Ο βραβευμένος σκηνοθέτης και σεναριογράφος, γνωστός για τις ευφάνταστες κινουμένων σχεδίων ταινίες του, Adam Elliot συναντά τον Phillip Seymour Hoffman και την Toni Collette σε μία ιστορία πλασμένη εξαρχής να κλέψει την καρδιά ακόμα και του πιο δύσπιστου θεατή. Δύο διαφορετικοί ήρωες, δύο διαφορετικές ήπειροι, δύο διαφορετικές ζωές, που με μοναδικό μέσο μερικές κόλλες χαρτί και λίγα γραμματόσημα ενώνονται στα δεσμά μιας βαθιάς, αληθινής και μακροχρόνιας φιλίας. Με φόντο, αφενός, την μακρινή Αυστραλία και, αφετέρου, τη μουντή Νέα Υόρκη εκτυλίσσεται η συγκινητική μυθοπλασία, η οποία, παρά την αθωότητα και την...
τρυφερότητά της, κατακρίνει με άμεσο τρόπο πολλά κοινωνικά προβλήματα της σύγχρονης ζωής, των ανθρώπινων σχέσεων, της αποξένωσης και των κοινωνικών στερεοτύπων.
τρυφερότητά της, κατακρίνει με άμεσο τρόπο πολλά κοινωνικά προβλήματα της σύγχρονης ζωής, των ανθρώπινων σχέσεων, της αποξένωσης και των κοινωνικών στερεοτύπων.
Η Mary Daisy Dingle είναι ένα 8χρονο κορίτσι που ζει στην Αυστραλία. Ο σκηνοθέτης επιδέξια παρουσιάζει τη ζωή στην Αυστραλία γεμάτη χρώματα (όντας και ο ίδιος εξάλλου Αυστραλός στην καταγωγή). Η καθημερινότητα της Mary, όμως, κάθε άλλο παρά χρωματιστή είναι. Ανήκει σε μία δυσλειτουργική οικογένεια, με μία αλκοολική και χαμένη στην εξάρτησή της μητέρα και έναν απόμακρο πατέρα, που είναι κλεισμένος στην αποθήκη, ασχολούμενος μόνο με τα χόμπι του. Η Mary πιστεύει πως είναι χοντρή και άσχημη, καθώς τόσο η οικογένειά της όσο και οι συμμαθητές της φροντίζουν να της το υπενθυμίζουν με πειράγματα και υποβιβασμούς. Δεν έχει φίλους και η μοναδική της συντροφιά είναι ένας κόκορας που είχε κάποτε μαζέψει από τον δρόμο. Περνάει, λοιπόν, τις μέρες της βλέποντας τηλεόραση και προσπαθώντας να κατανοήσει τα «μεγάλα» μυστικά του κόσμου, όπως το πώς έρχονται στον κόσμο τα μωρά και γιατί η μητέρα της πιστεύει πως τα κουλουράκια με ουίσκι είναι πιο υγιεινά.
Ο Max Horowitz είναι ένας μοναχικός άντρας 45 χρονών που ζει στη Νέα Υόρκη, μια πόλη που απεικονίζεται μόνο στις αποχρώσεις του γκρι και του μαύρου, δείχνοντας έτσι τη θλίψη, την αποξένωση και τη δυστυχία που δεσπόζει ανάμεσα στους κατοίκους της. Είναι κλεισμένος στον εαυτό του και ζει μόνος, παρέα με τα χρυσόψαρά του, την τηλεόραση και το φαγητό. Είναι υπέρβαρος και αναγκάζεται κάθε βδομάδα να πηγαίνει στις συναντήσεις των «Ανώνυμων Υπέρβαρων», καθώς και σε έναν ψυχολόγο που τον βοηθάει να αντιμετωπίσει τις κρίσεις πανικού και το σύνδρομο Asperger, από το οποίο διαγιγνώσκεται ότι πάσχει. Ο κόσμος τον αποφεύγει θεωρώντας πως είναι τρελός, γι’ αυτό και ο ίδιος δεν έχει φίλους. Περνάει τις μέρες του απολαμβάνοντας τις μικρές του αμαρτίες, τη σοκολάτα και τα χοτ-ντογκ, παρακολουθώντας την αγαπημένη του τηλεοπτική σειρά, αλλάζοντας κατά καιρούς δουλειές και αναρωτώμενος γιατί οι άνθρωποι τον θεωρούν τρελό τη στιγμή που οι ίδιοι κάνουν ακόμα μεγαλύτερες τρέλες, όπως το να πετούν γόπες στο δρόμο!
Η φιλία ανάμεσα στη Mary και τον Max ξεκινά όταν η πρώτη στέλνει τυχαία ένα γράμμα σε κάποιον Αμερικανό, ζητώντας του να της λύσει τη μεγάλη της απορία, πώς δηλαδή έρχονται στον κόσμο τα μωρά. Ο παραλήπτης είναι ο Max. Αρχίζουν έτσι να αλληλογραφούν και να μοιράζονται τους πόνους τους, τις ιστορίες τους και τα μικρά τους μυστικά. Κάθε γράμμα είναι και μία μεγαλύτερη εξομολόγηση, μία μεγαλύτερη ανακούφιση στην προσωπική τους μοναξιά. Η μεγάλη διαφορά στην ηλικία τους και οι διαμετρικά αντίθετες ζωές τους δεν αποτελούν εμπόδιο, καθώς ο ένας συμπληρώνει τον άλλον σε αυτό το τόσο παράταιρο δίδυμο. Είναι και οι δυο τους άτομα περιθωριακά, δυστυχισμένα και παρεξηγημένα από τον κοινωνικό τους πλαίσιο, που ανακαλύπτουν, ωστόσο, ότι κάπου υπάρχει κάποιος και γι΄αυτά.
Με το πέρασμα των χρόνων παρακολουθούμε τους δύο ήρωες να μεγαλώνουν, να αντιμετωπίζουν τα βάσανα της ζωής, τις προκαταλήψεις του κόσμου, τις απώλειες των αγαπημένων τους προσώπων, το βάρος της μοναξιάς και τη δύναμη που χρειάζεται για να πατήσεις στα πόδια σου. Η αλληλογραφία τους συνεχίζεται, με πολλά σκαμπανεβάσματα και αυτή, μέχρι που ύστερα από 20 ολόκληρα χρόνια μετουσιώνεται σε μια αληθινή σχέση αγάπης και αλληλεγγύης.
Η ταινία δεν κρύβει ποτέ τον απαισιόδοξο και μελαγχολικό της τόνο, ο οποίος όμως είναι λιγότερο επώδυνος χάρη στην αφέλεια και την παιδικότητα με την οποία οι δύο πρωταγωνιστές αντικρίζουν την κοινωνία και την καθημερινότητα. Οι χρωματιστές εικόνες της Αυστραλίας σε αντίθεση με το γκρίζο της Νέας Υόρκης εξυμνούν την απλή ζωή στη φύση και κατακρίνουν την θλιβερή ζωή σε μία απρόσωπη μεγαλούπολη. Έντονες είναι οι αναφορές στους ανθρώπους με κάποια νοητική στέρηση και στην άδικη αντιμετώπισή τους από τον κοινωνικό περίγυρο, στις ταμπέλες που βάζουμε στους ανθρώπους που δεν ανταποκρίνονται στα «φυσιολογικά» πρότυπα που έχουμε ορίσει, στα προβλήματα της ενήλικης ζωής, στις διάφορες ουσίες από τις οποίες εξαρτόμαστε στην προσπάθειά μας να ορθοποδήσουμε και που μας καταστρέφουν σιγά σιγά, στη δυσκολία του να ενταχθείς σε ένα απρόσωπο σύνολο και φυσικά στην ανθρώπινη φιλία, που μέσα από τα μάτια του σκηνοθέτη είναι το «σωσίβιο» του καθενός, που βουλιάζει μέσα στο χάος της καθημερινής ζωής. Το τέλος της ταινίας αφήνει μια γλυκόπικρη γεύση στο θεατή και αποτελεί αναμφισβήτητα την κορύφωση της συγκινητικής αυτής ιστορίας.
Το «Mary and Max» κυκλοφόρησε το Φεβρουάριο του 2010 και έχει αγαπηθεί ιδιαίτερα από κοινό και κριτικούς, παρόλο που υπήρξε ο μεγάλος αδικημένος των βραβείων Όσκαρ, καθώς δεν κατάφερε να μπει στην τελική πεντάδα των υποψηφίων. Πρόκειται για ένα όμορφο «αληθινό παραμύθι», που μέσα από τους ήρωες της πλαστελίνης, τις ατέλειες των σκηνικών που μοιάζουν με παιδικές ζωγραφιές και τη βαθιά ανθρωπιά του αξίζει πολύ περισσότερα από μερικά χρυσά αγαλματίδια. Ένα παραμύθι για μεγάλους που ξέχασαν να είναι παιδιά…
(από ramnousia)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου