ΜΕ την καλλιτεχνική του αξία ο κ. Μίκης Θεοδωράκης, με το ταλέντο και τη γνήσια μουσική του δημιουργία, με το πολιτικό του αισθητήριο ενεργό, αλλά με κάποια αμφισβήτηση για τις πολιτικές του κινήσεις, πορεύτηκε στο χρόνο. Έγραψε την ιστορία του. Το πανελλήνιο του πρόσφερε δαψιλώς τον θαυμασμό και την αναγνώριση, τα σύνορά μας άνοιξαν για τις δημιουργίες του.
ΩΣΤΟΣΟ, έχουμε και τηλεοπτικές δημιουργίες τύπου «στην υγειά μας, ρε παιδιά». Δραχμοβόρα για την...
ΕΡΤ, δαπανηρή για τον φορολογούμενο, εξαγώγιμη για τους απανταχού έλληνες. Με τον παρουσιαστή που πήρε στα σοβαρά την αμοιβή και τα κέρδη του (παραγωγή δικιά του μέσα στη παραγωγή της ΕΡΤ;), αλλά η στάση και η συμπεριφορά του παραπέμπει στον…πρωταγωνιστή του θεάτρου σκιών.
ΣΤΗΘΗΚΑΝ, λοιπόν, οι καλεσμένοι και ο Μίκης στην τιμητική του θέση. Κι άρχισε η «αγάπη» στο πρόσωπό του να παίρνει μορφή αηδιαστική, για να καταντήσει αποκρουστική. Άνθρωποι διψασμένοι για μια στιγμή δημοσιότητας (έστω κι ανάμεσα σε κλαπατσίμπαλα και «τραγουδιστές» προσέτρεξαν ασμένως. Η ώρα περνούσε κι όλοι τους έδειχναν ευτυχισμένοι. Απ’ τον φυγόστρατο κ. Σαββόπουλο που…πάτσισε με τα «καλλιτεχνικά» χοροπηδήματά του σε στρατώνες, μέχρι τον φάλτσο ηθοποιό που δεν είχε λόγους να «τραγουδήσει». Μάνες που «τον αγάπησαν πιο πολύ απ’ τα παιδιά τους» και κόρες εκστασιασμένες δίπλα του, να κάνουν αρπαχτές απ’ τη δόξα του.
Ο Μίκης απολάμβανε τους…λείχοντας, χωρίς να τους συνιστά απόσυρση της γλώσσας απ’ το…δάπεδο. Δεν τους συνέστησε «λιγότερα λόγια, χαμηλότερους τόνους και όρια στην υπερβολή και την υποκρισία». Δέχονταν τα υπερβολικά τους χάδια σαν γέρικο άλογο που το περιποιούνται, σαν βασιλιάς στα χέρια αυλικών, σοφός που αγνόησε το «κρείττον εις κόρακας ή εις κόλακας εμπεσείν».
ΚΑΝΕΝΑΣ τους-καμιά δεν θύμισε στον μεγάλο Μίκη το καλλιτεχνικό μας χάλι. Κι αν παρακάμψουμε τον «αστείο» και μονίμως καλαμπουρίζοντα Παπαδόπουλο, γιατί να μη (τον) ρωτήσουν οι ευωχούμενοι και λείχοντες: α)Θα φέρνατε τον…Μπαχ στα γήπεδα, αλλά θεοποιήσατε (και εσείς) τους ρεμπέτες, και το σκυλοτράγουδο πάει σύννεφο στην Ελλάδα της πενιάς. β)Δεν το προσέξατε, κ. Μίκη, πως το όνειρο του νεοέλληνα παραμένει το «πρώτο τραπέζι πίστα», τα ωδεία άδεια και οι μπουάτ ανάμνηση; γ) Πότε οι διοργανωτές θα σπάσουν τη «μονοτονία» Μίκης για να παρουσιάσουν και άλλους άξιους (Τόκας, Ξαρχάκος, Σπανός, Χατζηνάσιος, Μαρκόπουλος, Χατζηδάκης, Μούτσης, Λοΐζος…);
ΩΣΤΟΣΟ, έχουμε και τηλεοπτικές δημιουργίες τύπου «στην υγειά μας, ρε παιδιά». Δραχμοβόρα για την...
ΕΡΤ, δαπανηρή για τον φορολογούμενο, εξαγώγιμη για τους απανταχού έλληνες. Με τον παρουσιαστή που πήρε στα σοβαρά την αμοιβή και τα κέρδη του (παραγωγή δικιά του μέσα στη παραγωγή της ΕΡΤ;), αλλά η στάση και η συμπεριφορά του παραπέμπει στον…πρωταγωνιστή του θεάτρου σκιών.
ΣΤΗΘΗΚΑΝ, λοιπόν, οι καλεσμένοι και ο Μίκης στην τιμητική του θέση. Κι άρχισε η «αγάπη» στο πρόσωπό του να παίρνει μορφή αηδιαστική, για να καταντήσει αποκρουστική. Άνθρωποι διψασμένοι για μια στιγμή δημοσιότητας (έστω κι ανάμεσα σε κλαπατσίμπαλα και «τραγουδιστές» προσέτρεξαν ασμένως. Η ώρα περνούσε κι όλοι τους έδειχναν ευτυχισμένοι. Απ’ τον φυγόστρατο κ. Σαββόπουλο που…πάτσισε με τα «καλλιτεχνικά» χοροπηδήματά του σε στρατώνες, μέχρι τον φάλτσο ηθοποιό που δεν είχε λόγους να «τραγουδήσει». Μάνες που «τον αγάπησαν πιο πολύ απ’ τα παιδιά τους» και κόρες εκστασιασμένες δίπλα του, να κάνουν αρπαχτές απ’ τη δόξα του.
Ο Μίκης απολάμβανε τους…λείχοντας, χωρίς να τους συνιστά απόσυρση της γλώσσας απ’ το…δάπεδο. Δεν τους συνέστησε «λιγότερα λόγια, χαμηλότερους τόνους και όρια στην υπερβολή και την υποκρισία». Δέχονταν τα υπερβολικά τους χάδια σαν γέρικο άλογο που το περιποιούνται, σαν βασιλιάς στα χέρια αυλικών, σοφός που αγνόησε το «κρείττον εις κόρακας ή εις κόλακας εμπεσείν».
ΚΑΝΕΝΑΣ τους-καμιά δεν θύμισε στον μεγάλο Μίκη το καλλιτεχνικό μας χάλι. Κι αν παρακάμψουμε τον «αστείο» και μονίμως καλαμπουρίζοντα Παπαδόπουλο, γιατί να μη (τον) ρωτήσουν οι ευωχούμενοι και λείχοντες: α)Θα φέρνατε τον…Μπαχ στα γήπεδα, αλλά θεοποιήσατε (και εσείς) τους ρεμπέτες, και το σκυλοτράγουδο πάει σύννεφο στην Ελλάδα της πενιάς. β)Δεν το προσέξατε, κ. Μίκη, πως το όνειρο του νεοέλληνα παραμένει το «πρώτο τραπέζι πίστα», τα ωδεία άδεια και οι μπουάτ ανάμνηση; γ) Πότε οι διοργανωτές θα σπάσουν τη «μονοτονία» Μίκης για να παρουσιάσουν και άλλους άξιους (Τόκας, Ξαρχάκος, Σπανός, Χατζηνάσιος, Μαρκόπουλος, Χατζηδάκης, Μούτσης, Λοΐζος…);
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου