Το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο της Αποκριάς αποτελούν βέβαια οι μεταμφιέσεις, που συνεχίζονται σε μεγάλο βαθμό ως σήμερα. Στο Σοχό οι μεταμφιέσεις, στα Καρναβάλια, είναι ντυμένοι με τομάρια από μαύρους τράγους και ζωσμένοι μεγάλα κουδούνια. Στη Νάουσα πρωταγωνιστούν οι Μπούλες, άντρες ντυμένοι γυναικεία, και οι Γενίτσαροι, με φουστανέλες και ιδιόμορφη μάσκα, που γυρίζουν παρέες παρέες τους...
δρόμους και τις πλατείες χορεύοντας με ειδικό τυπικό τρόπο. Στη Σκύρο, το γραφικό αιγαιοπελαγίτικο νησί με τόσο αξιόλογο και ιδιότυπο λαϊκό πολιτισμό, παίρνει επίσης τη δική του μορφή. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το έθιμο του «βρασμένου αυγού», που γίνονταν την ημέρα αυτή όχι μόνο στα χωριά της Αλμωπίας αλλά και σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Η γιαγιά κάθε οικογένειας μάζευε γύρω της τα εγγόνια, ξεφλούδιζε έπειτα ένα βρασμένο αυγό και το έδενε με μια κλωστή στην άκρη ενός πλάστη. Στη συνέχεια το ακουμπούσε διαδοχικά στα στόματα των εγγονιών, τα οποία είχαν τα χέρια τους πίσω στην πλάτη. Όποιο εγγόνι κατόρθωνε να πιάσει με το στόμα του το αυγό, εκείνο το έτρωγε. Σκοπός του εθίμου αυτού ήταν να «κλείσουν τα στόματα» για τη Σαρακοστή τα οποία ξανάνοιγαν τη Λαμπρή. Στο ίδιο παιδί η γιαγιά έδινε χαλβά ή λεφτά για να αγοράσει καραμέλες. Έτσι άρχιζε η Σαρακοστή.
δρόμους και τις πλατείες χορεύοντας με ειδικό τυπικό τρόπο. Στη Σκύρο, το γραφικό αιγαιοπελαγίτικο νησί με τόσο αξιόλογο και ιδιότυπο λαϊκό πολιτισμό, παίρνει επίσης τη δική του μορφή. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το έθιμο του «βρασμένου αυγού», που γίνονταν την ημέρα αυτή όχι μόνο στα χωριά της Αλμωπίας αλλά και σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Η γιαγιά κάθε οικογένειας μάζευε γύρω της τα εγγόνια, ξεφλούδιζε έπειτα ένα βρασμένο αυγό και το έδενε με μια κλωστή στην άκρη ενός πλάστη. Στη συνέχεια το ακουμπούσε διαδοχικά στα στόματα των εγγονιών, τα οποία είχαν τα χέρια τους πίσω στην πλάτη. Όποιο εγγόνι κατόρθωνε να πιάσει με το στόμα του το αυγό, εκείνο το έτρωγε. Σκοπός του εθίμου αυτού ήταν να «κλείσουν τα στόματα» για τη Σαρακοστή τα οποία ξανάνοιγαν τη Λαμπρή. Στο ίδιο παιδί η γιαγιά έδινε χαλβά ή λεφτά για να αγοράσει καραμέλες. Έτσι άρχιζε η Σαρακοστή.
Η τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, δηλαδή η Κυριακή της Τυροφάγου, είναι συνδεδεμένη και με διάφορες προλήψεις όπως ότι κατά τη διάρκειά της δεν πρέπει κανείς να λούζει τα μαλλιά του, γιατί θα ασπρίσουν ή ότι δεν πρέπει κανείς να παντρεύεται γιατί το ζευγάρι δεν θα περάσει καλά.
Ιδιαίτερη θέση στην αποκριάτικη περίοδο έχει η Πέμπτη της Κρεατινής εβδομάδας, η λεγόμενη Τσικνοπέμπτη, γιατί την ημέρα αυτή όλα τα σπίτια ψήνουν κρέας ενώ παλιότερα έλιωναν το λίπος από τα χοιρινά και η τσίκνα ήταν διάχυτη παντού.
Την «Κυριακή της Απόκρεω» στο νομό Πέλλας, οι νοικοκυρές έσφαζαν έναν πετεινό, τον οποίο μαγείρευαν με ρύζι και έπειτα έτρωγε όλη η οικογένεια. Την ίδια ημέρα έφτιαχναν πίτα μόνο με φύλλα. Έπειτα άρχιζε η νηστεία «από κρέας». Κρέας έτρωγαν ξανά την ημέρα του Πάσχα.
Η εβδομάδα μετά την Κυριακή της Αποκριάς μέχρι την «Κυριακή της Τυροφάγου» λεγόταν «άσπρη εβδομάδα», γιατί υπήρχε η συνήθεια να τρώνε γαλακτοκομικά προϊόντα και αυγά. Οι γυναίκες δεν λούζονταν τη βδομάδα αυτή, για να μην ασπρίσουν τα μαλλιά τους, όπως χαρακτηριστικά έλεγαν.
Την Κυριακή της Τυροφάγου έβγαζαν όργανα στην πλατεία του χωριού και ο κόσμος χόρευε και διασκέδαζε. Πολλοί μασκαρεμένοι γύριζαν από σπίτι σε σπίτι, όπου οι νοικοκυρές τους έδιναν κάποιο συμβολικό ποσό. Τα παλιά χρόνια οι στολές τους δεν ήταν αγοραστές και βασίζονταν στη φαντασία όσων τις φορούσαν και τις έραβαν και αποτελούνταν από παλιά κομμένα ρούχα.
Το βράδυ της Κυριακής της Τυρινής γίνονταν και το έθιμο της «συγχώρεσης». Οι κάτοικοι των χωριών επισκέπτονταν τους γονείς τους, τα πεθερικά τους, τους παππούδες, τους κουμπάρους τους και αφού τους φιλούσαν το χέρι, ζητούσαν «συγχώρεση». Στα παιδιά που πήγαιναν επίσκεψη οι συγγενείς έδιναν λεφτά.
Ψυχοσάββατα Αποκριών
Τα Σάββατα της δεύτερης και τρίτης εβδομάδας του τριωδίου, καθώς και το Σάββατο της πρώτης εβδομάδας της Σαρακοστής τα Ψυχοσάββατα, γίνονται οι συνηθισμένες προσφορές κολλύβων για τους νεκρούς, προσφέρονται επίσης πρόσφορα και ψυχούδια (μικρά αρτίδια).
Τα Ψυχοσάββατα δεν λούζονταν, ούτε σκούπιζαν για να μην ενοχλούν τους νεκρούς.
Συνύπαρξη ζωής και θανάτου
Σύμφωνα με τις παγανιστικές αντιλήψεις οι ψυχές των νεκρών έπρεπε να εξευμενισθούν, για να δώσουν καρπό στη γη και να επιτρέψουν το ξεφάντωμα στους ζωντανούς.
Στις αρχές περίπου του Μάρτη, που εμείς οι σημερινοί Έλληνες γιορτάζουμε τις Αποκριές, οι αρχαίοι Έλληνες γιόρταζαν τα Ανθεστήρια, τα οποία είχαν διπλό περιεχόμενο.
Τα Ανθεστήρια ήταν η γιορτή των λουλουδιών, του κρασιού και του γλεντιού αλλά και ηγιορτή των νεκρών και των ψυχών.
Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν, ότι τη δεύτερη ημέρα των Ανθεστηρίων κατά τους λεγόμενους Χοές, άνοιγαν οι πόρτες του Άδη και οι νεκροί ανέβαιναν στον Απάνω Κόσμο, για να ξαναεπιστρέψουν την τρίτη ημέρα κατά τους Χύτρους.
Σ’ αυτό το διάστημα της παραμονής των νεκρών ανάμεσα στους ζωντανούς, οι τελευταίοι έκαναν στους νεκρούς πολλές τιμές και τους τάιζαν με πανσπερμία δηλαδή ένα παρασκεύασμα από σπόρους δημητριακών και οσπρίων, κάτι σαν τα κόλλυβα.
(Ακόμα και σήμερα μια Κυριακή του Φθινοπώρου, της Μισοσπορίτισας, κάνουν παρόμοιο κατασκεύασμα με ανακατεμένους σπόρους και τους πάνε στην εκκλησία για ευλογήσουν την νέα σπορά).
Παρόμοια γιορτή των ψυχών βρίσκουμε και στους Πέρσες, στους Πρώσους και στους υπόλοιπους Ινδογερμανούς.
Η ημέρα των ψυχών και η πιθανή σύνδεσή της με την γιορτή των λουλουδιών και της άνοιξης είναι πολύ παλιά.
Ίσως Ινδογερμανική κληρονομιά – και ο Διόνυσος αργότερα μόνον, σαν Θεός της άνοιξης, συνδέθηκε με την γιορτή των νεκρών.
Χοιροσφάγια
Μια εβδομάδα πριν από την Τσικνοπέμπτη, με το άνοιγμα του Τριωδίου ξεκινούσε η διαδικασία της σφαγής των γουρουνιών, τα χοιροσφάγια. Γι’αυτό η εβδομάδα αυτή ονομαζόταν και σφαγαριά.
Στα παλιά τα χρόνια, κάθε σπίτι έτρεφε για ένα χρόνο το γουρουνόπουλό του. Ένα καλό γουρούνι για «χοιροσφαγή» έφτανε τα 100 με 150 κιλά. Όλο το χρόνο ταϊζόταν με καλαμπόκι, πίτουρα κουρκούτι, σγόρτσα (άγρια αχλάδια), βελανίδια και αποφάγια του σπιτιού (παμφάγο).
Το σφάξιμο του γουρουνιού γινόταν την περίοδο των Απόκρεω, την πρώτη εβδομάδα του Τριωδίου, την σφαγαριά. Ήταν γιορτή για όλο το χωριό. Οι κάτοικοι σχημάτιζαν φιλικές συντροφιές και έσφαζαν «χαλάγαν» με τη σειρά τα χοιρινά τους.
Πρώτη μέρα
Ένα επιδέξιος σφαγέας έσφαζε το γουρούνι. Η σφαγή γινόταν με μαχαίρι ή με όπλο (δίκανο).
Μετά το σφάξιμο του βάζαν ένα λεμόνι στο στόμα, το λιβάνιζαν και το σκέπαζαν για φύγει το κακό σπυρί (αν είχαν επάνω τους). Ο σφάχτης πηδούσε τρεις και τρεις φορές και στη συνέχεια από μια η οικογένεια. Το κεφάλι θα το κρεμάσουν για το καλό του σπιτιού. Αλλού πάλι χάραζαν ένα σταυρό στο στήθος και πάνω στις σχισμές τοποθετούσαν αναμμένα κάρβουνα και λιβάνι.
Τα μικρά χοιρινά τα έκαναν μαδητά, τα μεγάλα τα έγδερναν εκτός από την κοιλιά.
Ο πρώτος μεζές στα κάρβουνα ηταν ο «καρούτσαφλος», (ο λάρυγγας, το καρύδι του χοιρινού) συνοδευόμενος από κρασί, μπομποτοκουλούρα, «χρόνια πολλά» και «ο θεός να σχωρέσει τις ψυχές» των νεκρών. Ιδιαίτερα τον πρόσφεραν στον σφαγέα.
Από δω, ίσως βγήκε, και η παροιμιακή φράση «θα σου φάω τον καρούτσαφλο ή το λαρύγγι».
Αλλού σαν πρώτο μεζέ χρησιμοποιούσαν το κομμάτι το κρέας που ψήθηκε στον σταυρό με τα κάρβουνα και το λιβάνι.
Οι γυναίκες ετοίμαζαν το συκώτι του γουρουνιού με ψιλοκομμένο κρεμμύδι, έναν πολύ νόστιμο μεζέ.
Τα παιδιά έβαζαν ένα κόκκινο σταυρό από το αίμα του γουρουνιού, για να μην τους τρώνε τα κουνούπια το καλοκαίρι. Απ’ το αίμα θα φοβούνταν τα κουνούπια και δεν θα τους τσιμπούσαν.
Τη «φούσκα» (κύστη) την έτριβαν στη στάχτη, τη φούσκωναν, έριχναν σπυριά από αραποσίτι κι έπαιζαν. Οι μεγάλοι τη χρησιμοποιούσαν για καπνοσακούλα. Τη «χολή» του ασήμαδου μαύρου γουρουνιού τη βάζαν για φυλαχτάρι στα ζώα ή πότιζαν τις γκαστρωμένες φοράδες για να μην απορρίξουν.
Την «πυτιά» την κομμάτιαζαν. Ρίχναν ξύδι, λάδι, σκόρδο, αλάτι, ούζο και την ξεραίνουν στον ήλιο. Την κρεμούν μέσα σε σακούλι στην καπνιά του παραγωνιού και την ρίχνουν στο τυρί για πήζει.
Δεύτερη μέρα
Οματιά
Τη δεύτερη μέρα ετοίμαζαν την «οματιά». Έπαιρναν τα χοντρά έντερα, σε μήκος 60 έως 80 εκ. τα έπλεναν καλά. Τα γέμιζαν με: μισοστουμπισμένο και μισοβρασμένο σιτάρι, σταφίδες, πορτοκαλόφλουδες, μυρωδικά και μπαχαρικά. Τα έβαζαν σε «τεψιά» με λίπος από την μαδημένη κοιλιά «σγόρτσα» και την έψηναν στο φούρνο. Ήταν νόστιμη. Τρώγονταν ζεστή ή κρύα.
Από την ψημένη «οματιά» έστελναν και στις οικογένειες που δεν είχαν ή δεν έσφαξαν το δικό τους χοιρινό.
Πηχτή ή ποδομούτσουνα
Μια επιπλέον γαστρονομική απόλαυση της «σφαγαριά» τα ποδομούτσουνα που κάναν την πηχτή.
Καθάριζαν καλά πόδια και κεφάλι. Τα κομμάτιαζαν, τα έβραζαν, τα ξεκοκκάλιαζαν, εκτός των ποδιών, τα κομμάτιαζαν σε «μπουκιές», τα ξανάβραζαν με στουμπισμένο σκόρδο και ξύδι «σκορδοστούμπι», αλάτι και πιπέρι. Έτσι ετοιμαζόταν η πηχτή που έπηζε σαν κρύωνε, (μέσα σε πιάτο ή σε λαγήνα για αργότερα) και κοβόταν με το μαχαίρι. Νοστιμότατη, με άρωμα σκόρδου και νοστιμιά ξυδιού.
Τα λουκάνικα
Τα ψιλά έντερα, πλυμένα και γυρισμένα, σε μήκος ενός περίπου μέτρου, τα «ξεθέρμιζαν», τα φούσκωναν, τα έδεναν στις άκρες και τα κρεμούσαν σε ένα οριζόντιο καλάμι για να ξεραθούν. Με αυτά φτιάχνανε τα λουκάνικα. Γέμιζαν τα έντερα με κρέας β΄κατηγορίας, κομμένο και λιανισμένο πάνω σε κρεατοκόφτη.
Έριχναν ψιλοκομμένο κρεμμύδι, κοπανισμένα μπαχαρικά (κανέλα, γαρύφαλλα, πιπέρι μαύρο) λίγη ψιλοκομμένη πιπεριά, πορτοκαλόφλουδα, αλάτι και ότι άλλο αρωματικό. Όλα αυτά τα μισοέβραζαν, πριν βάλουν με χωνί τη γέμιση ζεματούσαν τα λουκάνικα για να καθαρίσουν και να μαλακώσουν. Γεμισμένα και τρυπημένα τα βουτούσαν σε ζεστό νερό για φύγει ο αέρας, που τυχόν θα έμενε. Ύστερα τα κρεμούσαν κατά προτίμηση μέσα στο τζάκι, για να στεγνώσουν γρηγορότερα. Γινόταν πικάντικα. Τρωγόταν ψητά ή έμπαιναν στο παστό που ετοιμαζόταν την Τσικνοπέμπτη.
Το «ξεφόρτιασμα»
Τη δεύτερη μέρα μετά το γδάρσιμο «ξεφόρτιαζαν» το σφαχτό, δηλ. αφαιρούσαν το στρώμα λίπους που είχε στη ράχη, με λωρίδες «φέρτσες», από πάνω προς τα κάτω, καθώς ήταν κρεμασμένο από τα πισινά του πόδια.
Το λίπος το κομμάτιαζαν, το έβαζαν στο νερό, που το άλλαζαν δυο φορές, για να γίνει «άσπρη αλοιφή», το αλάτιζαν και το άφηναν για «να το πιάσει το αλάτι». Το ξύγκι, «το πλαστήρι» το έβαζαν χωριστά. Με το «ξεφόρτιασμα» κομμάτιαζαν το κρέας, διάλεγαν το καλό για το «παστό», το αλάτιζαν, έριχναν ρίγανη και το άφηναν μερικές μέρες «να το πιάσει το αλάτι».
Ήθη και έθιμα Αποκριάς σε όλη την Ελλάδα
Στην Ξάνθη το τελευταίο τριήμερο της αποκριάς με το «κάψιμο του Τζάρου» στη γέφυρα του ποταμού Κόσυνθου. Σύμφωνα με την παράδοση, ο «Τζάρος» ήταν ένα κατασκευασμένο ανθρώπινο ομοίωμα, τοποθετημένο πάνω σε πουρνάρια.
Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, οι κάτοικοι τον καίνε, ώστε το καλοκαίρι να μην υπάρχουν ψύλλοι. Ακολουθεί η ρίψη εκατοντάδων πυροτεχνημάτων που κάνουν τη νύχτα μέρα.
Στη Νάουσα, κάθε χρόνο αναβιώνει το έθιμο «Γενίτσαροι και Μπούλες» που έχει τις ρίζες του στην Τουρκοκρατία.
Οι Γενίτσαροι φορούν φουστανέλες, τσαρούχια, μάλλινες μακριές κάλτσες και γιλέκο, ενώ στο πρόσωπο φέρουν κερωμένο πανί με ζωγραφιστό μουστάκι. Στο κεφάλι, στη μέση και στο χέρι τους δένουν από ένα μαντήλι, ενώ στο λαιμό κρεμούν σταυρό και αλυσίδα με φυλακτό.
Οι Μπούλες είναι επίσης άνδρες, ντυμένοι με γυναικεία ρούχα και στο πρόσωπο φορούν βαμμένες μάσκες. Σύμφωνα με το έθιμο, τα χρόνια της τουρκοκρατίας οι αρματολοί έβρισκαν στις Απόκριες την ευκαιρία να κατέβουν στην πόλη μασκαρεμένοι και να γλεντήσουν με συγγενείς και φίλους, χωρίς να φοβούνται ότι θα τους αναγνωρίσουν οι Τούρκοι.
Στην Κοζάνη, ζωντανεύει ο «Φανός«, τον οποίο ανάβει ο δήμαρχος στο κέντρο της πόλης και γύρω του στήνονται οι χοροί. Χορεύουν και τραγουδούν τα «Ξιανέντραπα» αλλά και τραγούδια κλέφτικα, της αγάπης και της ξενιτιάς. Η γιορτή κορυφώνεται τα ξημερώματα της Καθαρής Δευτέρας, που βραβεύονται οι καλύτεροι Φανοί.
Στο Σοχό του νομού Θεσσαλονίκης εμφανίζονται οι Κουδουνοφόροι, κατάλοιπο της διονυσιακής λατρείας. Με τραγόμορφες στολές και κουδούνια σε όλο το σώμα τους, χορεύουν στους δρόμους και τις πλατείες. Πρόκειται για μια «αναίμακτη θυσία στους νεκρούς», ενώ οι εκδηλώσεις της Απόκριας κλείνουν με το έθιμο των μετανοιών. Οι μεγαλύτεροι δίνουν άφεση αμαρτιών στους μικρότερους που με πολύ σεβασμό επισκέπτονται τους μεγαλύτερους, τους φιλούν το χέρι και τους προσφέρουν ένα πορτοκάλι.
Στην Καστοριά, οι κάτοικοι ανάβουν μεγάλες φωτιές, τις «Μπουμπούνες«, γύρω από τις οποίες στήνεται χορός με την συνοδεία παραδοσιακών τοπικών σχημάτων. Στο τέλος, οι πιο τολμηροί πηδάνε πάνω από τη θράκα.
Έθιμο της ίδιας βραδιάς είναι και ο «χάσκαρης«. Στην άκρη ενός πλάστη δένεται μία κλωστή και στην άκρη της κλωστής ένα βρασμένο αβγό. Ο αρχηγός της οικογένειας κρατά τον πλάστη και τον κατευθύνει στα στόματα των μελών, οι οποίοι προσπαθούν να το «χάψουν».
Στο Λιτόχωρο Πιερίας αναβιώνουν έθιμα που έχουν σκοπό τον εξαγνισμό των κακών πνευμάτων και της κακοτυχίας. Αυτό επιτυγχάνει ο Χορός των βωμολόχων που περιδιαβάζει όλο το χωριό με πειράγματα για όλους τους περαστικούς. Το βράδυ της Κυριακής της Αποκριάς ανάβουν τα κέδρα στις γειτονιές, γύρω από τις οποίες στήνεται ξέφρενο γλέντι.
Στη Νέα Χαλκηδόνα Θεσσαλονίκης, αναβιώνει το έθιμο του γιαουρτοπόλεμου, που έχει τις ρίζες του στη Μικρά Ασία.
Στη Δημητσάνα οι απόκριες κορυφώνονται με το κάψιμο του «μακαρονά».
Στη Σκύρο αναβιώνει το έθιμο του «γέρου και της Κορέλας«. Άντρες φορούν την παραδοσιακή φορεσιά του σκυριανού βοσκού και στη μέση τους κρεμούν μεγάλες κουδούνες.
Στη Νάξο, οι άντρες φορούν φουστανέλες και μάσκες και τριγυρνούν στις γειτονιές χορεύοντας και τραγουδώντας.
Αλμυροκουλούρα
Τη νύχτα πριν την «Κυριακή της Τυρινής», τα κορίτσια ανακατεύουν αλεύρι, πολύ αλάτι και νερό και ψήνουν το μείγμα του ψωμιού που λέγεται «αλμυροκουλούρα» (δηλαδή πολύ αλμυρό ψωμί). Τα κορίτσια το τρώνε και πιστεύουν ότι τον άντρα που θα ονειρευτούνε εκείνο το βράδυ αυτόν και θα παντρευτούνε.
(από kid4u)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου