Προς το παρόν, η Ευρώπη απέφυγε το ενδεχόμενο μιας χρηματοπιστωτικής κατάρρευσης. Αλλά το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η τύχη της Ευρωζώνης παραμένουν σε εκκρεμότητα. Αν η Ευρώπη δεν βρει τρόπο να αναζωογονήσει την οικονομία της, είναι καταδικασμένη σε πολλά χρόνια ύφεσης και σε ατέλειωτες αμοιβαίες αντεγκλήσεις περί... του «ποιος τελικά θα έχει φταίξει για τον τορπιλισμό του ευρωπαϊκού σχεδίου».
Έχοντας υποστεί βαθύτερη ύφεση από τις ΗΠΑ κατά το 2009, η ευρωπαϊκή οικονομία κινείται φέτος με πολύ πιο αργούς ρυθμούς ανάπτυξης – αν δικαιολογείται ο όρος ανάπτυξη για την περίπτωση της ευρωπαϊκής οικονομίας. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ, ο ρυθμός ανάπτυξης της Ευρωζώνης θα φτάσει το 2010 μόλις το 1% και το 2011 μόλις το 1,5%, έναντι 3,1% και 2,6% αντίστοιχα για τις ΗΠΑ. Ακόμα και η Ιαπωνία που βουλιάζει σε βαθιά ύφεση από τη δεκαετία του 1990, αναμένεται να έχει υψηλότερο βαθμό ανάπτυξης από την Ευρώπη φέτος.
Τα ευρωπαϊκά περιθώρια ανάπτυξης περιορίζονται από τα προβλήματα του χρέους και τις επίμονες ανησυχίες για τη φερεγγυότητα της Ελλάδας και των άλλων κρατών μελών της Ε.Ε. τα οποία επιβαρύνονται με υψηλό δημόσιο χρέος. Με την έναρξη της απομόχλευσης του ιδιωτικού τομέα που παλεύει να βρει την ισορροπία του, η κατανάλωση και οι επενδύσεις κατέρρευσαν στην Ευρώπη, πιέζοντας προς τα κάτω την οικονομική παραγωγή. Και οι Ευρωπαίοι ηγέτες μέχρι στιγμής δεν έχουν προτείνει άλλη λύση σε ό,τι αφορά το πρόβλημα της ανάπτυξης πέρα από τη δημοσιονομική σύσφιξη.
Το αιτιολογικό τους είναι ότι η ανάπτυξη απαιτεί την εμπιστοσύνη των αγορών, που με τη σειρά της απαιτεί δημοσιονομική σύσφιξη. Ή όπως το έχει θέσει η Γερμανίδα καγκελάριος, Αγκέλα Μέρκελ, «δεν θα καταφέρουμε να πετύχουμε ανάπτυξη με το κόστος των υψηλών δημοσιονομικών ελλειμμάτων».
Αλλά η απόπειρα για εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών στο μέσο μιας κατάρρευσης στην εγχώρια ζήτηση επιδεινώνει τα πράγματα, δεν τα βελτιώνει. Η συρρίκνωση της οικονομίας καθιστά τα χρέη του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα λιγότερο βιώσιμα και δεν βοηθά σε τίποτα για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των αγορών. Στην πραγματικότητα θέτει σε κίνηση έναν φαύλο κύκλο. Όσο πιο περιορισμένες είναι οι αναπτυξιακές προοπτικές μιας χώρας, τόσο πιο μεγάλη δημοσιονομική διόρθωση και απομόχλευση χρειάζονται προκειμένου να πειστούν οι αγορές για τη φερεγγυότητα μιας οικονομίας. Αλλά όσο μεγαλύτερη είναι η δημοσιονομική προσαρμογή και η απομόχλευση του ιδιωτικού τομέα, τόσο χειροτερεύουν οι αναπτυξιακές προοπτικές. Ο καλύτερος τρόπος να απαλλαγείς από το χρέος (με την εξαίρεση μιας στάσης πληρωμών) είναι να πετύχεις υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης από τους ρυθμούς αύξησης του χρέους.
Δημοσίευση ανάρτησης
Επομένως αυτό που χρειάζεται η Ευρώπη είναι μια στρατηγική ανάπτυξης ικανή να δώσει αποτελέσματα βραχυπρόθεσμα, προκειμένου να συμπληρώσει τα πακέτα οικονομικής στήριξης και τα σχέδια δημοσιονομικής σταθεροποίησης. Στην εφαρμογή αυτής της στρατηγικής όμως υπάρχει ένα μεγάλο εμπόδιο και αυτό είναι η μεγαλύτερη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η φερόμενη ως ηγέτης της: η Γερμανία.
Η Γερμανία έχει ισχυρή δημοσιονομική θέση και μεγάλο εμπορικό πλεόνασμα, όμως απορρίπτει τις εκκλήσεις για περαιτέρω ενίσχυση της εσωτερικής της ζήτησης. Για την αντιμετώπιση της κρίσης, το Βερολίνο ναι μεν έχει εφαρμόσει επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, χωρίς όμως ποτέ να φτάσει στο επίπεδο των ΗΠΑ. Το διαρθρωτικό δημοσιονομικό έλλειμμα της Γερμανίας αυξήθηκε κατά 3,8 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ από το 2007, έναντι 6,1% των ΗΠΑ.
Το παράλογο προκύπτει από το ότι η Γερμανία έχει μεγάλο πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών. Το 2010 το γερμανικό εμπορικό πλεόνασμα ήταν της τάξης του 5,5% του ΑΕΠ, χωρίς να υπολείπεται πολύ της πρώτης κατά σειρά Κίνας, η οποία έχει εμπορικό πλεόνασμα 6,2%. Επομένως η Γερμανία θα έπρεπε να ευχαριστεί τις ελλειμματικές χώρες όπως είναι οι ΗΠΑ, ή η Ισπανία και η Ελλάδα στην Ευρώπη, γιατί στηρίζουν τις επιχειρήσεις της και τη βοηθούν ώστε μην αυξηθεί περαιτέρω το ποσοστό ανεργίας της. Ως πλούσια οικονομία που υποτίθεται ότι θα έπρεπε να συμβάλλει στην παγκόσμια οικονομική σταθερότητα, η Γερμανία, όχι μόνο δεν κάνει αυτά που της αναλογούν, αλλά αναπτύσσεται σε βάρος των οικονομιών των άλλων χωρών.
Και είναι οι εταίροι της Γερμανίας στην Ευρωζώνη, ιδίως οι έντονα πληγείσες Ελλάδα και Ισπανία, που πληρώνουν το κόστος. Το συνολικό εμπορικό έλλειμμα των δύο αυτών χωρών φτάνει περίπου στο ύψος του γερμανικού εμπορικού πλεονάσματος. (Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών του συνόλου της Ευρωζώνης με το υπόλοιπο του κόσμου είναι ισορροπημένο).
Η παραδοσιακή θεραπεία για τις χώρες που αντιμετωπίζουν κρίσεις σαν κι αυτές που μαστίζουν σήμερα την Ισπανία, την Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Ιρλανδία είναι ο συνδυασμός της δημοσιονομικής σύσφιξης με την υποτίμηση του νομίσματος. Η νομισματική υποτίμηση αυξάνει άμεσα την ανταγωνιστικότητα, βελτιώνει το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και περιορίζει την κάμψη της παραγωγής και την αύξηση της ανεργίας που κατά κανόνα συνοδεύουν κάθε δημοσιονομική περικοπή.
Ωστόσο η συμμετοχή στο ευρώ αποστερεί τις συγκεκριμένες χώρες από το πανίσχυρο αυτό εργαλείο, και η υποτίμηση του ίδιου του ευρώ ελάχιστα τις βοηθά, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του εμπορίου τους (γύρω στο 50%) γίνεται με τη Γερμανία και τα άλλα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης.
Και υπάρχουν ελάχιστα εργαλεία που τους απομένουν. Έχουμε τη συνήθη έκκληση των διεθνών οργανισμών και μέρους των οικονομολόγων για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, που στο εν λόγω πλαίσιο κατά βάση σημαίνουν διευκόλυνση των απολύσεων από πλευράς επιχειρήσεων. Όποια κι αν είναι όμως τα μακροπρόθεσμα οφέλη των συγκεκριμένων μεταρρυθμίσεων, είναι δύσκολο να δούμε σε τι μπορούν να βοηθήσουν άμεσα. Ο περιορισμός του κόστους των απολύσεων δεν αυξάνει τη ζήτηση για εργασία όταν κανείς δεν θέλει να προσλάβει νέους εργαζόμενους.
Πέρα από την αποχώρησή τους από την Ευρωζώνη, η μόνη πραγματική επιλογή για την Ελλάδα, την Ισπανία και τους άλλους ‘αδύναμους κρίκους’ είναι η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς τους μέσω μιας δραστικής περιστολής των ονομαστικών μισθών και των τιμών για τις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας και τις άλλες υπηρεσίες. Αυτό όμως είναι ένα πολύ δύσκολο έργο ακόμα και κάτω από τις πιο ευνοϊκές συνθήκες. Η δε πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τάπεζας που διατηρεί τον πληθωρισμό στόχο στα χαμηλά του 2% το καθιστά σχεδόν αδύνατον γιατί απαιτεί καθοδική προσαρμογή των μισθών και των τιμών κατά 10% και πλέον.
Έτσι η άρνηση της Γερμανίας για ενίσχυση της εσωτερικής της ζήτησης και για περιστολή του εμπορικού της πλεονάσματος, σε συνδυασμό με την επιμονή της σε συντηρητικό πληθωρισμό στόχο από την ΕΚΤ, περιορίζει δραστικά τις προοπτικές ευημερίας και ενότητας της Ευρώπης. Σχεδόν εγγυάται ότι η Ελλάδα, η Ισπανία και οι άλλες χώρες με μεγάλα ιδιωτικά και δημόσια ελλείμματα είναι καταδικασμένες σε πολυετή οικονομική ύφεση και υψηλή ανεργία. Και κάποια στιγμή οι χώρες αυτές μπορεί να αποφασίσουν ότι είναι προτιμότερο να καταλήξουν σε στάση πληρωμών παρά να υφίστανται αυτό το δυσβάστακτο κόστος.
Η γερμανική πολιτική ηγεσία μπορεί να νιώθει καλά εξαπολύοντας διδάγματα για σπατάλη ενάντια στις άλλες κυβερνήσεις. Και είναι αλήθεια ότι ορισμένες κυβερνήσεις, όπως η ελληνική, είχαν πολύ μεγάλα ελλείμματα ακόμα και στους καλούς καιρούς της ανάπτυξης και πως αυτό έθεσε σε κίνδυνο το μέλλον τους. Αλλά τι γίνεται με την Ισπανία και την Ιρλανδία όπου οι δανειζόμενοι δεν ήταν οι κυβερνήσεις αλλά ο ιδιωτικός τομέας; Αν οι Ισπανοί και οι Ιρλανδοί δανείστηκαν υπερβολικά, δεν συνεπάγεται ότι και οι Γερμανοί δάνεισαν υπερβολικά;
Αν η Γερμανία θέλει από την υπόλοιπη Ευρώπη να καταπιεί το πικρό χάπι της δημοσιονομικής προσαρμογής, θα πρέπει κι η ίδια να αναγνωρίσει την άλλη ... πλευρά του νομίσματος. Θα πρέπει αφενός να δεσμευτεί στην ενίσχυση της εσωτερικής της κατανάλωσης και στον περιορισμό του εμπορικού της ελλείμματος, και αφετέρου να αποδεχτεί μια αύξηση του πληθωρισμού στόχου της ΕΚΤ. Όσο πιο σύντομα εκπληρώσει τη δική της πλευρά της συναλλαγής η Γερμανία, τόσο πιο καλά θα είναι για όλους.
(από sofokleous10)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου