Δημήτρης Καζάκης, οικονομολόγος, αναλυτής
Τα «τεστ αντοχής» βγήκαν θετικά για όλες τις μεγάλες ευρωπαϊκές και ελληνικές τράπεζες. Για όλες εκτός από 7, μία ελληνική, μία γερμανική και πέντε ισπανικές. Όμως ακόμη κι αυτές οι 7 τράπεζες που απέτυχαν στα «τεστ» δεν χρειάζονται παρά μια κεφαλαιακή ενίσχυση για να αποτραπούν τα
χειρότερα. Επομένως δεν πρέπει πια να ανησυχούμε για τίποτε. Αφού οι τράπεζες είναι υγιέστατες, όλα τα άλλα είναι ασήμαντες λεπτομέρειες.Χαράς ευαγγέλια για την Ελλάδα και την ΕΕ. Τα «τεστ αντοχής» βγήκαν θετικά για όλες τις μεγάλες ευρωπαϊκές και ελληνικές τράπεζες. Για όλες εκτός από 7, μία ελληνική, μία γερμανική και πέντε ισπανικές. Όμως ακόμη κι αυτές οι 7 τράπεζες που απέτυχαν στα «τεστ» δεν χρειάζονται παρά...
μια κεφαλαιακή ενίσχυση για να αποτραπούν τα χειρότερα. Επομένως δεν πρέπει πια να ανησυχούμε για τίποτε. Αφού οι τράπεζες είναι υγιέστατες, όλα τα άλλα είναι ασήμαντες λεπτομέρειες.
Τι σημασία έχει αν η πραγματική οικονομία βυθίζεται όλο και περισσότερο σε μια μακροχρόνια ύφεση; Όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε ολόκληρη την ευρωζώνη, η οποία έχει μετατραπεί σύμφωνα ακόμη και με το ΔΝΤ, στο επίκεντρο της παγκόσμιας κρίσης.
Τι σημασία έχει αν η ήδη εκτεταμένη μαζική ανεργία εκτινάσσεται σε ακόμη πιο πρωτοφανή επίπεδα;
Τι σημασία έχει αν οι μισθοί, τα εισοδήματα και οι συντάξεις εξανεμίζονται μια δια παντός;
Τι σημασία έχει αν οι συνθήκες εργασίας και οι όροι απασχόλησης επιστρέφουν στις αρχές του προηγούμενου αιώνα;
Τι σημασία έχει αν ακόμη και η ίδια η παραδοσιακή κοινοβουλευτική δημοκρατία αντικαθίσταται από την υπερκρατική απολυταρχία των τραπεζών και των οργάνων τους στην ΕΕ και το ΔΝΤ;
Τι σημασία έχουν όλα αυτά, όταν οι τράπεζες είναι υγιείς; Αυτά τουλάχιστον ισχυρίζονται όσοι πληρώνονται για να κρατούν τον απλό κόσμο στο απόλυτο σκοτάδι. Από κοντά και η κυβέρνηση βγήκε να πανηγυρίσει ότι πετυχαίνει τους στόχους της ως προς το δημοσιονομικό έλλειμμα. Λες και το βασικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας είναι το κρατικό έλλειμμα. Έφτασε μάλιστα ο υπουργός οικονομικών να ισχυριστεί ότι η πρόβλεψη της «τρόικας» για 4% πτώση του ΑΕΠ της Ελλάδας στο τέλος του 2010, παραήταν απαισιόδοξη! Αν ο κ. υπουργός δεν μας είχε αποδείξει επανειλημμένα το πόσο άσχετος, κυνικός και ανάλγητος είναι, θα λέγαμε πώς διαθέτει μια ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ. Μιας και οι δηλώσεις του, εδώ και πολύ καιρό, μόνο ως αστειότητες μπορούν να εκλειφθούν.
Βέβαια, αν πάρουμε στα σοβαρά τα λεγόμενα των επισήμων σε ΕΕ και Ελλάδα, τότε θα έπρεπε να μας απαντήσουν σε μερικά πολύ απλά ερωτήματα.
Αν ήθελαν να διαπιστώσουν πραγματικά την υγεία του ιδιωτικού τραπεζικού συστήματος, γιατί δεν έκοψαν , έστω και για ένα μικρό χρονικό διάστημα , την εξωτερική στήριξη και χρηματοδότηση των τραπεζών από τα κράτη και την κεντρική τράπεζα, ώστε να δούμε ποιές και πόσο αντέχουν στις πραγματικές συνθήκες της αγοράς; Αυτό δεν θα ήταν κάτι πολύ πιο απλό από τα «τεστ αντοχής» και πολύ πιο σίγουρο ως προς τα αποτελέσματά του;
Γιατί δεν το έκαναν; Διότι ήξεραν πολύ καλά ποιό θα ήταν το ολέθριο αποτέλεσμα.
Ακόμη κι αν δεχτούμε ότι τα «τεστ αντοχής» ήταν αντικειμενικά και είχαν κάθε καλή πρόθεση να εξετάσουν την αληθινή κατάσταση των τραπεζών, τότε πώς γίνεται να βγάζουν θετικές εκείνες τις τράπεζες που η ρευστότητά τους συνεχίζει να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την κεντρική τράπεζα; Πώς γίνεται να είναι υγιείς οι τράπεζες εκείνες που τους προηγούμενους μήνες έχουν εισπράξει εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ με την μορφή ενισχύσεων και εγγυήσεων από τα κράτη;
Κι αν υποθέσουμε πώς χάρις στη στήριξη από τα κράτη, δηλαδή τους φορολογούμενους, αλλά και της κεντρικής τράπεζας, οι τράπεζες αποκατέστησαν την υγεία τους , σύμφωνα πάντα με τα «τεστ αντοχής» , τότε δεν ήρθε η ώρα να επιστρέψουν τις πλουσιοπάροχες επιδοτήσεις; Αν π.χ. οι ελληνικές τράπεζες αποδείχτηκαν υγιείς, τότε δεν ήρθε η ώρα να επιστρέψουν τα 28 δις ευρώ που άντλησαν από τον κρατικό κορβανά; Δεν ήρθε η ώρα να σταματήσουν οι ενέσεις ρευστότητας από την ΕΚΤ που μεταφράζονται σε εξωτερικό χρέος για τις τράπεζες, αλλά και για τη χώρα ευρύτερα; Γιατί δεν το κάνουν; Μήπως γιατί δεν μπορούν; Τότε πώς γίνεται να ισχυρίζονται ότι είναι υγιής ένας οργανισμός που η επιβίωσή του εξαρτάται από τη διασωλήνωσή του με μηχανισμούς τεχνητής υποστήριξης;
Αν τέλος για να είναι υγιείς οι ιδιωτικές τράπεζες χρειάζονται διαρκώς την κρατική ενίσχυση και τις ενέσεις ρευστότητας από την κεντρική τράπεζα, τότε γιατί να παραμείνουν ιδιωτικές; Γιατί να μην εθνικοποιηθούν ώστε να γλυτώσει η οικονομία και τα νοικοκυριά από τη σαράφικη και τοκογλυφική πολιτική των τραπεζών;
Το πιο σημαντικό ίσως ερώτημα είναι τι σόι υγεία μπορούν να έχουν οι τράπεζες σ’ ένα περιβάλλον μιας οικονομίας που νοσεί βαθύτατα; Μπορούν να υπάρξουν υγιείς τράπεζες σε συνθήκες ακόμη μεγαλύτερης λιτότητας, ακόμη πιο δραστικών περικοπών και μεγαλύτερης υποτίμησης της οικονομίας και της εργασίας; Κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί μόνο όταν οι τράπεζες εξαρτούν τα κέρδη τους από τη δυσπραγία της οικονομίας, της εργασίας και της κοινωνίας.
Εδώ και χρόνια η κερδοφορία των μεγάλων ιδιωτικών τραπεζών εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από το πόσο εκτεταμένη είναι η ανέχεια της οικονομίας και των νοικοκυριών. Όσο μεγαλύτερη αδυναμία χαρακτηρίζει την πραγματική οικονομία και τα εισοδήματα που παράγει, τόσο μεγαλύτερη είναι η ανάγκη προσφυγής στο δανεισμό, τόσο μεγαλύτερη είναι η εξάρτηση από τις τράπεζες. Όσο πιο πολύ η οικονομία και τα νοικοκυριά εξαρτώνται από τις τράπεζες, τόσο περισσότερο οι ίδιες οι τράπεζες ανοίγονται στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίου για να κερδοσκοπήσουν με νομίσματα, ομόλογα, παράγωγα, κοκ. Αυτή η λειτουργία αποτέλεσε τη βασική κινητήρια δύναμη επέκτασης των παγκόσμιων αγορών τις τελευταίες δυο δεκαετίες. Έτσι οδηγηθήκαμε στη σημερινή υπερτροφική ανάπτυξη των τραπεζών που απειλούν να κατασπαράξουν ακόμη και τα μεγαλύτερα κράτη.
Καταντήσαμε η υγεία των τραπεζών να προϋποθέτει την ασθένεια της οικονομίας και των νοικοκυριών. Ιδίως σε συνθήκες, όπως οι σημερινές, όπου οι τράπεζες έχουν μετατραπεί σε βασικό φορέα μετάδοσης και βαθέματος της παγκόσμιας κρίσης. Η αποκατάσταση της υγείας των τραπεζών, των αγορών κεφαλαίου και χρήματος γενικότερα, απαιτεί τη ραγδαία επιδείνωση της πραγματικής οικονομίας, την επέκταση της ανέχειας των νοικοκυριών, τη συντριβή του «εργατικού κόστους», τη διάλυση της κοινωνικής συνοχής και φυσικά την επιβολή ενός αδυσώπητου καθεστώτος «ανοιχτών συνόρων» υπέρ της πιο αδίστακτης διεθνούς κερδοσκοπίας. Γι’ αυτό και οι επίσημοι της ΕΕ δεν δείχνουν ούτε ίχνος ντροπής όταν ανακοινώνουν τα δήθεν θετικά αποτελέσματα των 91 «τεστ αντοχής», τη στιγμή που όλα σπρώχνουν προς μια ραγδαία επιδείνωση των προοπτικών της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας οικονομίας.
Όμως έχουν κι άλλους πολύ πιο σοβαρούς λόγους για να μην δείχνουν ίχνος ντροπής. Τα «τεστ αντοχής» των τραπεζών συνιστούν μια οργανωμένη φαρσοκωμωδία με πολλούς αποδέκτες. Σχεδιάστηκαν ευθύς εξαρχής για να βγάλουν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Πρώτα-πρώτα γιατί οι 91 τράπεζες αποτιμήθηκαν με εντελώς αυθαίρετο τρόπο. Η κρατική ενίσχυση, αλλά και οι ενέσεις ρευστότητας από την ΕΚΤ αντιμετωπίστηκαν όχι ως εξωτερική στήριξη, αλλά ως οργανικό στοιχείο της κεφαλαιακής κατάστασης των τραπεζών.
Τα χαρτοφυλάκια των τραπεζών αποτιμήθηκαν με βάση την ονομαστική τους αξία και όχι με βάση την τρέχουσα αξία τους στην αγορά. Έτσι εξαφανίστηκαν τα «τοξικά» χαρτιά από το ενεργητικό των τραπεζών, που εκτιμήσεις της ίδιας της Κομισιόν τα ανεβάζουν λίγο πάνω από το 50% του ενεργητικού των πιο μεγάλων τραπεζών. Επιπλέον θεωρήθηκε αυθαίρετα ότι τα ομόλογα (εταιρικά και κρατικά) που διαθέτουν οι τράπεζες είναι άμεσα ρευστοποιήσιμα στις αγορές και μάλιστα στις ονομαστικές τους τιμές. Και φυσικά ούτε καν πάρθηκε υπόψη ότι οι περισσότερες από τις 91 τράπεζες που υποβλήθηκαν σε «τεστ αντοχής» χρησιμοποιούν τα ομόλογα που διαθέτουν, ιδίως τα κρατικά, για να αντλήσουν ρευστότητα από την ΕΚΤ.
Τα στοιχεία που κλήθηκαν να παραδώσουν οι ίδιες οι τράπεζες δεν έγινε καμιά προσπάθεια να ελεγχθεί η αξιοπιστία τους. Αρκεί να πούμε ότι ζητήθηκε από τις τράπεζες να δημοσιοποιήσουν ακριβή στοιχεία για την έκθεσή τους σε κρατικά ομόλογα. Όλες τις τράπεζες συμορφώθηκαν, εκτός από 6 γερμανικές (Deutsche Bank, Postbank, Hypo Real Estate, DZ, WGZ, και Landesbank Berlin) Οι ρυθμιστικές αρχές της Γερμανίας κάλυψαν τις τράπεζες λέγοντας ότι δεν είχαν καμιά νομική υποχρέωση να δημοσιοποιούν πληροφορίες. Άλλωστε κανένας δεν αμφισβήτησε την αρχή του τραπεζικού απορρήτου, η οποία επιτρέπει στις τράπεζες νόμιμα να μαγειρεύουν ή να αποσιωπούν κρίσιμα στοιχεία τους.
Τέλος η αποτίμηση των τραπεζών δεν ζήτησε ούτε πήρε υπόψη της την ταμειακή επάρκεια των τραπεζών, δηλαδή το διαθέσιμο ρευστό στα ταμεία τους. Έτσι στην κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών αποτυπώθηκαν και μια σειρά στοιχείων του ενεργητικού τους που αυθαίρετα θεωρήθηκαν ως άμεσα ρευστοποιήσιμα. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Financial Times Deutschland (25/7) σχολίαζε με βάση το παράδειγμα της Deutsche Bank, ότι η κεφαλαιακή της επάρκεια εκτιμήθηκε ως 11,2% στο ενεργητικό της που αποτιμήθηκε σε 1,67 τρις ευρώ. Ωστόσο, η τράπεζα δεν είχε πρωτογενές κεφάλαιο ύψους 187 δις ? στον ισολογισμό (0.112 φορές 1670), όπως θα ανέμενε κανείς, αλλά μόνο ? 32,8 δις και επομένως πραγματική κεφαλαιακή επάρκεια της τάξης του 1,9%. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι αν για κάποιο λόγο η τράπεζα πάθει στραπάτσο, απαξιωθεί πάνω από το 2% του ενεργητικού της , κάτι απολύτως αναμενόμενο αν μια χώρα σαν την Ελλάδα, ή την Πορτογαλία, ή την Ισπανία, κοκ, «κουρέψουν» την αξία των ομολόγων τους κατά 30% , η τράπεζα δεν θα μπορεί να ανταποκριθεί και θα κινδυνέψει με χρεωκοπία.
Η συγκεκριμένη εφημερίδα υπενθυμίζει ότι δεν μπορεί ένα τραπεζικό σύστημα που αύξησε το ενεργητικό του κατά 18 τρις ευρώ από το 1999, ενώ το ΑΕΠ της ευρωζώνης αυξήθηκε την ίδια περίοδο μόλις κατά 2,7 τρις ευρώ, να εμφανίζεται ότι διαθέτει κεφαλαιακή επάρκεια. Με αυτόν τον τρόπο υπερτιμήθηκε πλασματικά η πραγματική κατάσταση και κυρίως η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών.
Όμως το μαγείρεμα των «τεστ αντοχής» δεν έμεινε μόνο εκεί. Τα σενάρια πάνω στα οποία κλήθηκαν να δοκιμαστούν οι 91 τράπεζες ήταν τουλάχιστον αστεία. Το χειρότερο σενάριο προέβλεπε εξελίξεις πολύ καλύτερες από αυτές που είχαμε στην οικονομία και τις αγορές μέχρι τώρα. Κι όχι μόνο αυτό. Δεν συμπεριλήφθηκε κανένα από τα ενδεχόμενα που συζητά ολόκληρη η παγκόσμια οικονομία σήμερα. Για παράδειγμα μια σημαντική πτώση του ευρώ, ίσως κοντά στο 1:1 με το δολάριο, ή μια ενδεχόμενη πτώχευση κάποιας από τις χώρες του Νότου. Ούτε καν το ενδεχόμενο, που αναφέρει η ίδια η ΕΚΤ στο Μηνιαίο Δελτίο της για το μήνα Ιούνιο, δηλαδή μιας πιθανής κατάρρευσης δυο ή περισσοτέρων μεγάλων χρηματοπιστωτικών οργανισμών, όπως παρ’ ολίγο να γίνει στις 7 Μαΐου. Δεν συμπεριλήφθη ούτε το σενάριο που αρχικά είχε ανακοινωθεί και πρόβλεπε ένα πιθανό «κούρεμα» των κρατικών ομολόγων της Ελλάδας κατά 16-18%.
Όλα αυτά έκαναν τους οικονομικούς αναλυτές, τουλάχιστον όσους δεν πληρώνονται για να συσκοτίζουν τα πράγματα, να υποδεχτούν τα «τεστ αντοχής» με ειρωνικά ή και καυστικά σχόλια. «Η αξιοπιστία των τεστ μπορεί να αμφισβητηθεί τουλάχιστον κατά τέσσερεις τρόπους. Πρώτο, απέτυχαν να συμπεριλάβουν ένα σενάριο που να περιλαμβάνει μια χρεωκοπία κρατικού χρέους. Δεύτερο, τα πάγια που δοκιμάστηκαν αφορούσαν μόνο διαπραγματεύσιμα κρατικά ομόλογα και όχι εκείνα που κρατούν οι τράπεζες μέχρι την ωρίμανσή τους. Τρίτο, το κατώφλι για να περάσει μια τράπεζα το τεστ τέθηκε πολύ χαμηλά, σε ένα ελάχιστο 6% ποσοστό του κεφαλαίου στο ενεργητικό. Τέταρτο, τα τεστ μέτρησαν την ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών αλλά όχι τη ρευστότητα. Πολλές από τις τράπεζες που πέρασαν, σαν αυτές της Ελλάδας, βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στην ΕΚΤ για ρευστότητα,» παρατήρησε ο Ζακ Γουίτον της Moody’s Economy.
Ενώ ο Καρλ Γουάινμπεργκ της High Frequency Economics παρατήρησε με τη σειρά του: «Το ερώτημα που οι διαπραγματευτές και οι επενδυτές ήθελαν να απαντηθεί από τα τεστ των τραπεζών ήταν τούτο: Αν η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Ιταλία ή η Ιρλανδία κάνουν παύση πληρωμών στα ομόλογά τους , ή αν οι τιμές αυτών των ομολόγων μειωθούν κατά 20% ή και περισσότερο μέσα από ένα σενάριο αναδιάρθρωσης , διαθέτουν οι Ευρωπαϊκές τράπεζες επαρκές κεφάλαιο για να αντέξουν το σοκ; Η ΕΕ, η ΕΚΤ και η CEBR δεν απάντησαν σ’ αυτό το ερώτημα με οιονδήποτε τρόπο, μορφή ή σχήμα.» (Wall Street Journal, 26/7)
Ενώ ο Βόλφγκανγκ Μίνχαου των Financial Times (25/7) σχολίασε σαρκαστικά: «Αν προσπαθούσατε να δοκιμάσετε την ασφάλεια των αυτοκινήτων ή των παιδικών παιχνιδιών χρησιμοποιώντας τις ίδιες μεθόδους που η Ευρωπαϊκή Ένωση εφάρμοσε στις δοκιμές αντοχής των τραπεζών, θα καταλήγατε στην φυλακή.»
Γιατί όμως όλα αυτά; Ποιον νομίζουν ότι θα κοροϊδέψουν με αυτή την φαρσοκωμοδία των «τεστ αντοχής»; Τις αγορές; Τον κόσμο; Τους ίδιους τους εαυτούς τους; Φοβάμαι ότι ισχύουν όλα αυτά μαζί. Είναι σίγουρο ότι τα τεστ αυτά προορίζονταν να καθησυχάσουν τους καταθέτες των τραπεζών, σε μια εποχή όπου οι αποταμιεύσεις κυριολεκτικά λεηλατούνται ή τουλάχιστον γίνονται φύλλο φτερό από τις τράπεζες. Όπως είναι σίγουρο ότι απευθύνονται και στην αγορά με την ευρεία έννοια. Η κυρίαρχη λογική θέλει τα προβλήματα της οικονομίας να συνθέτουν ένα πολύπλοκο παζλ ψυχολογίας και προσδοκιών της αγοράς.
Έτσι ο βασικός σκοπός της οικονομικής πολιτικής είναι να δημιουργήσει συνθήκες «καλής ψυχολογίας» στις αγορές. Δεν υπάρχει καμιά αντικειμενική βάση των φαινομένων της κρίσης. Όλα ανάγονται στον τρόπο που αντιλαμβάνεται τα πράγματα μια απρόσωπη και απόκοσμη αγορά, την οποία οι οικονομίες και οι κυβερνήσεις οφείλουν μόνο να εξευμενίσουν και να πειθαρχήσουν σ’ αυτήν. Με τον ίδιο τρόπο που κάποτε οι ιεραπόστολοι ζητούσαν από τους ιθαγενείς να υποταχτούν στη μία και μόνη ορθή πίστη. Έτσι έχει καταντήσει σήμερα και η κυρίαρχη οικονομική λογική. Δεν νοιάζεται να εξηγήσει ή να αναλύσει τα πραγματικά φαινόμενα, αλλά να εξευμενίσει την αγορά ακόμη και με ψέματα, ακόμη και με εικονικά «τεστ αντοχής». Η οικονομία της αγοράς στο ανώτερο επίπεδό της σήμερα μέσα στα πλαίσια της ΕΕ έχει εξελιχθεί σ’ ένα σύστημα ανοιχτής αγυρτείας και απάτης.
Όμως αυτή η λογική δεν έχει μόνο κοντά ποδάρια, αλλά οδηγεί αναπόφευκτα σε νέα ακόμη πιο ισχυρά κραχ, πολύ πιο εκτεταμένα και καταστροφικά από αυτό που συναίβει το φθινόπωρο του 2008 και το οποίο δικαιολογημένα οι οικονομικοί αναλυτές σύγκριναν, ως προ το μέγεθος και τις συνέπειές του, με το κραχ του 1929. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Άντριου Χαλντέιν, επικεφαλής αναλυτής της Τραπέζης της Αγγλίας σε μια ομιλία του στις 14 Ιουλίου αμφισβήτησε την όποια θετική συμβολή του τραπεζικού τομέα στην οικονομική ανάπτυξη και διατύπωσε την εκτίμηση ότι «η χρηματοπιστωτική κρίση των τελευταίων τριών ετών υπήρξε, από κάθε άποψη, εξαιρετικά δαπανηρή. Όπως και στις προηγούμενες χρηματοπιστωτικές κρίσεις, το χρέος του δημόσιου τομέα πρόκειται να διπλασιαστεί ως ποσοστό του εθνικού εισοδήματος σε μια σειρά χώρες. Και εκτιμήσεις σχετικά με την χαμένη παραγωγή, τώρα και στο μέλλον, τοποθετούν το καθαρό αξιακό κόστος της κρίσης κάπου ανάμεσα σε μία φορά έως πέντε φορές το ετήσιο παγκόσμιο ΑΕΠ.
Σε κάθε περίπτωση, οι ουλές από την τρέχουσα κρίση φαίνεται πιθανό να είναι αισθητές για μια ολόκληρη γενιά.»
Η πολιτική στήριξης των υπερτροφικών τραπεζών σήμερα οδηγεί αναγκαστικά σε επιδείνωση της παγκόσμιας κρίσης, σε ακύρωση κάθε προσπάθειας ανάκαμψης , έστω και προσωρινής , από την παγκόσμια ύφεση, ακόμη και μέσα στα πλαίσια της κυρίαρχης πολιτικής. Αποτελεί την εγγύηση ότι το κύριο καταστροφικό δυναμικό της παγκόσμιας κρίσης δεν έχει ακόμη εκδηλωθεί στις χώρες και τους λαούς διεθνώς. Κάτι που ισχύει ιδιαίτερα για την ΕΕ, η οποία, χάρις στο ευρώ και στο πιο υπερτροφικό τραπεζικό σύστημα παγκοσμίως, έχει βρεθεί στο μάτι του κυκλώνα της παγκόσμιας κρίσης με απρόβλεπτες συνέπειες όχι μόνο για την ίδια τη συνοχή της, αλλά πρωτίστως για τους λαούς και τις χώρες που βρίσκονται φυλακισμένοι στο εσωτερικό της.
(από Stop cartel, epirus-ellas)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου