Είναι από τα πλέον βασανιστικά ερωτήματα που απασχολούν τους επιστήμονες εδώ και είκοσι αιώνες: Είμαστε τα μοναδικά λογικά όντα του Σύμπαντος ή υπάρχουν και συγκάτοικοί μας με τους οποίους δεν έχουμε καταφέρει ως τώρα να επικοινωνήσουμε; Το ερώτημα τίθεται ξανά, με αφορμή την προβολή της ταινίας «Επαφή», η οποία βασίζεται στο βιβλίο του κορυφαίου αστρονόμου Carl Sagan
Ο άνθρωπος αρνείται να πιστέψει ότι είναι μόνος του στο αχανές Σύμπαν. Ως σήμερα δεν έχουμε ακούσει «κουβέντα» από τους γείτονές μας. Είναι άραγε εκεί και δεν μπορούν να μας μιλήσουν ή είμαστε μόνοι στο Σύμπαν; Μια ιστορική αναδρομή στους προβληματισμούς που αναπτύχθηκαν τα τελευταία 2.000 χρόνια θα μας πείσει ότι η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν είναι καθόλου...
απλή υπόθεση και θα μας βασανίσει για πάρα πολλά ακόμη χρόνια, αν φυσικά καταφέρουμε ποτέ να το απαντήσουμε. Το πρόσφατο κινηματογραφικό φιλμ, βασισμένο στο βιβλίο του Carl Sagan «Επαφή» και με πρωταγωνίστρια στον ρόλο της νεαρής αστρονόμου την ηθοποιό Τζόντι Φόστερ που «πέτυχε» τελικά την πολυπόθητη επαφή, μας φέρνει και πάλι πίσω στις σκέψεις του Δημόκριτου, του Λεύκιππου και του Επίκουρου που πίστεψαν, όπως και ο Sagan, ότι μια τέτοια επαφή είναι δυνατή.
Οι λαοί που κατοικούσαν γύρω από τη Μεσόγειο, με προεξέχοντες τους αρχαίους Ελληνες, πίστευαν ότι η ζωή ήταν διάσπαρτη στο Σύμπαν. Κατέληξαν σε αυτό το συμπέρασμα περισσότερο από απλή διαίσθηση· θα ήταν μάλλον δύσκολο να υποστηρίξουν το αντίθετο, γιατί πίστευαν ότι ακόμη και οι πλανήτες για να κινούνται θα έχουν ζωή. Η σχολή του Επίκουρου (341 - 270 π.Χ.) ανέπτυξε πολλές ιδέες για την «πολλαπλότητα των κόσμων». Οι ιδέες αυτές ξεκίνησαν αρχικά από τον Δημόκριτο και τον Λεύκιππο δύο αιώνες πριν. Στο γράμμα του προς τον Ηρόδοτο ο Επίκουρος έγραφε: «Υπάρχουν άπειροι κόσμοι όμοιοι και ανόμοιοι με τον δικό μας. Γιατί τα άτομα είναι άπειρα σε αριθμό και γεννιούνται στο Διάστημα. Υπάρχουν άτομα που δεν έχουν χρησιμοποιηθεί ούτε για τον έναν κόσμο, ούτε για έναν περιορισμένο αριθμό από κόσμους, ούτε για όλους τους κόσμους που είναι ανόμοιοι, ούτε για εκείνους που είναι διαφορετικοί από τους δικούς μας. Ετσι δεν υπάρχει πουθενά δυσκολία για να υπάρχουν άπειροι κόσμοι». Λίγο πιο κάτω στο ίδιο γράμμα γράφει: «Πρέπει να πιστέψουμε ότι σε όλους τους κόσμους υπάρχουν ζώντες οργανισμοί, φυτά και άλλα πράγματα που συναντάμε στον δικό μας κόσμο».
Ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης αποτελούσαν μια από τις λίγες εξαιρέσεις στον αρχαίο κόσμο γιατί, ενώ πίστευαν ότι στο Φεγγάρι κατοικούσαν άνθρωποι, πίστευαν παράλληλα ότι είμαστε μοναδικοί στο Σύμπαν. Ο Πλάτωνας έγραφε ότι «υπάρχει και πάντα θα υπάρχει μία μόνο Υπέρτατη Αρχή», βασίζοντας τον ισχυρισμό του σε δύο επιχειρήματα: 1) η μοναδικότητα του Δημιουργού προϋποθέτει τη μοναδικότητα των δημιουργημάτων του και 2) όπου υπάρχουν περισσότερα από ένα δημιουργήματα ακολουθεί διάλυση και αποσύνθεση. Ο Αριστοτέλης στα Μεταφυσικά εξηγεί ότι η κίνηση των πλανητών στο ηλιακό σύστημα οφείλεται στην «Υπέρτατη Διάνοια» που βρίσκεται στην περιφέρεια. Αν έχουμε περισσότερους κόσμους θα χρειαστούν περισσότερες «Υπέρτατες Διάνοιες», αυτό όμως αποκλείεται για φιλοσοφικούς και θρησκευτικούς λόγους. Τις βάσεις όμως της διαμάχης πάνω στην ύπαρξη ή όχι της «πολλαπλότητας των κόσμων» μεταξύ φιλοσόφων και θεολόγων, που κυριάρχησε για 2.000 χρόνια, έθεσαν τα επιχειρήματα δύο επιφανών φιλοσόφων, του Πλούταρχου και του Λουκρήτιου. Ο Πλούταρχος έζησε από το 46 μ.Χ. ως το 127 μ.Χ. στη Χαιρώνεια της Βοιωτίας και υποστήριξε ότι 1) η Γη φαίνεται να μην έχει καμία ιδιαίτερη θέση στο Σύμπαν, 2) η Γη και τα άλλα ουράνια σώματα δεν φαίνεται να βρίσκονται στη θέση που θα έπρεπε σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους, 3) το Φεγγάρι μοιάζει πολύ με τη Γη, άρα θα πρέπει να μπορεί να συντηρεί ζωή, 4) αν στο Φεγγάρι δεν υπάρχει ζωή τότε αυτό δεν έχει λόγο ύπαρξης. Ο Πλούταρχος, επηρεασμένος από τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα, πίστευε στην παρουσία μιας Υπέρτατης Διάνοιας στο Σύμπαν που τακτοποιεί τα πάντα με κάποιο σκοπό. Με βάση αυτά τα επιχειρήματα κατέληξε ο Πλούταρχος ότι η ζωή υπάρχει στο Φεγγάρι.
Πριν από τον Πλούταρχο ο ρωμαίος ποιητής και υλιστής φιλόσοφος Λουκρήτιος, που έζησε τον 1ο π.Χ. αιώνα, είχε επιχειρήσει και αυτός να επιχειρηματολογήσει στο ίδιο θέμα. Δεχόταν το πρώτο και το τρίτο επιχείρημα του Πλούταρχου αλλά υποστήριζε ότι στον άπειρο χώρο τα άτομα διαγράφουν τυχαίες κινήσεις, πού και πού όμως συγκεντρώνονται τυχαία και δημιουργούν «συγκροτήματα ύλης»· μερικά από αυτά τα συγκροτήματα δημιουργούν δικούς τους κόσμους με δικούς τους ουρανούς, ανθρώπους και θηρία. Ολα αυτά δημιουργήθηκαν με απόλυτα φυσικό τρόπο, δημιούργησαν τους δικούς τους κανόνες επιλογής και τους δικούς τους πολιτισμούς. Δεν υπάρχει Δημιουργός και «κοσμικό υπερσχέδιο», το Σύμπαν δεν υπάρχει για τους κατοίκους του, αλλά οι κάτοικοί του βρίσκονται εδώ τυχαία, ως αποτέλεσμα της εξέλιξής του. Ο Λουκρήτιος καταλήγει ότι θα πρέπει να υπάρχουν άπειροι πληθυσμοί στο Σύμπαν μερικοί θα μοιάζουν πολύ με εμάς και άλλοι θα είναι πολύ διαφορετικοί.
Οι αρχικές διαφωνίες του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και του Πλούταρχου από τη μια και του Επίκουρου και του Λουκρήτιου από την άλλη παρέμειναν σε ισχύ για 2.000 χρόνια. Κάθε νέα ανακάλυψη στην Αστρονομία ή στη Βιολογία θα έπαιρνε τα επόμενα χρόνια μία από τις δύο αντίθετες πλευρές. Η Θεολογία έριξε το βάρος της στα επιχειρήματα του Αριστοτέλη και του Πλούταρχου, ενώ τα επιχειρήματα του Επίκουρου και του Λουκρήτιου ενισχύθηκαν από τις θεωρίες του Κοπέρνικου, του Δαρβίνου και αργότερα του Μαρξ.
Ο Αγιος Αυγουστίνος αποκήρυξε τη θεωρία των «πολλών κόσμων» και στον όγδοο αιώνα ένας επίσκοπος έχασε τη θέση του γιατί υποστήριζε δημόσια τη θεωρία της πολλαπλής εμφάνισης ζωής στο Σύμπαν. Οταν η διδασκαλία του Αριστοτέλη έγινε γνωστή στο Παρίσι, τον 13ο αιώνα, η διδασκαλία για τη μοναδικότητα των ανθρώπων στο Σύμπαν ενισχύθηκε. Τόσο ισχυρή ήταν τότε η θέση του Αριστοτέλη στους κύκλους της Εκκλησίας, που ούτε ο Θεός δεν θα έπρεπε να πάει αντίθετα με αυτή την άποψη. Δημιουργούσε όμως πρόβλημα στην παντοδυναμία του Δημιουργού, γι' αυτό με το άρθρο 27 του Αφορισμού του 1277 απαγορευόταν να υποστηριχθεί ότι ο Θεός δεν μπορούσε να δημιουργήσει πολλούς κόσμους στο Σύμπαν. Αργότερα ο Albertus Magnus και ο Αγιος Αυγουστίνος υποστήριξαν ότι ο Θεός θα μπορούσε να φτιάξει και άλλους κόσμους αλλά το αρνήθηκε.
Μετά την κοπερνίκεια επανάσταση και τη διαπίστωση ότι η Γη είναι ένας απλός πλανήτης ενώ ο Ηλιος είναι ένα από τα πολλά αστέρια στο Σύμπαν, ακόμη και στους κύκλους της Εκκλησίας η στενή αντίληψη της μοναδικότητας της ζωής στον πλανήτη μας άρχισε να δημιουργεί προβλήματα. Τον 17ο και τον 18ο αιώνα είχε σχεδόν επικρατήσει η ιδέα ότι η ζωή είναι σπαρμένη σε πολλά σημεία του Σύμπαντος και μια σειρά διαπρεπείς επιστήμονες της εποχής εκείνης (Thomas Wilkins, Christiaan Huygens, Bernard de Fontenelle) την υποστήριξαν με φανατισμό, ενώ οι Montaigne, Milon και Pope ζήτησαν από τους επιστήμονες και φιλοσόφους να μελετήσουν αυτό το τόσο σημαντικό θέμα. Παρέμειναν μόνο λίγες φωνές, όπως εκείνη του Thomas Paine, που υποστήριζαν ακόμη τη μοναδικότητα του ανθρώπου στο Σύμπαν.
Η πρώτη συστηματική επιστημονική κριτική στην «πολλαπλότητα των κόσμων» με βάση τα τελευταία δεδομένα της επιστήμης εμφανίζεται το 1854 από τον William Whewell στο έργο του «Η πολλαπλότητα των κόσμων». Ο Whewell επιτίθεται παράλληλα στους άγγλους επιστήμονες που υποστήριζαν την πολλαπλότητα των κόσμων και μάλιστα θέλησαν να την παρουσιάσουν και ως επιχείρημα υπέρ του χριστιανισμού. Ο Whewell υποστήριξε ότι υπάρχουν (σύμφωνα με αυτά που γνώριζαν ως τότε) μόνο λίγα πλανητικά συστήματα εκτός από το δικό μας και μόνο η Γη ανέπτυξε ζωή.
Είναι φανερό ότι στις αρχές του 19ου αιώνα πολλά επιστημονικά θέματα που θα τροφοδοτήσουν αργότερα αυτή την αντιπαράθεση δεν έχουν ξεκαθαριστεί. Τα επιχειρήματα του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και του Πλούταρχου για τον «Σοφό Δημιουργό» και του Επίκουρου και του Λουκρήτιου για τον αμέτρητο αριθμό των κόσμων που συνεχώς ανανεώνονται φαίνεται ότι προσωρινά εξαφανίζονται από το τραπέζι των συζητήσεων των αστρονόμων, αλλά λίγο αργότερα και των θεολόγων. Θα έρθουν όμως λίγα χρόνια αργότερα νέες ανακαλύψεις για τα «κανάλια» του Αρη ή για τη «ζωή» στον μετεωρίτη που μας ήρθε από τον Αρη πρόσφατα, για να τροφοδοτήσουν και πάλι την αντιπαράθεση.
Παλιές ιδέες και αντιπαραθέσεις στην επιστήμη ποτέ δεν πεθαίνουν, ακολουθούν κύκλους. Εκεί που το ένα επιχείρημα αποτυγχάνει σύντομα θα βρεθεί ένα άλλο. Στις αρχές του 20ού αιώνα η άποψη του Λουκρήτιου εμπλουτισμένη με τις απόψεις του Κοπέρνικου και του Δαρβίνου φαίνεται να δημιουργεί το κατάλληλο υπόστρωμα για μια μη ανθρωποκεντρική φιλοσοφική βάση και βοηθάει αργότερα την ανάπτυξη της διαστημικής φυσικής και αστροβιολογίας.
Διαβάζοντας το βιβλίο του Carl Sagan και βλέποντας την πολύ πετυχημένη μεταφορά του στην οθόνη να σκέπτεστε ότι παρακολουθείτε ένα όνειρο που έχει ξεκινήσει πριν από 2.000 χρόνια.
του κ. ΛΟΥΚΑ ΒΛΑΧΟΥ
Ο κ. Λουκάς Βλάχος είναι Καθηγητής Αστροφυσικής στο Τμήμα Φυσικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Πολιτείας Maryland, ΗΠΑ.
πηγή : tovima
"Το Βήμα" - 23/11/1997
(από ramnousia)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου