι αντάρτες; Όχι. Ο «εθνικός» στρατός! Ένα απόσπασμα, που οι άντρες του κάνανε σκοποβολή, μαθαίνοντας σημάδι. Σε στόχο ζωντανό και…τιποτένιο.
ΗΤΑΝ κι οι δυο ρους χωριατόπαιδα, βόσκανε γίδια. Παρέα με τα ζώα ολημερίς κι ο σκύλος μπιστικός τους. Τα σαλαγούσανε μη πέσουν στο γκρεμό, τ’ άρμεγαν για το γάλα, το τυρί, τα κούρευαν για το μαλλί τους να γνέψει τη ρόκα η γριά, τάιζαν κότες κι είχαν το γουρούνι τους για τα Χριστούγεννα. Χωρίς γράμματα και ανέσεις και το μαντρί το σπίτι τους. Δεν είχαν έγνοιες περιττές, παραπανίσια βάσανα όπως ο κόσμος όλος, ούτε βόλια τους άγγιξαν - τα βόλια του πολέμου κι ούτε είχαν στον ύπνο τους εφιάλτες. Απλά παιδιά, τσοπαναραίοι του βουνού, του λόγγου και της στάνης και να, που τους...
βγήκε σε καλό. Δεν πήραν μέρος στη σφαγή - ποιος να πειράξει και γιατί έναν αγελαδάρη με την κάπα του, την γκλίτσα, το ταγάρι; Κι αυτοί, αμέριμνοι για το κακό τριγύρω, βλέπανε πτώματα και τα κλωτσούσαν, καμιάν άσκαστη νάρκη και την κουβάλαγαν στη στάνη, κάνανε αρμαθιά τους κάλυκες και δεν ρωτούσαν «τι και πώς». Μόνο στα πρόβατα είχαν το νου τους, μη τους τ’ αρπάξει λύκος με δυο ή με τέσσερα ποδάρια - το ίδιο έκανε γι αυτά τα σκληραγωγημένα τσοπανόπουλα.
ΑΠ’ τη Μικρασία στην προσφυγιά οι γονείς, δικτατορία και ρετσινόλαδο. Τώρα Εμφύλιος για όλους. Δεν πρόλαβαν να ξαποστάσουν, να κάνουν βιος και να μορφώσουν τα παιδιά. Και τι κάνεις σαν πεινάς και βροντάει το κανόνι; Δεν έχεις άλλο να διαλέξεις απ’ το μεροκάματο. Όποιο και να’ ναι, όσο και να’ ναι. Στην πόλη, αν δεν το’ βρισκες, δεν ήταν εύκολο να επιβιώσεις, μα ένιωθες πιο ασφαλής. Τις πόλεις τις φύλαγε ο Στρατός. Εδώ, το μεροκάματο ήταν γίδια και βόδια. Οι σφαίρες πέφτανε μακριά και μόνο ο κρότος, στην αρχή, τους τρόμαζε. Ύστερα τον συνήθισαν. Κι αν ένιωθαν τον κίνδυνο, άλλαζαν στέκι. Μη τους δει ο σκοπευτής, τους βάλει στόχο ή στα τυφλά. Όποιος κι αν ήταν. Αντάρτης ή «εθνικός». Είδαν κουφάρια ανταρτών να λιώνουν στη χαράδρα, είδαν άνθρωπο να τον ξεκεφαλιάζουν πισθάγκωνα δεμένο ξερνώντας μίσος πάνω του. Μόνο στην αρχή, η καρδιά τους σφίχτηκε. Δεν είχαν όρεξη να κατεβάσουν τη μπουκιά, να σύρουν τα πόδια ως το μαντρί. Ύστερα το συνήθισαν. Τη μια κεφάλια κομμένα σαν καρπούζια στην πλατεία, την άλλη κηδείες κι αναφιλητά να «σφραγίζουν» την απόσταση των δυο πλευρών, μη μικρύνει και το μίσος σβήσει, μην έρθουν σε επαφή κι αγκαλιαστούν σαν φίλοι χωριανοί πετώντας τα όπλα καταγής.
ΑΥΤΟΙ οι ταπεινοί τσοπαναραίοι, με το βιος τους πέρα δώθε αφύλαχτο απ’ τους ανθρώπους, μόνο για τους λύκους νοιάζονταν και τα τσακάλια. Σαν κάτι από ζώα θύμιζαν και δεν κοιμήθηκαν σαν άνθρωποι ποτέ σ’ ένα κρεβάτι-μια «προέκταση» των προβάτων τους ήταν η ύπαρξή τους. Δεν τους πείραζαν οι αντάρτες - όλο και κάνα πρόβατο θ’ άρπαζαν για την πείνα τους, μα κι ο στρατός τους ήθελε τους «δικούς» του. Για τις κινήσεις του εχθρού, για πληροφόρηση.
ΕΝΑΣ κόσμος στα δυο η Ελλάδα κι όποιος προλάβει. Δεν περιμένει η σφαίρα κι όσο απλώνεται ο θάνατος, τόσο της ζωής σου η αξία λιγοστεύει. Φυλάξου απ’ τη σφαίρα, ωστόσο, δεν μπορείς να κρύβεσαι σε σπίτι νύχτα-μέρα, σε υπόγειο ή καταφύγιο, κανένας δεν θα νοιαστεί να σε ταΐσει κι ούτε θα ψάξει να σε βρει, αν χάθηκες. Κι όσο πιο γρήγορα συμφιλιωθείς με την ιδέα του βίαιου θανάτου, τόσο καλύτερα για σένα και για όλους. Με επικήδειο επικό, παπάδες, δεσποτάδες, μπορεί να πας κι αδιάβαστος.
ΚΑΙ τι αξία λες να’ χει η ανθρώπινη ζωή, στις μέρες του πολέμου; Μπορεί να σ’ έβαλαν σημάδι, έτσι για γούστο και να μην το υποψιάζεσαι πότε και πως θα’ ρθει ο θάνατος. Μπορεί να σε ψάχνει ο χάρος κι έλειπες, μα θα ξανάρθει. Ως τότε, πέρνα τον καιρό σου χωρίς την αγωνία του θανάτου, αλλιώς διπλά θα υποφέρεις. Μια στο θάνατο και μια στην αναμονή του. Και είναι πιο μακρόσυρτη η αναμονή και πιο τυραννική κι έτσι δυο θανάτους θα’ χεις...ζήσει. Έχεις λόγο, υπάρχει αιτία να σκοτώσεις, στον πόλεμο. Και πρώτη είναι μη σε προλάβουν. Μη ρίξει ο εχθρός το βόλι και σε βρει στον ύπνο, με τ’ όπλο καταγής ή παρά πόδα. Γι αυτό να μένεις ξύπνιος να μένεις και με το δάκτυλο στη σκανδάλη. Ιδίως στον ανταρτοπόλεμο, με τον εχθρό αθέατο. «Τη δικιά σου σφαίρα δεν θα την ακούσεις», μας έλεγε συνταγματάρχης στο στρατό «τρέχει νωρίτερα απ’ τον ήχο». Περίμενε, λοιπόν, έτσι βουβό το θάνατο – κοίτα να τον προλάβεις. Αλλιώς, θα νιώσεις το καυτό μολύβι κι ύστερα θα μείνεις θεατής του κορμιού σου που σφαδάζει, πριν γίνει πτώμα. Ζωή και θάνατος αξίζουν όσο ένα βόλι. Το βόλι πάλι, είναι ασήμαντο να το’ χεις στη φαρέτρα πριν το ρίξεις, μα σαν το ‘ριξες κι έπιασε στόχο, τότε λογάριασε πόσο «αξίζει» σε κλάμα, πένθος και ορφάνια. Χώρια το μίσος που το’ θρεψε όσο δεν το ‘ θρεψαν χιλιάδες λόγια και κηρύγματα για την αγάπη που πρέπει να δένει τους ανθρώπους. Κι αν είναι πόλεμος τραχύς, μπορεί και με ένα ρόπαλο να πας, όπλο πρωτόγονο, αγχέμαχο κι αδάπανο, από μια νάρκη, ή μιαν αδέσποτη που κουβάλαγε θάνατο σου και δεν το ‘ξερες.
ΠΡΩΙ κινήσανε για τη βουνοπλαγιά, γίδια, σκυλιά, μαντρόσκυλα. Παιδιά ήταν αμούστακα κι ο κύρης τους δεν χαμπάριζε από κίνδυνο, νάρκες, ενέδρες κι αποσπάσματα. Πήγαν νωρίς στη στάνη, χτύπαγαν μια δω μια κει τη βέργα στον αγέρα, βρίζανε σαλαγώντας, μέχρι που το μικρό κοπάδι πειθάρχησε και τράβηξε για το βουνό. Ο Ήλιος ανέβηκε κι η μέρα ήσυχη. Πλάκωσε η ζέστα κι άρχισαν τα στομάχια να ζητούν τροφή. Εκεί που στρώσαν’ για να φάνε κι ανοίξαν’ το μαντήλι με το κρεμμύδι, το ψωμί και 2-3 ελιές, βλέπουν κι ακούν βροχή να πέφτουν σφαίρες. Σκάει το χώμα δίπλα τους η μια κι αναπηδάει αφήνοντας μικρές λακκούβες κι αυτοί αλλάζουν θέση. Από ένστικτο, μετακινούνται λίγα μέτρα, μη τους βρει η επόμενη σφαίρα. Τα βόλια του «εχθρού» αλλάζουν τροχιά και ο στόχος μετατοπίζεται. Αφήνουν τους ανθρώπους και πάνε προς τα ζώα οι σφαίρες. Ο θάνατος είναι κοντά, το νιώθουν και τον βλέπουν. Μια κατσίκα μένει στον τόπο. Οι δυο τους γίνονται φλουρί απ’ το φόβο. Ζαρώνουν μέχρι να περάσει ο κίνδυνος και τα μαζεύουν. Για το μαντρί και τη σιγουριά του. Με τη νεκρή κατσίκα σημάδι πως τους βάλανε σημάδι. Ποιος; Οι αντάρτες; Όχι. Ο «εθνικός» στρατός! Ένα απόσπασμα, που οι άντρες του κάνανε σκοποβολή, μαθαίνοντας σημάδι. Σε στόχο ζωντανό και…τιποτένιο.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου