Πλούσια κοιτάσματα ουρανίου, που μπορεί να ξεπερνούν και τους 20.000 τόνους, υπολογίζεται ότι κρύβει στα σπλάχνα της η ελληνική γη. Η αποκάλυψη έρχεται στην τελευταία κοινή έκθεση του ΟΟΣΑ και της Διεθνούς Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας, «Uranium 2009», την οποία έχει στη διάθεσή του «Το Βήμα». Αν και οι πληροφορίες των...
Ελλήνων επιστημόνων κάνουν λόγο για την ύπαρξη μόνο 10.000 βεβαιωμένων τόνων ουρανίου, η εφετινή έκθεση των διεθνών οργανισμών αναφέρεται έως και σε διπλάσια νούμερα...
Σύμφωνα με τη μελέτη, η κατανομή των ποσοτήτων του σπάνιου μεταλλεύματος γίνεται ως εξής:
Επτά χιλιάδες τόνοι είναι αυτοί που έχουν βρεθεί από τους έλληνες γεωλόγους. Επίσης, είναι βέβαιη η ύπαρξη περίπου 1.000 ακόμη τόνων στη χώρα. Επιπροσθέτως, η μελέτη αναφέρεται σε άλλα πιθανά κοιτάσματα που φτάνουν τους 6.000 τόνους, ενώ τονίζει ότι προφανώς υπάρχει αντίστοιχη ποσότητα, η οποία δεν έχει ακόμη ανακαλυφθεί από τους επιστήμονες. Στο Δελτίο Ελληνικής Γεωλογικής Εταιρείας του 1998, τα περισσότερα κοιτάσματα της Ελλάδας εντοπίζονται στα βόρεια του Νομού Σερρών, στην παράκτια ζώνη μεταξύ Σερρών και Καβάλας, στην ελληνοβουλγαρική μεθόριο του Νομού Δράμας, ενώ επεκτείνονται και προς τη γειτονική Ξάνθη.
Επίσης, διάσπαρτα μικρά κοιτάσματα έχουν βρεθεί σε ολόκληρη την περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης, των Σερρών συμπεριλαμβανομένων. Ακόμη, υπάρχουν διάχυτες πληροφορίες για την ύπαρξη ουρανίου τόσο στη Φλώρινα όσο και στη Λέσβο. Σε ό,τι αφορά τη γεωλογία, το ουράνιο στη χώρα μας εντοπίζεται σε ιζήματα και όξινα γρανιτικά πετρώματα και το δυνητικά «εξαγώγιμο» προϊόν είναι το οξείδιο του ουρανίου, δηλαδή το κίτρινο συμπύκνωμα που χρησιμοποιείται στην πυρηνική τεχνολογία. Το ζήτημα της ύπαρξης κοιτασμάτων ουρανίου στη χώρα μας διαθέτει και δόσεις μυθολογίας, κατασκοπείας, θρίλερ, άγνοιας και ρεαλιστικών αναγκών! Ιδίως οι τελευταίες είναι και αυτές που απασχολούν τους έλληνες ειδικούς, καθώς, λόγω της αύξησης των διεθνών τιμών του ουρανίου και των αυξημένων αναγκών για πυρηνική ενέργεια, το ενδιαφέρον για το πολύτιμο μέταλλο επανέρχεται, με τις τιμές του να τρέχουν ιλιγγιωδώς.
Στη χώρα μας οι πρώτες ερευνητικές εργασίες για την εξεύρεση ουρανίου είχαν ξεκινήσει με το Σχέδιο Μάρσαλ, ήδη από το 1948. Την περίοδο της δικτατορίας το δικαίωμα της έρευνας για ουράνιο, στις οποίες συμμετείχαν και ξένοι εμπειρογνώμονες, παραχωρήθηκε στον «Δημόκριτο». Το 1978, στις έρευνες ενεπλάκη συστηματικότερα το Ινστιτούτο Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών, το οποίο εντόπισε και το πρώτο οικονομικά εκμεταλλεύσιμο απόθεμα στο Παρανέστι της Δράμας. Ηταν Ιανουάριος του 1979. Παράσταση της δομής του ατόμου όπως παρουσιάστηκε στην έκθεση ΕΧΡΟ της Νότιας Κορέας το 2004 Τα χρόνια που ακολούθησαν έγιναν σοβαρές απόπειρες προς την κατεύθυνση της μεθοδολογίας της εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων και της δημιουργίας εμπορεύσιμων συμπυκνωμάτων.
Ηταν τέτοια και η διεθνής συγκυρία, η οποία, λόγω της υψηλής ζήτησης για ουράνιο, υποσχόταν αισιόδοξες προοπτικές προς όφελος της ελληνικής μεταλλευτικής βιομηχανίας. Οι μελέτες συνεχίστηκαν χωρίς διακοπή, με ακόμη περισσότερες έρευνες για νέα κοιτάσματα ουρανίου. Το 1995, το τότε υπουργείο Βιομηχανίας, το οποίο ήταν αρμόδιο για την Ενέργεια, έλαβε την πρώτη συγκροτημένη και ολοκληρωμένη εργασία για το ζήτημα, η οποία αποδείκνυε τη δυνατότητα εξόρυξης μέχρι και 10.000 τόνων ουρανίου στη χώρα μας. Τα στοιχεία της μελέτης, που επικεντρωνόταν στα βεβαιωμένα κοιτάσματα της Βόρειας Ελλάδας, έδωσαν τη σκυτάλη στη συγκρότηση ενός πιλοτικού σχεδίου για την εκμετάλλευση του ελληνικού ουρανίου.
Το πιλοτικό σχέδιο, το οποίο χρηματοδοτήθηκε από το Α΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, ήταν εξαιρετικά ελπιδοφόρο, παρέχοντας ενθαρρυντικά στοιχεία για την ανακτησιμότητα του σπάνιου μεταλλεύματος στο Παρανέστι της Δράμας. Και αυτό διότι η εξόρυξη από το χώμα μπορούσε να γίνει πάρα πολύ εύκολα, κάτι που θα επέτρεπε στο ελληνικό ουράνιο να πωλείται σε ιδιαίτερα ανταγωνιστικές τιμές. Βάσει αυτών των αισιόδοξων προβλέψεων εκπονήθηκε ολόκληρη επιχειρησιακή, οικονομοτεχνική μελέτη. Ωστόσο, το 1999, το επιχειρησιακό σχέδιο, αλλά και η περαιτέρω προγραμματισθείσα έρευνα για ουράνιο σταμάτησαν για άγνωστους ως σήμερα λόγους. Εκτοτε τα σχέδια εκμετάλλευσης έχουν εγκαταλειφθεί, ανάμεσα στα οποία και οι προτάσεις των επιστημόνων για ανταλλαγή του ουρανίου με δωρεάν εισαγόμενη ενέργεια από το γειτονικό Κοζλοντούι. Επίσης, απούσα από όλη αυτή την ιστορία ήταν και η «ατμομηχανή» της ελληνικής ενέργειας, δηλαδή η ΔΕΗ.
Ενώ τη δεκαετία του 1990 το κόστος ανάκτησης του ελληνικού ουρανίου θεωρούντανιδιαιτέρως χαμηλό, σήμερα στην έκθεση του ΟΟΣΑ τοποθετείται αυστηρά και μόνο στην υψηλή κοστολογική κλίμακα, κυμαινόμενο στα 260 δολάρια ανά τόνο. Η εκτόξευση του κόστους αποτελεί δυσεξήγητο φαινόμενο, το οποίο δεν έχει απαντηθεί με ακρίβεια. Μία εξήγηση είναι ότι η πτώση του Τείχους του Βερολίνου είχε ρίξει τις διεθνείς τιμές του ουρανίου, καθώς οι πυρηνικές δυνάμεις απέσπασαν το σπάνιο μετάλλευμα από τα καταστραφέντα πυρηνικά όπλα. Αυτό αποτυπώνεται και στην εξέλιξη της τιμής του ουρανίου. Εκείνη την περίοδο η τιμή ανά λίβρα έπεσε από τα 33 στα 13 δολάρια, για να «καθήσει» στα 8,5. Αντίθετα, σήμερα, λόγω της εκτεταμένης ζήτησης, έχει εκτοξευθεί καθώς ανήλθε στα 46,5 δολάρια ανά λίβρα, δηλαδή κάπου 120 ευρώ το κιλό, τιμή σχεδόν δέκα φορές υψηλότερη από την εποχή της πτώσης του Τείχους.
Σύμφωνα με τη μελέτη, η κατανομή των ποσοτήτων του σπάνιου μεταλλεύματος γίνεται ως εξής:
Επτά χιλιάδες τόνοι είναι αυτοί που έχουν βρεθεί από τους έλληνες γεωλόγους. Επίσης, είναι βέβαιη η ύπαρξη περίπου 1.000 ακόμη τόνων στη χώρα. Επιπροσθέτως, η μελέτη αναφέρεται σε άλλα πιθανά κοιτάσματα που φτάνουν τους 6.000 τόνους, ενώ τονίζει ότι προφανώς υπάρχει αντίστοιχη ποσότητα, η οποία δεν έχει ακόμη ανακαλυφθεί από τους επιστήμονες. Στο Δελτίο Ελληνικής Γεωλογικής Εταιρείας του 1998, τα περισσότερα κοιτάσματα της Ελλάδας εντοπίζονται στα βόρεια του Νομού Σερρών, στην παράκτια ζώνη μεταξύ Σερρών και Καβάλας, στην ελληνοβουλγαρική μεθόριο του Νομού Δράμας, ενώ επεκτείνονται και προς τη γειτονική Ξάνθη.
Επίσης, διάσπαρτα μικρά κοιτάσματα έχουν βρεθεί σε ολόκληρη την περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης, των Σερρών συμπεριλαμβανομένων. Ακόμη, υπάρχουν διάχυτες πληροφορίες για την ύπαρξη ουρανίου τόσο στη Φλώρινα όσο και στη Λέσβο. Σε ό,τι αφορά τη γεωλογία, το ουράνιο στη χώρα μας εντοπίζεται σε ιζήματα και όξινα γρανιτικά πετρώματα και το δυνητικά «εξαγώγιμο» προϊόν είναι το οξείδιο του ουρανίου, δηλαδή το κίτρινο συμπύκνωμα που χρησιμοποιείται στην πυρηνική τεχνολογία. Το ζήτημα της ύπαρξης κοιτασμάτων ουρανίου στη χώρα μας διαθέτει και δόσεις μυθολογίας, κατασκοπείας, θρίλερ, άγνοιας και ρεαλιστικών αναγκών! Ιδίως οι τελευταίες είναι και αυτές που απασχολούν τους έλληνες ειδικούς, καθώς, λόγω της αύξησης των διεθνών τιμών του ουρανίου και των αυξημένων αναγκών για πυρηνική ενέργεια, το ενδιαφέρον για το πολύτιμο μέταλλο επανέρχεται, με τις τιμές του να τρέχουν ιλιγγιωδώς.
Στη χώρα μας οι πρώτες ερευνητικές εργασίες για την εξεύρεση ουρανίου είχαν ξεκινήσει με το Σχέδιο Μάρσαλ, ήδη από το 1948. Την περίοδο της δικτατορίας το δικαίωμα της έρευνας για ουράνιο, στις οποίες συμμετείχαν και ξένοι εμπειρογνώμονες, παραχωρήθηκε στον «Δημόκριτο». Το 1978, στις έρευνες ενεπλάκη συστηματικότερα το Ινστιτούτο Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών, το οποίο εντόπισε και το πρώτο οικονομικά εκμεταλλεύσιμο απόθεμα στο Παρανέστι της Δράμας. Ηταν Ιανουάριος του 1979. Παράσταση της δομής του ατόμου όπως παρουσιάστηκε στην έκθεση ΕΧΡΟ της Νότιας Κορέας το 2004 Τα χρόνια που ακολούθησαν έγιναν σοβαρές απόπειρες προς την κατεύθυνση της μεθοδολογίας της εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων και της δημιουργίας εμπορεύσιμων συμπυκνωμάτων.
Ηταν τέτοια και η διεθνής συγκυρία, η οποία, λόγω της υψηλής ζήτησης για ουράνιο, υποσχόταν αισιόδοξες προοπτικές προς όφελος της ελληνικής μεταλλευτικής βιομηχανίας. Οι μελέτες συνεχίστηκαν χωρίς διακοπή, με ακόμη περισσότερες έρευνες για νέα κοιτάσματα ουρανίου. Το 1995, το τότε υπουργείο Βιομηχανίας, το οποίο ήταν αρμόδιο για την Ενέργεια, έλαβε την πρώτη συγκροτημένη και ολοκληρωμένη εργασία για το ζήτημα, η οποία αποδείκνυε τη δυνατότητα εξόρυξης μέχρι και 10.000 τόνων ουρανίου στη χώρα μας. Τα στοιχεία της μελέτης, που επικεντρωνόταν στα βεβαιωμένα κοιτάσματα της Βόρειας Ελλάδας, έδωσαν τη σκυτάλη στη συγκρότηση ενός πιλοτικού σχεδίου για την εκμετάλλευση του ελληνικού ουρανίου.
Το πιλοτικό σχέδιο, το οποίο χρηματοδοτήθηκε από το Α΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, ήταν εξαιρετικά ελπιδοφόρο, παρέχοντας ενθαρρυντικά στοιχεία για την ανακτησιμότητα του σπάνιου μεταλλεύματος στο Παρανέστι της Δράμας. Και αυτό διότι η εξόρυξη από το χώμα μπορούσε να γίνει πάρα πολύ εύκολα, κάτι που θα επέτρεπε στο ελληνικό ουράνιο να πωλείται σε ιδιαίτερα ανταγωνιστικές τιμές. Βάσει αυτών των αισιόδοξων προβλέψεων εκπονήθηκε ολόκληρη επιχειρησιακή, οικονομοτεχνική μελέτη. Ωστόσο, το 1999, το επιχειρησιακό σχέδιο, αλλά και η περαιτέρω προγραμματισθείσα έρευνα για ουράνιο σταμάτησαν για άγνωστους ως σήμερα λόγους. Εκτοτε τα σχέδια εκμετάλλευσης έχουν εγκαταλειφθεί, ανάμεσα στα οποία και οι προτάσεις των επιστημόνων για ανταλλαγή του ουρανίου με δωρεάν εισαγόμενη ενέργεια από το γειτονικό Κοζλοντούι. Επίσης, απούσα από όλη αυτή την ιστορία ήταν και η «ατμομηχανή» της ελληνικής ενέργειας, δηλαδή η ΔΕΗ.
Ενώ τη δεκαετία του 1990 το κόστος ανάκτησης του ελληνικού ουρανίου θεωρούντανιδιαιτέρως χαμηλό, σήμερα στην έκθεση του ΟΟΣΑ τοποθετείται αυστηρά και μόνο στην υψηλή κοστολογική κλίμακα, κυμαινόμενο στα 260 δολάρια ανά τόνο. Η εκτόξευση του κόστους αποτελεί δυσεξήγητο φαινόμενο, το οποίο δεν έχει απαντηθεί με ακρίβεια. Μία εξήγηση είναι ότι η πτώση του Τείχους του Βερολίνου είχε ρίξει τις διεθνείς τιμές του ουρανίου, καθώς οι πυρηνικές δυνάμεις απέσπασαν το σπάνιο μετάλλευμα από τα καταστραφέντα πυρηνικά όπλα. Αυτό αποτυπώνεται και στην εξέλιξη της τιμής του ουρανίου. Εκείνη την περίοδο η τιμή ανά λίβρα έπεσε από τα 33 στα 13 δολάρια, για να «καθήσει» στα 8,5. Αντίθετα, σήμερα, λόγω της εκτεταμένης ζήτησης, έχει εκτοξευθεί καθώς ανήλθε στα 46,5 δολάρια ανά λίβρα, δηλαδή κάπου 120 ευρώ το κιλό, τιμή σχεδόν δέκα φορές υψηλότερη από την εποχή της πτώσης του Τείχους.
(από kala-nea.gr, newsmme.blogspot.com)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου