Α’: Οι αδυναμίες των αρμόδιων στην Ελλάδα και η παρακμή του δολαρίου
Το διεθνές περιβάλλον και η σημασία του.
Στο πρόσφατα εκδωθέν βιβλίο μου «Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική τον 21ο αιώνα» (εκδόσεις Καστανιώτη) υπογραμμίζω ότι μία θεμελιακή αιτία της..,
σημερινής κρίσης είναι η αυτονόμηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος από την πραγματική οικονομία. Ως δεύτερη αναφέρω, την ιστορικού χαρακτήρα μετατόπιση ισχύος (και οικονομικής) από την δύση προς την Ασία, ιδιαίτερα τον Ινδικό Ωκεανό και την Νοτιοανατολική Ασία με επίκεντρο την Κίνα. Η μετατόπιση αυτή προκαλεί και συνοδεύεται με την μετακίνηση δισεκατομμυρίων ευρώ από τις αγορές της Δύσης σε εκείνες της ανατολής, με την Κίνα να αποκομίζει τα περισσότερα κέρδη και την Ευρώπη ως τον σχετικά χαμένο. Η Ευρώπη κινδυνεύει να γνωρίσει μια υποχώρηση ιστορικών διαστάσεων που θα σφραγίσουν την κρίση της, η οποία μπορεί να αποδειχτεί ότι δεν είναι «απλά» μια κρίση ελλειμμάτων και χρέους. Κατά συνέπεια, οι όποιες πολιτικές εξόδου από την Κρίση στην Ευρώπη, θα πρέπει να αφορούν τους ίδιους τους παραγωγικούς προσανατολισμούς της ΕΕ. Να ανταποκρίνονται δε, στην ανάγκη ενίσχυσης της δημόσιας ζήτησης και των επενδύσεων, ιδιαίτερα στους τομείς της παιδείας και της έρευνας. Είναι με άλλα λόγια ανάγκη, να κατανοηθεί ότι η κρίση στην ΕΕ είναι πρωτίστως πρόβλημα πολιτικής και οικονομικής πολιτικής, και όχι μονοδιάστατα αγορών και λογιστικής.Η πολιτική που ακολουθήθηκε σε ΕΕ και Ελλάδα κόντρα στις επιλογές του Ομπάμα στις ΗΠΑ, οδήγησε στη μείωση της ζήτησης. Στη μείωση των δημόσιων επενδύσεων, ιδιαίτερα των δαπανών για παιδεία, υγεία και έρευνα. Στη συρρίκνωση της αγοράς. Επρόκειτο και είναι, μια πολιτική με καταστροφικά αποτελέσματα. Επιπλέον, δυστυχώς, δεν εθίγη καθόλου η οικονομική και κοινωνική ισχύς των δυνάμεων που μας οδήγησαν στην κρίση. Αντίθετα αυτές κλήθηκαν να μας πούνε πώς θα βγούμε από αυτήν. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό: η κρίση στη χώρα βάθαινε και άλλο. Επιπροσθέτως, στα ελλείμματα προστέθηκα η αλματώδης αύξηση του χρέους.
σημερινής κρίσης είναι η αυτονόμηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος από την πραγματική οικονομία. Ως δεύτερη αναφέρω, την ιστορικού χαρακτήρα μετατόπιση ισχύος (και οικονομικής) από την δύση προς την Ασία, ιδιαίτερα τον Ινδικό Ωκεανό και την Νοτιοανατολική Ασία με επίκεντρο την Κίνα. Η μετατόπιση αυτή προκαλεί και συνοδεύεται με την μετακίνηση δισεκατομμυρίων ευρώ από τις αγορές της Δύσης σε εκείνες της ανατολής, με την Κίνα να αποκομίζει τα περισσότερα κέρδη και την Ευρώπη ως τον σχετικά χαμένο. Η Ευρώπη κινδυνεύει να γνωρίσει μια υποχώρηση ιστορικών διαστάσεων που θα σφραγίσουν την κρίση της, η οποία μπορεί να αποδειχτεί ότι δεν είναι «απλά» μια κρίση ελλειμμάτων και χρέους. Κατά συνέπεια, οι όποιες πολιτικές εξόδου από την Κρίση στην Ευρώπη, θα πρέπει να αφορούν τους ίδιους τους παραγωγικούς προσανατολισμούς της ΕΕ. Να ανταποκρίνονται δε, στην ανάγκη ενίσχυσης της δημόσιας ζήτησης και των επενδύσεων, ιδιαίτερα στους τομείς της παιδείας και της έρευνας. Είναι με άλλα λόγια ανάγκη, να κατανοηθεί ότι η κρίση στην ΕΕ είναι πρωτίστως πρόβλημα πολιτικής και οικονομικής πολιτικής, και όχι μονοδιάστατα αγορών και λογιστικής.Η πολιτική που ακολουθήθηκε σε ΕΕ και Ελλάδα κόντρα στις επιλογές του Ομπάμα στις ΗΠΑ, οδήγησε στη μείωση της ζήτησης. Στη μείωση των δημόσιων επενδύσεων, ιδιαίτερα των δαπανών για παιδεία, υγεία και έρευνα. Στη συρρίκνωση της αγοράς. Επρόκειτο και είναι, μια πολιτική με καταστροφικά αποτελέσματα. Επιπλέον, δυστυχώς, δεν εθίγη καθόλου η οικονομική και κοινωνική ισχύς των δυνάμεων που μας οδήγησαν στην κρίση. Αντίθετα αυτές κλήθηκαν να μας πούνε πώς θα βγούμε από αυτήν. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό: η κρίση στη χώρα βάθαινε και άλλο. Επιπροσθέτως, στα ελλείμματα προστέθηκα η αλματώδης αύξηση του χρέους.
Τον πρώτο λόγο εξακολουθούν να τον έχουν εκείνοι που οδήγησαν την Ελλάδα στην κρίση και έκαναν τις «μη-διαπραγματεύσεις»
Η Ελλάδα έχει μπει σε έναν φαύλο κύκλο απλής αντίδρασης σε αυτά που έρχονται. Αντίδρασης που είναι χωρίς σχέδιο, χωρίς πρόγραμμα ενεργητικής πολιτικής, με ορισμένα από τα πολιτικά πρόσωπα να φάνταζαν «από άλλο ανέκδοτο» αν δεν διακυβευόταν το μέλλον του τόπου. Η συμπεριφορά μερίδας του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης καθώς και των αρμόδιων για την εξωτερική πολιτική είναι συμπεριφορά ανθρώπων που θέλουν να φλυαρούν, χωρίς περιεχόμενο λόγου. Που δείχνουν ως να μην κατανοούν το που το πάνε οι ξένοι με την Ελλάδα. Χωρίς μελέτη των παγκόσμιων μεταλλαγών και της σημασίας τους για την κρίση και ειδικότερα για τον δικό μας τόπο. Χωρίς την τόλμη να σκεφτούν μέχρι τέλους τις συνέπειες που θα έχει η μία ή άλλη επιλογή τους. Ορισμένοι δε, δείχνουν ως να έχουν παραιτηθεί, ηθικά και ψυχικά, από μια δημιουργική μάχη ως προς τα δικαιώματα και το εθνικό συμφέρον. Δείχνουν ως να έχουν αυτοπειστεί, πλέον, ότι η πολιτική είναι απλή διαχείριση αριθμών. Ότι η κρίση δεν χρειάζεται επεξεργασία εναλλακτικών σεναρίων και γνώση των εναλλακτικών της άλλης πλευράς, διότι όλα είναι μονόδρομος και το μόνο που μπορεί να γίνει είναι η ορθολογική διαχείριση των αριθμών αυτού του μονόδρομου. Λίγοι από αυτούς κατανοούν ότι τα περιθώρια κινήσεων της Ελλάδας στην οικονομία και στην εξωτερική πολιτική μέσα σε αυτό το δύσκολο περιβάλλον μπορούν να διευρυνθούν. Ότι για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο επείγει να μελετηθούν με προσοχή τα σενάρια α) ως προς την τύχη του δολαρίου (ζήτημα που εξετάζω αμέσως μετά), και β) ως προς την τύχη του ευρώ (ζήτημα που εξετάζω αναλυτικά την άλλη εβδομάδα).
Οι εναλλακτικές του Δολαρίου
Στα τέλη του προηγούμενου αιώνα, οι ηγετικές δυνάμεις στην ΕΕ, αλλά και πολλοί Αμερικάνοι σχολιαστές είχαν την ψευδαίσθηση ότι ο 21ος αιώνας θα ανήκει στην Ευρώπη και στο ενοποιημένο κέντρο της. Είμαι από εκείνους που σταθερά απέρριπτα τέτοιες προσεγγίσεις, διότι η δική μου ανάλυση με οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι η πολιτικά μη ενοποιημένη Ευρώπη δεν θα ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει τις ισχυρές προκλήσεις του 21ου αιώνα. Πίστευα, επίσης, και πιστεύω, όπως έχω αναλύσει σε σειρά βιβλίων μου, ότι εάν δεν υπάρξει ενοποίηση του Πολιτικού και της οικονομικής πολιτικής στην ΕΕ και την Ευρωζώνη τα προβλήματα θα συσσωρεύονται. Η Ευρώπη πορευόμενη με τέτοιες και άλλες ανάλογες αυταπάτες δεν αντελήφθηκε την υποχώρηση των θέσεών της, την ποιότητα της ενίσχυσης των αναδυόμενων αγορών και κρατών. Ακόμα λιγότερο δείχνει να έχει αντιληφθεί ότι η ενίσχυση αυτή είχε να κάνει με την απόρριψη των δογμάτων περί πρωτοκαθεδρίας της αγοράς. Δόγματα που οι αγγλοσάξονες γονείς τους τα εγκατέλειψαν με το πρώτο δείγμα της κρίσης, ενώ, αντίθετα, στην ΕΕ ανάχθηκαν σε θεολογική εσχατολογία και σε καθήκον επιβολής τους με πείσμα ιερής εξέτασης.Στην ΕΕ στα πλαίσια των γενικότερων αυταπατών για τον χαρακτήρα της εποχής, υπερτονίστηκε η υποχώρηση θέσεων των ΗΠΑ, οι οποίες πράγματι δεν μπορούν να κάνουν, πλέον, ότι θέλουν στον σημερινό κόσμο. Ταυτόχρονα υποτιμήθηκε το γεγονός ότι, δύσκολα μπορεί να υπάρξουν στην παγκόσμια σκηνή ενέργειες ενάντια των ΗΠΑ και παρά τη θέλησή τους.Ακόμα περισσότερο, η ΕΕ τυφλώθηκε από μια έπαρση και δεν είδε ότι η ίδια βρισκόταν και βρίσκεται σε μια πορεία πολύ μεγαλύτερης υποχώρησης θέσεων (οικονομικά, δημογραφικά, πολιτικά, κοινωνικά) από ότι οι ΗΠΑ. Υποχώρηση που συνοδεύεται με την επανεμφάνιση του εθνικισμού στην γηραιά ήπειρο, πριν από όλα του Γερμανικού.Οι αυταπάτες για τον «σίγουρο δρόμο» ηγεμονίας της ΕΕ στη βάση της ήπιας ισχύος που υποτίθεται ότι διέθετε, συνδυάστηκαν και με την αυταπάτη ότι το Ευρώ θα γινόταν το παγκόσμιο νομισματικό ισοδύναμο και θα μπορούσε να αντικαταστήσει το δολάριο. Πράγματι το δολάριο βρίσκεται σε πορεία σχετικής υποχώρησης. Τυχόν δε, πτώση του από παγκόσμιο νομισματικό ισοδύναμο θα σημαίνει το τέλος μιας ολόκληρης εποχής ηγεμονίας του έναντι των άλλων νομισμάτων. Η τυχόν πτώση του, ή έστω ο έγκαιρος συμβιβασμός μπορεί να γίνει στη βάση τριών διαφορετικών σεναρίων (πέραν του πολέμου). Το πρώτο είναι να διατηρήσει το δολάριο τον κύριο ρόλο του έστω και τροποποιημένο. Κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί είτε με τον να αναλάβουν πρωτοβουλίες οι ίδιες οι ΗΠΑ προκειμένου να σταθεροποιήσουν το κεντρικό νόμισμα του συστήματος των παγκόσμιων αγορών. Είτε με το να αναλάβουν οι ΗΠΑ πρωτοβουλίες προκειμένου να δημιουργηθεί ένα μείγμα – καλάθι νομισμάτων, όπου η σημασία του δολαρίου θα παραμένει θεμελιακή, αλλά όχι πλέον μοναδική. Μια τέτοια επιλογή, απαιτεί ρεαλισμό από την Ουάσιγκτον. Διαίσθηση ότι μακρόχρονα δεν μπορεί να «επιβάλλει» στις διεθνείς αγορές ένα δολάριο που αδυνατίζει συνεχώς.Εάν δεν προχωρήσουν οι ΗΠΑ από μόνες τους στο πρώτο σενάριο, το δεύτερο σενάριο είναι να επιβληθεί στις διεθνείς αγορές ένα άλλο «εναλλακτικό νόμισμα» που θα συναποτελείται από το καλάθι κύρια νομισμάτων των αναδυόμενων αγορών (ιδιαίτερα Κίνα, Ρωσία –για πολιτικούς λόγους, Ινδία, Βραζιλία, Νότια Αφρική) σε αυτό μπορεί να συμμετέχει και το Ευρώ, ακόμα και το Ιαπωνικό Γιέν, αν και η συμμετοχή του τελευταίου φαντάζει πιο δύσκολο.Το τρίτο σενάριο είναι να ανασυρθεί από το «βάθος της ιστορίας» ο χρυσός ως το παγκόσμιο γενικό ισοδύναμο. Ως είναι γνωστό, το δολάριο υποκατέστησε το χρυσό, διότι ο τελευταίος έβαζε, ουσιαστικά, εκ των πραγμάτων, όρια στις συνεχώς διευρυνόμενες αγορές. Ταυτόχρονα, το δολάριο επιβλήθηκε ως το παγκόσμιο νομισματικό ισοδύναμο, χάρη στις αδυναμίες των άλλων αγορών, ιδιαίτερα των νομισμάτων των υπόλοιπων ισχυρών κρατών της Δύσης. Με αυτό τον τρόπο, μετατράπηκαν οι ΗΠΑ σε ταμία, τραπεζίτη και ρυθμιστή του όγκου κυκλοφορίας των νομισμάτων παγκοσμίως. Η επαναφορά του χρυσού θα σήμαινε αναγνώριση της αδυναμίας του δολαρίου. Προϋποθέτει, όμως, μια ακόμα μεγαλύτερη κάμψη ισχύος των ΗΠΑ από την σημερινή. Προϋποθέτει, επίσης, ότι θα βρεθεί τρόπος, η αύξηση του χρυσού, όγκου και τιμών, να συμβαδίζει με τους ρυθμούς διεύρυνσης των παγκόσμιων αγορών.Συνολικά, μέσα σε αυτά τα πλαίσια, αναζητούνται εναλλακτικές λύσεις για το Ευρώ, ως προς την παραπέρα παρουσία και τυχόν ενίσχυσή του. Λύσεις που θα εξετάσουμε την επόμενη εβδομάδα.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου