Θυμάμαι ακόμη το κουτάβι που βρήκα χτυπημένο στο δρόμο και το πήρα σπίτι. Δεν είχα καταλάβει πόσο γρήγορα τα κατάφερε η μητέρα μου και το εξαφάνισε, μετά έψαχνα να το βρω αλλά δεν ήταν πουθενά! Δεν το είδα ξανά ποτέ! Μέχρι και σήμερα, 10 χρόνια μετά δεν μου είπε τι απέγινε.
Η μαμά μισούσε πάντα τα ζώα. Οι γείτονες συχνά της καταλόγιζαν πως έριχνε δηλητήριο...
στις αδέσποτες γάτες, μα δεν είχαν αποδείξεις για αυτό και έτσι ούτε για αυτό είμαι σίγουρη. Θυμάμαι όμως πως κάποτε είχε κάνει έξωση σε μια κοπελίτσα που είχε νοικιάσει το παλιό μας σπίτι επειδή είχε σκυλάκι. Φυσικά και δεν μπορούσα να τολμήσω ακόμη και να φανταστώ να υιοθετήσω ένα ζωάκι, ούτε καν ένα καναρίνι, ένα χάμστερ ή μια χελωνίτσα. «Τα ζώα είναι βρωμερά! Σιχαμερά!» έλεγε πάντα, και εγώ χάιδευα στα κρυφά τα αδέσποτα στο δρόμο και προσπαθούσα να κάνω πάντα φίλους που είχαν ζώα, για να μπορώ να πηγαίνω σπίτι και να παίζω όχι με τους φίλους αλλά με τα ζωάκια των φίλων μου.
Τα χρόνια πέρασαν, εγώ μεγάλωσα και η μητέρα μου δεν άλλαξε. Ώσπου ήρθε εκείνο το ατύχημα που τόσο πολύ της στοίχησε. Εκείνη η μέρα ήταν η τελευταία μέρα που η μητέρα μου είδε το φως της μέρας και τα χρώματα του κόσμου. Έχασε για πάντα το φως της. Στο εξής έπρεπε να ξεκινήσει μια νέα ζωή, να μάθει να ζει μέσα στο σκοτάδι. Δεν άντεχε να εξαρτάται από τους άλλους, πάντοτε ήταν ανεξάρτητη και για αυτό πολύ σύντομα άρχισε να συνηθίζει τη νέα κατάσταση και έμαθε να κινείται μονάχη της μέσα στο σπίτι και να αυτοεξυπηρετείται όπως τότε που είχε το φως της.
Με το έξω όμως τι θα γινόταν; Η μόνη λύση ήταν να αποκτήσει ένα σκύλο οδηγό τυφλών… Σύντομα η μητέρα μου απέκτησε τη Λούσι, ένα πανέμορφο εκπαιδευμένο λαμπραντόρ που είχε αντικαταστήσει τα μάτια της! Χωρίς τη Λούσι δεν μπορούσε να κάνει βήμα, έγιναν αχώριστες αρχικά από ανάγκη, αλλά στο τέλος η μητέρα μου αγάπησε τη Λούσι και άλλαξε γνώμη για τα ζώα.
Ποτέ μη λες ποτέ! Δε ξέρεις πως θα τα φέρει η ζωή…
(από Τρυποκάρυδος., Epirus-Ellas)
Η μαμά μισούσε πάντα τα ζώα. Οι γείτονες συχνά της καταλόγιζαν πως έριχνε δηλητήριο...
στις αδέσποτες γάτες, μα δεν είχαν αποδείξεις για αυτό και έτσι ούτε για αυτό είμαι σίγουρη. Θυμάμαι όμως πως κάποτε είχε κάνει έξωση σε μια κοπελίτσα που είχε νοικιάσει το παλιό μας σπίτι επειδή είχε σκυλάκι. Φυσικά και δεν μπορούσα να τολμήσω ακόμη και να φανταστώ να υιοθετήσω ένα ζωάκι, ούτε καν ένα καναρίνι, ένα χάμστερ ή μια χελωνίτσα. «Τα ζώα είναι βρωμερά! Σιχαμερά!» έλεγε πάντα, και εγώ χάιδευα στα κρυφά τα αδέσποτα στο δρόμο και προσπαθούσα να κάνω πάντα φίλους που είχαν ζώα, για να μπορώ να πηγαίνω σπίτι και να παίζω όχι με τους φίλους αλλά με τα ζωάκια των φίλων μου.
Τα χρόνια πέρασαν, εγώ μεγάλωσα και η μητέρα μου δεν άλλαξε. Ώσπου ήρθε εκείνο το ατύχημα που τόσο πολύ της στοίχησε. Εκείνη η μέρα ήταν η τελευταία μέρα που η μητέρα μου είδε το φως της μέρας και τα χρώματα του κόσμου. Έχασε για πάντα το φως της. Στο εξής έπρεπε να ξεκινήσει μια νέα ζωή, να μάθει να ζει μέσα στο σκοτάδι. Δεν άντεχε να εξαρτάται από τους άλλους, πάντοτε ήταν ανεξάρτητη και για αυτό πολύ σύντομα άρχισε να συνηθίζει τη νέα κατάσταση και έμαθε να κινείται μονάχη της μέσα στο σπίτι και να αυτοεξυπηρετείται όπως τότε που είχε το φως της.
Με το έξω όμως τι θα γινόταν; Η μόνη λύση ήταν να αποκτήσει ένα σκύλο οδηγό τυφλών… Σύντομα η μητέρα μου απέκτησε τη Λούσι, ένα πανέμορφο εκπαιδευμένο λαμπραντόρ που είχε αντικαταστήσει τα μάτια της! Χωρίς τη Λούσι δεν μπορούσε να κάνει βήμα, έγιναν αχώριστες αρχικά από ανάγκη, αλλά στο τέλος η μητέρα μου αγάπησε τη Λούσι και άλλαξε γνώμη για τα ζώα.
Ποτέ μη λες ποτέ! Δε ξέρεις πως θα τα φέρει η ζωή…
(από Τρυποκάρυδος., Epirus-Ellas)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου