Του Γρηγόρη Λάσκαρη.
Όποιον
και να ρωτήσετε, επιστήµονα, δηµόσιο λειτουργό ή ακόµα και τον γείτονά
σας, θα σας διαβεβαιώσει ότι το αλάτι προκαλεί υπέρταση και είναι
καταστρεπτικό για την...
υγεία. Το 1976 είχε χαρακτηρισθεί από τον επιφανή διατροφολόγο και Πρόεδρο του Πανεπιστηµίου του Tufts, Jean Mayer, ως «το πιο επικίνδυνο πρόσθετο τροφίµων στον κόσµο». Η οµοψυχία στην καταδίκη του αλατιού είναι τόσο καθολική, που κάποιος αποκοµίζει την εντύπωση ότι, βασίζεται σε ατράνταχτα επιστηµονικά στοιχεία, τα οποία, µάλιστα, βρίσκονται σε αφθονία: αν εισάγει στη βάση δεδοµένων PubMed τους όρους αναζήτησης «salt» και «hypertension», θα βρεθεί αντιµέτωπος µε 12.857 επιστηµονικά άρθρα. Διαβάζοντας, όµως, την περίληψη και µόνο κάποιων απ’ αυτά, θα αντιληφθεί ότι, το θέµα της επίδρασης του αλατιού στην υγεία δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο και αποτελεί µία από τις µεγαλύτερες διαµάχες στην ιστορία της επιστήµης. Οι -κύριοι- λόγοι της «καταδίκης» του αλατιού είναι αφενός η συσχέτιση του νατρίου µε την αύξηση της αρτηριακής πίεσης, αφετέρου η πολύ µεγάλη κατανάλωση αλατιού στις σύγχρονες κοινωνίες, µε τα πολλά επεξεργασία τρύφαγα- ο µέσος πολίτης λαµβάνει περίπου 10 γραµµάρια αλατιού ηµερησίως. Η απλοϊκή αντίληψη που επικρατεί, είναι ότι το αλάτι προκαλεί κατακράτηση νερού, διεγείροντας το κέντρο της δίψας-, µε αποτέλεσµα την αύξηση του όγκου του αίµατος και της αρτηριακής πίεσης, η οποία µε τη σειρά της είναι αποδεδειγµένος παράγων πρόκλησης εγκεφαλικού, καρδιαγγειακής νόσου, νεφρικής βλάβης και µύριων άλλων δεινών. Αυτό που δεν είναι γνωστό, είναι ότι ο οργανισµός των υγειών ανθρώπων διαθέτει το πολυπλοκότερο και αποτελεσµατικότερο σύστηµα αποµάκρυνσης του αλατιού, που υπάρχει στη βιόσφαιρα. Η κατάσταση αυτή, φυσικά, δεν ισχύει για τους υπερτασικούς ασθενείς, στους οποίους το νεφρικό σύστηµα αποβολής νατρίου είναι διαταραγµένο και αδυνατεί να διαχειριστεί αποτελεσµατικά το αυξηµένο φορτίο διατροφικού αλατιού. Αυτό ωστόσο δεν σηµαίνει ότι, το αλάτι ήταν αυτό που τους κατέστησε υπερτασικούς.
υγεία. Το 1976 είχε χαρακτηρισθεί από τον επιφανή διατροφολόγο και Πρόεδρο του Πανεπιστηµίου του Tufts, Jean Mayer, ως «το πιο επικίνδυνο πρόσθετο τροφίµων στον κόσµο». Η οµοψυχία στην καταδίκη του αλατιού είναι τόσο καθολική, που κάποιος αποκοµίζει την εντύπωση ότι, βασίζεται σε ατράνταχτα επιστηµονικά στοιχεία, τα οποία, µάλιστα, βρίσκονται σε αφθονία: αν εισάγει στη βάση δεδοµένων PubMed τους όρους αναζήτησης «salt» και «hypertension», θα βρεθεί αντιµέτωπος µε 12.857 επιστηµονικά άρθρα. Διαβάζοντας, όµως, την περίληψη και µόνο κάποιων απ’ αυτά, θα αντιληφθεί ότι, το θέµα της επίδρασης του αλατιού στην υγεία δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο και αποτελεί µία από τις µεγαλύτερες διαµάχες στην ιστορία της επιστήµης. Οι -κύριοι- λόγοι της «καταδίκης» του αλατιού είναι αφενός η συσχέτιση του νατρίου µε την αύξηση της αρτηριακής πίεσης, αφετέρου η πολύ µεγάλη κατανάλωση αλατιού στις σύγχρονες κοινωνίες, µε τα πολλά επεξεργασία τρύφαγα- ο µέσος πολίτης λαµβάνει περίπου 10 γραµµάρια αλατιού ηµερησίως. Η απλοϊκή αντίληψη που επικρατεί, είναι ότι το αλάτι προκαλεί κατακράτηση νερού, διεγείροντας το κέντρο της δίψας-, µε αποτέλεσµα την αύξηση του όγκου του αίµατος και της αρτηριακής πίεσης, η οποία µε τη σειρά της είναι αποδεδειγµένος παράγων πρόκλησης εγκεφαλικού, καρδιαγγειακής νόσου, νεφρικής βλάβης και µύριων άλλων δεινών. Αυτό που δεν είναι γνωστό, είναι ότι ο οργανισµός των υγειών ανθρώπων διαθέτει το πολυπλοκότερο και αποτελεσµατικότερο σύστηµα αποµάκρυνσης του αλατιού, που υπάρχει στη βιόσφαιρα. Η κατάσταση αυτή, φυσικά, δεν ισχύει για τους υπερτασικούς ασθενείς, στους οποίους το νεφρικό σύστηµα αποβολής νατρίου είναι διαταραγµένο και αδυνατεί να διαχειριστεί αποτελεσµατικά το αυξηµένο φορτίο διατροφικού αλατιού. Αυτό ωστόσο δεν σηµαίνει ότι, το αλάτι ήταν αυτό που τους κατέστησε υπερτασικούς.
Η εποχή της επιδηµιολογίας
Η
δαιµονοποίηση του αλατιού ξεκίνησε τη δεκαετία του 1940, όταν ο
καθηγητής του Duke University, ο Wallace Kempner, απέδειξε ότι, µπορούσε
να κρατά υπό έλεγχο την πίεση των υπερτασικών ασθενών του, υποβάλλοντάς
τους σε δίαιτα χαµηλής περιεκτικότητας σε αλάτι, αποτελούµενη από ρύζι
και ροδάκινα. Πιθανώς, η επιτυχία της συγκεκριµένης δίαιτας να οφειλόταν
στην υψηλή περιεκτικότητά της σε κάλιο, όµως, για χρόνια η δίαιτα
Kempner ήταν η µοναδική µη-χειρουργική µέθοδος αντιµετώπισης της
υπέρτασης, που διέθεταν οι γιατροί, γεγονός που παγίωσε την θεώρηση του
αλατιού, ως απειλή για την υγεία. Λίγες δεκαετίες αργότερα, το 1972, ο
Lewis Dahl δήλωσε ότι, όταν ο περιορισµός του αλατιού δεν επιφέρει το
αναµενόµενο αντιυπερτασικό αποτέλεσµα, αποδεικνύεται πως, ο ασθενής
τρώει κρυφά αλάτι! Η
υπόθεση της σύνδεσης του αλατιού µε την υπέρταση ενισχύθηκε από
επιδηµιολογικές έρευνες, όπου οι ερευνητές συνέκριναν την πρόσληψη
αλατιού διάφορων ιθαγενών φυλών -όπως των Ινδιάνων Yanomamo του
Αµαζονίου- που δεν εµφάνιζαν αρτηριακή υπέρταση ή καρδιαγγειακά
προβλήµατα, µε αυτή των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών. Η αξιοπιστία
τέτοιου είδους µελετών είναι µηδενική, επειδή είναι σχεδόν αδύνατον να
ελεγχθούν για άλλους αστάθµητους παράγοντες (confounders), που
επηρεάζουν το τελικό αποτέλεσµα. Για παράδειγµα, οι πληθυσµοί που
καταναλώνουν λιγότερο αλάτι, καταναλώνουν και λιγότερες θερµίδες,
λιγότερα λιπαρά, τρώνε περισσότερα φρούτα και λαχανικά, διατηρούν
υψηλότερο επίπεδο σωµατικής δραστηριότητας, πίνουν λιγότερο αλκοόλ, ζουν
σε λιγότερο µολυσµένο περιβάλλον κ.λπ., γεγονότα που επηρεάζουν
καθοριστικά τις σωµατικές τους λειτουργίες και την επίδραση των οποίων
στο τελικό αποτέλεσµα αδυνατούµε να µετρήσουµε. Με την ίδια ευκολία θα
µπορούσαµε να ισχυριστούµε, ότι ο χαµηλότερος µέσος όρος ζωής των
ιθαγενών οφείλεται στο ότι δεν καταναλώνουν πολύ αλάτι ή στο ότι τρώνε
πολλά φρούτα! Η πρώτη σοβαρή επιδηµιολογική µελέτη επί του θέµατος έγινε
το 1984, από επιστήµονες του Ninewells Hospital and Medical School του
Dundee της Σκοτίας, στην οποία µετρήθηκε η ποσότητα άλατος που λάµβανε
αντιπροσωπευτικό δείγµα 7.354 Σκοτσέζων και συσχετίσθηκε µε την τιµή της
αρτηριακής τους πίεσης. Τα αποτελέσµατα δηµοσιεύθηκαν το 1988 στη
British Medical Journal και έδειξαν ότι, η επίδραση της κατανάλωσης
αλατιού στην αρτηριακή πίεση είναι µηδαµινή («extremely weak», σύµφωνα
µε την ακριβή διατύπωση). Και ενώ κάθε αντικειµενικός παρατηρητής θα
ανέµενε η επιστηµονική κοινότητα να προβληµατιστεί από αυτά τα ευρήµατα,
συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Ο συµβουλευτικός οργανισµός σε θέµατα
υπέρτασης των ΗΠΑ, National High Blood Pressure Education Program
(NHBPEP), πρότεινε καθολική µείωση της διαιτητικής πρόσληψης αλατιού.
Δέκα χρόνια αργότερα, οι Σκοτσέζοι επιστήµονες δηµοσίευσαν µία µελέτη
παρακολούθησης (follow-up study) των συµµετεχόντων στην αρχική µελέτη
και ανακοίνωσαν ότι τα στοιχεία συνέχιζαν να δείχνουν την ανυπαρξία
σύνδεσης κατανάλωσης αλατιού και καρδιαγγειακών συµβαµάτων ή θανάτου,
αλλά και πάλι δεν ευαισθητοποιήθηκε κανείς!
Το αλάτι δεν βλάπτει τους υγιείς
Στις
αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν έκανε την εµφάνισή του το στατιστικό
κλινικό εργαλείο της µετα-ανάλυσης, µιας µεθόδου που βασίζεται στη
συνένωση των αποτελεσµάτων πολλών µικρών κλινικών δοκιµών, ώστε το
τελικό αποτέλεσµα να αναλογεί σε µεγαλύτερο δείγµα ανθρώπων και να
αποκτά στατιστική ισχύ, εφαρµόστηκε µε επιτυχία στην περίπτωση της
συσχέτισης αλατιού και πίεσης. Έτσι, το 1998 δηµοσιεύτηκε από το
Πανεπιστήµιο της Κοπεγχάγης η µεγαλύτερη σχετική µετα-ανάλυση, η οποία
συνένωσε τα αποτελέσµατα 114 τυχαιοποιηµένων κλινικών δοκιµών, εκ των
οποίων οι 58 αφορούσαν υπερτασικούς και οι 56 υγιείς ανθρώπους. Τα
αποτελέσµατα, απογοήτευσαν µάλλον όσους πίστευαν στην βλαπτικότητα του
αλατιού. Βρέθηκε ότι, η περικοπή του αλατιού θα µπορούσε να προσφέρει
κάποιο «µετρήσιµο» όφελος στους µη-υπερτασικούς, µόνο αν ήταν «ακραία»,
κάτι που, σύµφωνα µε τους Δανούς επιστήµονες, θα µπορούσε παράλληλα να
αυξήσει άλλους προδιαθεσικούς παράγοντες για καρδιαγγειακή νόσο, όπως
την LDL χοληστερόλη. Η τελική απάντηση δόθηκε από τον εγκυρότερο
ανεξάρτητο οργανισµό αποτίµησης προληπτικών και θεραπευτικών
παρεµβάσεων, τον Cochrane Collaboration. Ο οργανισµός εστίασε την
προσοχή του, όχι µόνο στην αύξηση της πίεσης, η οποία από µόνη της δεν
αποτελεί τίποτα άλλο παρά ένα προδιαθεσικό παράγοντα, αλλά στο αν το
αλάτι αυξάνει την πιθανότητα θανάτου ή εµφράγµατος. Αφού ανασκόπησε κάθε
τυχαιοποιηµένη κλινική µελέτη διάρκειας άνω των 6 µηνών, κατέληξε ότι,
οι οδηγίες περί δραστικής µείωσης του αλατιού σε υγιείς ανθρώπους, δεν
είναι τεκµηριωµένες επιστηµονικώς, ενώ µία δίαιτα χαµηλής
περιεκτικότητας σε νάτριο, πιθανώς, να ευνοεί ακόµη και τους
υπερτασικούς! Περιέργως, όταν το 1998 η µελέτη NHANES I, το 2006 η
NHANES IΙ και το 2008 η NHANES III έδειξαν ότι, η χαµηλή διαιτητική
πρόσληψη αλατιού, πιθανώς να σχετίζεται µε αυξηµένη συνολική θνητότητα
και µε αυξηµένο αριθµό εµφραγµάτων, οι δηµόσιοι λειτουργοί των υπηρεσιών
πρόληψης επέλεξαν να το αγνοήσουν επιδεικτικά, προκαλώντας εύλογες
απορίες…
Aν δεν φταίει το αλάτι, τότε ποιος φταίει;
Ακόµη
δεν έχει απαντηθεί τι είναι αυτό που αποδιοργανώνει το σύστηµα
ανίχνευσης και ρύθµισης της συγκέντρωσης νατρίου, που βρίσκεται στα
νεφρά. Η επιδηµία υπέρτασης που πλήττει τις δυτικού τύπου κοινωνίες
µένει λοιπόν να εξηγηθεί. Την απάντηση, ίσως έχει ο Richard Johnson. Σε
µία συγκλονιστική δηµοσίευσή του στο Journal of Hypertension, ο
Καθηγητής Νεφρολογίας του Πανεπιστηµίου της Φλόριντα, απενοχοποιεί το
αλάτι και υποδεικνύει ως κύριο υπεύθυνο τη µεγάλη ποσότητα φρουκτόζης,
που καταναλώνει ο σύγχρονος άνθρωπος. Η φρουκτόζη, όταν εισέλθει στα
κύτταρα, προκαλεί αυξηµένη βιοσύνθεση ουρικού οξέος, το οποίο
ενεργοποιεί το σύστηµα ρενίνης-αγγειοτενσίνης µε αποτέλεσµα την πρόκληση
αγγειοσύσπασης και υπέρτασης. Αν όσα ισχυρίζεται ο Johnson είναι
αληθινά, τότε η επιστηµονική κοινότητα έχει παρασυρθεί επί δεκαετίες στη
δίνη µιας τελείως αβάσιµης διαµάχης…
(από lifepositive, press-gr)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου