Για μία φιλόδοξη, αλλά και εξαιρετικά αμφίβολη ως προς την υλοποίησή της πολιτική δέσμευση κάνει λόγο σε πρόσφατη έκθεσή της η Nomura International με αφορμή το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων ύψους 50 δισ. ευρώ που έχει εξαγγείλει η ελληνική κυβέρνηση.
Η Nomura υπογραμμίζει ότι η εμπειρία από το βαθμό επιτυχίας ανάλογων εγχειρημάτων στο παρελθόν δεν αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας, αν και είναι πολύ νωρίς για να κριθεί η προοπτική της...
νέας αυτής προσπάθειας της Ελλάδας, η οποία θα μπορούσε πράγματι να μειώσει αισθητά το χρέος και να προσδώσει δυναμική για νέες επενδύσεις και ανάπτυξη.
Το μέγεθος του δημοσίου τομέα στην Ελλάδα δείχνει ότι υπάρχουν πολλά περιθώρια, καθώς η κυβέρνηση κατέχει άμεση ή έμμεση συμμετοχή σε περίπου 94 επιχειρήσεις στους κλάδους της βιομηχανίας, των μεταφορών, των υποδομών, των τυχερών παιχνιδιών, των τραπεζών και του τουρισμού. Το 2010, αναφέρει η Nomura, ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) εκτιμούσε την αξία αυτών των συμμετοχών σε 44 δισ. ευρώ (19% του ΑΕΠ), εκ των οποίων 8 δισ. ευρώ σε μετοχικές συμμετοχές.
νέας αυτής προσπάθειας της Ελλάδας, η οποία θα μπορούσε πράγματι να μειώσει αισθητά το χρέος και να προσδώσει δυναμική για νέες επενδύσεις και ανάπτυξη.
Το μέγεθος του δημοσίου τομέα στην Ελλάδα δείχνει ότι υπάρχουν πολλά περιθώρια, καθώς η κυβέρνηση κατέχει άμεση ή έμμεση συμμετοχή σε περίπου 94 επιχειρήσεις στους κλάδους της βιομηχανίας, των μεταφορών, των υποδομών, των τυχερών παιχνιδιών, των τραπεζών και του τουρισμού. Το 2010, αναφέρει η Nomura, ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) εκτιμούσε την αξία αυτών των συμμετοχών σε 44 δισ. ευρώ (19% του ΑΕΠ), εκ των οποίων 8 δισ. ευρώ σε μετοχικές συμμετοχές.
"Ο βαθμός και η φύση της παρέμβασης του ελληνικού κράτους στην οικονομία σήμερα (...) παρακωλύει την επιχειρηματικότητα και γεννά διαφθορά".
Πρόσφατα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εμφανίστηκε πολύ πιο αισιόδοξο, «ανεβάζοντας» την αξία των συμμετοχών και των περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου στο 85% του ΑΕΠ της χώρας.
Ωστόσο, επισημαίνει η έκθεση, το μεγαλύτεροι πάγιο του ελληνικού δημοσίου είναι η ακίνητη περιουσία. «Δυστυχώς, και αυτό προκαλεί έκπληξη για μία ανεπτυγμένη οικονομία, η Ελλάδα δεν διαθέτει πλήρη κατάλογο των ακινήτων του Δημοσίου κι έτσι είναι δύσκολο να υπολογιστεί με ακρίβεια η αξία αυτού του χαρτοφυλακίου» σχολιάζει η Nomura. Μόνο κατά προσέγγιση, η αξία τους υπολογίζεται κοντά στα 200-300 δισεκατομμύρια ευρώ.
Μία σύγκριση με ανάλογα προγράμματα ιδιωτικοποιήσεων του παρελθόντος σε διάφορες χώρες αποκαλύπτει ξεκάθαρα πόσο φιλόδοξος είναι ο στόχος. Έως το 2015 η Ελλάδα στοχεύει να εισπράξει 15 δισ. ευρώ, 14% περισσότερα από τα τέλη του 1990, πριν η χώρα προσχωρήσει στο ευρώ και πολύ περισσότερα από όσα κατάφεραν να εισπράξουν από αντίστοιχα προγράμματα άλλες ευρωπαϊκές χώρες στη διάρκεια των τελευταίων 15 ετών.
Υπάρχει ωστόσο μεγάλη προοπτική για νέες επενδύσεις και ανάπτυξη από το εν λόγω πρόγραμμα, η αξία του οποίου έγκειται στο ότι θα μπορούσε να γίνει «όχημα» για σοβαρές μεταρρυθμίσεις στη δομή της ελληνικής οικονομίας. Η «στροφή» προς την ιδιωτική ιδιοκτησία θα μπορούσε να ενισχύσει τον ανταγωνισμό (π.χ. στον κλάδο της ενέργειας), να προωθήσει μια πιο αποτελεσματική χρήση των διαθέσιμων πόρων μέσα από τη μείωση της ανάμιξης του Δημοσίου στην οικονομία (π.χ. στα λειτουργικά ελλείμματα κρατικών επιχειρήσεων) και τελικά να οδηγήσει σε μεγαλύτερες επενδύσεις, κυρίως με τη μορφή Άμεσων Ξένων Επενδύσεων (π.χ. στον τουρισμό).
Μόνο όφελος μπορεί να προκύψει για τα οικονομικά του Δημοσίου, σημειώνει η Nomura, τόσο μέσα από την αύξηση των φορολογικών εσόδων λόγω νέων επενδύσεων, όσο και λόγω μείωσης των δαπανών.
Σε θεσμικό επίπεδο, το πρόγραμμα θα μπορούσε να λειτουργήσει ως καταλύτης για τη δημιουργία ενός φιλικού για επενδύσεις περιβάλλοντος, που τόσο έχει ανάγκη η Ελλάδα. «Ο βαθμός και η φύση της παρέμβασης του ελληνικού κράτους στην οικονομία σήμερα, που χαρακτηρίζεται από ‘σφιχτά’ ρυθμισμένες εσωτερικές αγορές και περίπλοκες γραφειοκρατικές διαδικασίες, παρακωλύει την επιχειρηματικότητα και γεννά διαφθορά» αναφέρει χαρακτηριστικά η έκθεση.
Με βάση τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, ο κρατικός έλεγχος στις αγορές εμπορευμάτων είναι από τους υψηλότερους μεταξύ των χωρών-μελών του Οργανισμού, και σχετίζεται με τις χαμηλές επιδόσεις της χώρας συνολικά στο επίπεδο της απελευθέρωσης του εμπορίου και της διευκόλυνσης των επενδύσεων. Οι δομικές αλλαγές που έχει πραγματοποιήσει μέχρι σήμερα η Ελλάδα, μπορούν σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ να φέρουν τη χώρα στην 85η θέση του Δείκτη Επιχειρηματικότητας της Παγκόσμιας Τράπεζας, από την 109η όπου βρίσκεται τώρα. Μία μεγάλη βελτίωση, αλλά και πάλι με υστέρηση έναντι π.χ. της Πορτογαλίας (47η) ή ακόμα περισσότερο της Ιρλανδίας (9η).
Μία δραστική αλλαγή στο νομικό και επιχειρηματικό περιβάλλον στην Ελλάδα είναι προϋπόθεση και «εκ των ων ουκ άνευ» προκειμένου να είναι επιτυχής η υλοποίηση ενός τέτοιου προγράμματος αποκρατικοποιήσεων, και όχι αποτέλεσμα αυτού.
Τα έσοδα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την άμεση μείωση του ελληνικού δημοσίου χρέους, είτε μέσω επαναγοράς «ώριμων» ομολόγων (που τώρα διαπραγματεύονται με μεγάλα discounts) ή ακόμα και για την αποπληρωμή οφειλών του δημοσίου (π.χ. σε κατασκευαστικές εταιρείες).
Οι μέχρι στιγμής υπολογισμοί δείχνουν ότι το ελληνικό χρέος θα κορυφωθεί ελαφρά χαμηλότερα του 160% το 2013. Ακόμα και με μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 6%, το ποσοστό αυτό απλά θα περιοριστεί στο 130% το 2020. Η επιτυχής υλοποίηση του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων μπορεί να «ρίξει» το ελληνικό χρέος στο 130% έως το 2015, και αυτό χωρίς να συνυπολογίζεται η όποια θετική επίδραση στην ανάπτυξη.
Η ίδια η εφαρμογή ωστόσο του προγράμματος αποτελεί τον «άγνωστο Χ» της συνάρτησης, που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε «δίκοπο μαχαίρι»: η επιτυχία του μπορεί να δώσει μεγάλη ώθηση στην ελληνική οικονομία και στη δυναμική μείωσης του χρέους, ενδεχόμενη αποτυχία ωστόσο θα μπορούσε να πλήξει σοβαρά την αξιοπιστία της ελληνικής κυβέρνησης και συνολικά το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής.
«Η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι πρόκειται για ένα φιλόδοξο πρόγραμμα, που ενδεχομένως να οδηγήσει και σε κοινωνικές εντάσεις, όπως έχει ξανασυμβεί σε ορισμένες περιπτώσεις, οι αισιόδοξοι όμως ισχυρίζονται ότι το συγκεκριμένο πρόγραμμα είναι το «εισιτήριο» για την αποκατάσταση της αξιοπιστίας της Ελλάδας», σχολιάζει η Nomura. «Προς το παρόν αναμένουμε να πειστούμε».
Ωστόσο, επισημαίνει η έκθεση, το μεγαλύτεροι πάγιο του ελληνικού δημοσίου είναι η ακίνητη περιουσία. «Δυστυχώς, και αυτό προκαλεί έκπληξη για μία ανεπτυγμένη οικονομία, η Ελλάδα δεν διαθέτει πλήρη κατάλογο των ακινήτων του Δημοσίου κι έτσι είναι δύσκολο να υπολογιστεί με ακρίβεια η αξία αυτού του χαρτοφυλακίου» σχολιάζει η Nomura. Μόνο κατά προσέγγιση, η αξία τους υπολογίζεται κοντά στα 200-300 δισεκατομμύρια ευρώ.
Μία σύγκριση με ανάλογα προγράμματα ιδιωτικοποιήσεων του παρελθόντος σε διάφορες χώρες αποκαλύπτει ξεκάθαρα πόσο φιλόδοξος είναι ο στόχος. Έως το 2015 η Ελλάδα στοχεύει να εισπράξει 15 δισ. ευρώ, 14% περισσότερα από τα τέλη του 1990, πριν η χώρα προσχωρήσει στο ευρώ και πολύ περισσότερα από όσα κατάφεραν να εισπράξουν από αντίστοιχα προγράμματα άλλες ευρωπαϊκές χώρες στη διάρκεια των τελευταίων 15 ετών.
Υπάρχει ωστόσο μεγάλη προοπτική για νέες επενδύσεις και ανάπτυξη από το εν λόγω πρόγραμμα, η αξία του οποίου έγκειται στο ότι θα μπορούσε να γίνει «όχημα» για σοβαρές μεταρρυθμίσεις στη δομή της ελληνικής οικονομίας. Η «στροφή» προς την ιδιωτική ιδιοκτησία θα μπορούσε να ενισχύσει τον ανταγωνισμό (π.χ. στον κλάδο της ενέργειας), να προωθήσει μια πιο αποτελεσματική χρήση των διαθέσιμων πόρων μέσα από τη μείωση της ανάμιξης του Δημοσίου στην οικονομία (π.χ. στα λειτουργικά ελλείμματα κρατικών επιχειρήσεων) και τελικά να οδηγήσει σε μεγαλύτερες επενδύσεις, κυρίως με τη μορφή Άμεσων Ξένων Επενδύσεων (π.χ. στον τουρισμό).
Μόνο όφελος μπορεί να προκύψει για τα οικονομικά του Δημοσίου, σημειώνει η Nomura, τόσο μέσα από την αύξηση των φορολογικών εσόδων λόγω νέων επενδύσεων, όσο και λόγω μείωσης των δαπανών.
Σε θεσμικό επίπεδο, το πρόγραμμα θα μπορούσε να λειτουργήσει ως καταλύτης για τη δημιουργία ενός φιλικού για επενδύσεις περιβάλλοντος, που τόσο έχει ανάγκη η Ελλάδα. «Ο βαθμός και η φύση της παρέμβασης του ελληνικού κράτους στην οικονομία σήμερα, που χαρακτηρίζεται από ‘σφιχτά’ ρυθμισμένες εσωτερικές αγορές και περίπλοκες γραφειοκρατικές διαδικασίες, παρακωλύει την επιχειρηματικότητα και γεννά διαφθορά» αναφέρει χαρακτηριστικά η έκθεση.
Με βάση τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, ο κρατικός έλεγχος στις αγορές εμπορευμάτων είναι από τους υψηλότερους μεταξύ των χωρών-μελών του Οργανισμού, και σχετίζεται με τις χαμηλές επιδόσεις της χώρας συνολικά στο επίπεδο της απελευθέρωσης του εμπορίου και της διευκόλυνσης των επενδύσεων. Οι δομικές αλλαγές που έχει πραγματοποιήσει μέχρι σήμερα η Ελλάδα, μπορούν σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ να φέρουν τη χώρα στην 85η θέση του Δείκτη Επιχειρηματικότητας της Παγκόσμιας Τράπεζας, από την 109η όπου βρίσκεται τώρα. Μία μεγάλη βελτίωση, αλλά και πάλι με υστέρηση έναντι π.χ. της Πορτογαλίας (47η) ή ακόμα περισσότερο της Ιρλανδίας (9η).
Μία δραστική αλλαγή στο νομικό και επιχειρηματικό περιβάλλον στην Ελλάδα είναι προϋπόθεση και «εκ των ων ουκ άνευ» προκειμένου να είναι επιτυχής η υλοποίηση ενός τέτοιου προγράμματος αποκρατικοποιήσεων, και όχι αποτέλεσμα αυτού.
Τα έσοδα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την άμεση μείωση του ελληνικού δημοσίου χρέους, είτε μέσω επαναγοράς «ώριμων» ομολόγων (που τώρα διαπραγματεύονται με μεγάλα discounts) ή ακόμα και για την αποπληρωμή οφειλών του δημοσίου (π.χ. σε κατασκευαστικές εταιρείες).
Οι μέχρι στιγμής υπολογισμοί δείχνουν ότι το ελληνικό χρέος θα κορυφωθεί ελαφρά χαμηλότερα του 160% το 2013. Ακόμα και με μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 6%, το ποσοστό αυτό απλά θα περιοριστεί στο 130% το 2020. Η επιτυχής υλοποίηση του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων μπορεί να «ρίξει» το ελληνικό χρέος στο 130% έως το 2015, και αυτό χωρίς να συνυπολογίζεται η όποια θετική επίδραση στην ανάπτυξη.
Η ίδια η εφαρμογή ωστόσο του προγράμματος αποτελεί τον «άγνωστο Χ» της συνάρτησης, που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε «δίκοπο μαχαίρι»: η επιτυχία του μπορεί να δώσει μεγάλη ώθηση στην ελληνική οικονομία και στη δυναμική μείωσης του χρέους, ενδεχόμενη αποτυχία ωστόσο θα μπορούσε να πλήξει σοβαρά την αξιοπιστία της ελληνικής κυβέρνησης και συνολικά το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής.
«Η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι πρόκειται για ένα φιλόδοξο πρόγραμμα, που ενδεχομένως να οδηγήσει και σε κοινωνικές εντάσεις, όπως έχει ξανασυμβεί σε ορισμένες περιπτώσεις, οι αισιόδοξοι όμως ισχυρίζονται ότι το συγκεκριμένο πρόγραμμα είναι το «εισιτήριο» για την αποκατάσταση της αξιοπιστίας της Ελλάδας», σχολιάζει η Nomura. «Προς το παρόν αναμένουμε να πειστούμε».
(από capital)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου