Του Δαμιανού Βασιλειάδη,
εκπαιδευτικού, συγγραφέα
Με ξάφνιασε ευχάριστα η απόφαση της
εφημερίδας και των υπευθύνων της, που τόλμησαν, να δημοσιεύσουν μια ανάλυση του
ιταλού μαρξιστή, ιστορικού διανοούμενου, που ούτε λίγο ούτε πολύ πετάει
κυριολεκτικά την «αριστερά», με εύσχημο τρόπο, στο λεγόμενο «χρονοντούλαπο της
ιστορίας» και με πιο κυνικό τρόπο, κυριολεκτικά στα «μπάζα».
Οι κριτικές του στην Αριστερά είναι
τόσο αιχμηρές, που δεν θα τολμούσα ούτε κατά «διάνοιαν» να τις...
επικαλεστώ, πόσο μάλλον να τις εκφράσω.
επικαλεστώ, πόσο μάλλον να τις εκφράσω.
Θα παραθέσω μόνο δύο αποσπάσματα,
για να γίνει καταληπτό γιατί μιλάμε. Λέει σε ένα σημείο αναφερόμενος στην
«αριστερά», βάζοντας πάντοτε τον όρο σε εισαγωγικά: «Το τέλος του υπαρκτού ιστορικού κομμουνισμού 1917-1991) ...ήταν μια φοβερή ιστορική και.....
γεωπολιτική καταστροφή, μια πραγματική τραγωδία, που ωστόσο έγινε δεκτή με
ενθουσιασμό από το πιο ηλίθιο πολιτιστικό συνονθύλευμα της οικουμένης, τη
λεγόμενη «αριστερά».
Και σε ένα άλλο σημείο (από τα
πολλά), αναφερόμενος στον δεσποτισμό των κομμουνιστικών κομμάτων γράφει: «...ενώ είχα πάντα μια απέχθεια και
διαφωνούσα για το λεγόμενο χώρο των σνομπ Ιταλών διανοουμένων που συνηθίζουμε
να αποκαλούμε ‘αριστερά’».
Τους διανοούμενους από την άλλη
χαρακτηρίζει ως κοινωνική ομάδα, υποτελή στην κυρίαρχη τάξη. Μάλιστα αναφέρει
ότι το σοβιετικό μοντέλο στον λεγόμενο «ιταλικό
δρόμο προς το σοσιαλισμό» έκρυβε τη «δομική
ενσωμάτωσή στους αναπαραγωγικούς μηχανισμούς του ιταλικού καπιταλισμού».
Κάτι ανάλογο έγινε και στην Ελλάδα.
Ακραιφνείς μαρξιστές «αριστεροί» το καταμαρτυρούν, όπως ο Γιάννης Μηλιός που
μιλά για την μετάλλαξη των αριστερών διανοουμένων με τα εξής λόγια: «Στη διαδικασία ιδεολογικού μετασχηματισμού[2] που περιγράφουμε
πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξε μια μεγάλη μερίδα διανοουμένων στελεχών της
παραδοσιακής Αριστεράς, αρχικά της ‘ανανεωτικής’ και στη συνέχεια και της
‘ορθόδοξης’ πτέρυγάς της. Η πρόσβαση (ή η προσδοκώμενη πρόσβαση) στις ανώτερες
θέσεις των κρατικών μηχανισμών (που για πρώτη φορά κατέστη δυνατή για το χώρο
αυτό μετά απ’ τη μεταπολίτευση και ιδίως μετά απ’ την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ
το 1981), αποτέλεσε τον μηχανισμό ενσωμάτωσής τους στους κοινούς τόπους της
κυρίαρχης ιδεολογίας».[3]
Aυτό που έκανε ο Ανδρέας Παπανδρέου με την Αριστερά και στη
συνέχεια σε μεγαλύτερη κλίμακα ο Κώστας Σημίτης, χωρίς να αποκλείουμε ακόμη και
αυτόν τον Κώστα Καραμανλή, τον νεότερο, ήταν – για να ερμηνεύσουμε το φαινόμενο
και με τη γλώσσα της ποίησης – ένα είδος
φ α ο υ σ τ ι κ ή ς σ υ ν α λ λ
α γ ή ς .[4] Όλοι
αυτοί απ’ την Αριστερά οι οποίοι εντάχτηκαν στο σύστημα (ενσωματώθηκαν στο
σύστημα, λέει πιο εμφαντικά ο Γιάννης Μηλιός), στο αστικό σύστημα του
παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού φυσικά, (δεν μιλάμε για εκείνους οι οποίοι
ούτως ή άλλως ήταν ενταγμένοι, όπως ο Αντώνης Λιάκος, ο Νίκος Μουζέλης, ο Θάνος
Βερέμης κ.α.), κατέληξαν στην πλειοψηφία τους να γίνουν απολογητές και
διαπρύσιοι κήρυκές του. Πούλησαν την ψυχή τους στον Μαμωνά του κυρίαρχου
αστικού μπλοκ εξουσίας [5] Ο
λόγος είναι απλός. Γιατί να τους διορίσει στα πνευματικά ιδρύματα και στους
ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους, αν δεν το εξυπηρετούσαν; Δεν πιστεύουμε
ότι ήθελαν να υπηρετήσουν τη «σοσιαλιστική κυβέρνηση» του Ανδρέα Παπανδρέου και
του Κώστα Σημίτη και να καταπολεμήσουν τη συντηρητική του Κώστα Μητσοτάκη και
Κώστα Καραμανλή, του νεώτερου, καθώς και του υπαρκτού, αντιλαϊκού και νεοταξικού
ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου, που θέλει να δημιουργήσει μια πολυπολιτισμική,
πολυφυλετική και πολυεθνική Ελλάδα, σύμφωνα με τα κελεύσματα της Νέας Τάξης και
της παγκοσμιοποίησης.
Η κριτική τους στο σύστημα, στο
καπιταλιστικό σύστημα, εάν και εφόσον γίνεται, δεν σημαίνει απαραιτήτως και
αμφισβήτηση του συστήματος. Τουναντίον. Χρησιμεύει πολλές φορές ως βαλβίδα
ασφαλείας του, ως εκτόνωση μιας συγκεκριμένης κοινωνικής πίεσης. Αυτό
ισχυριζόταν ο Τρότσκι όταν έλεγε: «Για
δεκαετίες η αντιπολιτευόμενη κριτική δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο από μια
βαλβίδα ασφαλείας για τη μαζική δυσαρέσκεια, μιαν απ’ τις συνθήκες σταθερότητας
της κοινωνικής δομής».[6]
Η εργασιοθεραπεία της επανάστασης,
προσθέτουμε εμείς, δεν συνιστά επανάσταση.[7] Όμως
η γενίκευση ασφαλώς και είναι λάθος.
Πιο αποκαλυπτικός ωστόσο είναι ένας
άλλος διανοούμενος της Αριστεράς, ο Δημήτρης Μπελαντής,[8]
Γράφει σχετικά: «Με την επικράτηση του Κ.
Σημίτη στην κυβέρνηση, το κυβερνητικό κόμμα και την ελληνική κοινωνία,
παρατηρήθηκε ένα καινοφανές πολιτικό φαινόμενο: η μαζική προσχώρηση της
αριστερής διανόησης στο στρατόπεδο του Κ. Σημίτη και του ‘αριστερού
εκσυγχρονισμού’. Τα επιτελεία δεν βομβαρδίστηκαν -κατά την προσφιλή έκφραση του
Μάο Τσε Τουγκ - απ’ τους αριστερούς διανοούμενους, αλλά αλώθηκαν μαζικά απ’
αυτούς. Προέκυψε η συστηματική στελέχωση των υπουργείων μ’ αριστερούς ειδικούς
συμβούλους, ιδίως εκ της ανανεωτικής Αριστεράς και η δημιουργία ενός αριστερού think tank γύρω απ’ την ‘εκσυγχρονιστική’ κρατική
πολιτική.
Έχουμε
έτσι μία μετατόπιση των αριστερών διανοουμένων απ’ την περιφέρεια του κράτους,
από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς και από τους θεσμούς οργάνωσης της συναίνεσης
και της κοινωνικής αναπαραγωγής, στον σκληρό πυρήνα του κρατικού σχεδιασμού και
προγραμματισμού, στην ‘καρδιά’ του κράτους». Και σ’ ένα άλλο σημείο
συμπληρώνει αποκαλυπτικά: «Η πλειοψηφική
τοποθέτηση των αριστερών διανοουμένων ήταν μια τοποθέτηση αποδοχής του
κοινωνικού καταμερισμού εργασίας ως τεχνικής αναγκαιότητας, της θέσης της νέας
μικροαστικής τάξης και των διανοουμένων μέσα σ’ αυτόν και ειδικότερα της
ανάληψης από αυτούς διευθυντικών ρόλων στην αναπαραγωγή των σχέσεων εξουσίας
(ιδεολογική επιβουλή, ‘επιστημονική’ διεύθυνση
της εργασιακής διαδικασίας, λειτουργίες διεύθυνσης του κεφαλαίου)».[9]
Πιο παραστατικά δεν μπορεί να περιγραφεί ο ρόλος αυτής της
κατηγορίας αριστερών διανοούμενων, οι οποίοι είναι οι κύριοι υπαίτιοι της
αναπαραγωγής των σχέσεων εξουσίας, μέσω της ιδεολογικής ηγεμονίας και κατά
συνέπεια της συναίνεσης, όπως αποφαίνεται ο Γκράμσι, δηλαδή της αστικής εξουσίας
που υποτίθεται ότι, λόγω της φαινομενικά
αριστερής ιδεολογίας τους, θέλουν να καταπολεμήσουν, ενώ στην πράξη συμβαίνει
το ακριβώς αντίθετο. Αυτή η κατηγορία των αριστερών διανοούμενων αποτελεί «την
ιδεολογική καρδιά του κράτους», του πυρήνα της ιδεολογικής ηγεμονίας του
αστικού κράτους».[10]
Η τεράστια σύγχυση των «αριστερών» διανοουμένων και οι ευθύνες της
Αριστεράς.
Το μέγεθος της σύγχυσης και της
άγνοιας της πραγματικότητας επιβεβαιώνει η πολιτική της. Έως προχθές τα κόμματα
της Αριστεράς έπαιζαν την κολοκυθιά, διαγκωνιζόμενα μεταξύ τους ποιο θα
προτείνει μεγαλύτερους μισθούς και συντάξεις και διορισμούς στο δημόσιο.
Μιλούσαν για μισθούς και συντάξεις
ανάμεσα στα 1400 ή 1600 ευρώ και για διορισμούς γύρω στις 100.000 υπαλλήλους
στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, για να αναφέρουμε μόνο μερικά παραδείγματα της
ανικανότητάς της προφανώς, να συλλάβει
τη ζοφερή κατάσταση. Αναπαρήγαγαν στη φαντασία τους μια κοινωνία η οποία δεν
υπήρχε στην πραγματικότητα.
Ήδη από το 1985 ήταν φανερό με
δήλωση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας ότι δεν μας φτάνουν τα χρήματα να
πληρώσουμε μισθούς και συντάξεις και όχι το 1993, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά
ο Κώστας Μπέης σε κάποιες εξομολογήσεις του. Από τότε ζούσαμε με δανεικά. Δεν
γνώριζαν άραγε τα κόμματα της Αριστεράς το δραματικό αυτό γεγονός και ότι
βασικά τρώγαμε το ψωμί των παιδιών μας, υποθηκεύοντας μάλιστα στους τοκογλύφους
δανειστές μας την εθνική μας ανεξαρτησία και τα περιουσιακά στοιχεία της
πατρίδας μας; Ήταν στραβός ο γιαλός ή στραβά αρμένιζε η Αριστερά;
Σαφώς και στραβά αρμένιζε και το
γεγονός αυτό δεν χρήζει αποδείξεως.
Όμως κατάλαβε άραγε η Αριστερά αυτό
που αναλύει ο Κονστάντσο Πρέβε τόσο γλαφυρά; Άραγε έχει συναίσθηση της
καινούργιας πραγματικότητας ή ζει ακόμη στον κόσμο της;
Ποια είναι όμως αυτή η πραγματικότητα
που έχει φέρει τα πάνω κάτω;
Μας την περιγράφει με σαφήνεια ο
ιταλός μαρξιστής, φιλόσοφος και ιστορικός με μερικές αφοριστικές προτάσεις, που
είναι αποκαλυπτικές. «Θα φτάσω σύντομα»,
λέει ο ίδιος, αναφερόμενος στο φαινόμενο Μπερλουσκουνισμός, «στο ουσιαστικό ιστορικό πρόβλημα που
κρύβεται πίσω του, δηλαδή στη μορφοποίηση και στη συνέχεια την εξαφάνιση της
ευρωπαϊκής εκδοχής του καπιταλισμού στην πορεία προς την υιοθέτηση ενός ενιαίου
αγγλοσαξωνικού μοντέλου ολοκληρωμένου καπιταλισμού». Όταν μιλάει για
εξαφάνιση της ευρωπαϊκής εκδοχής εννοεί κατά βάση το κεϋσιανό μοντέλο ή μια
μορφή ή παραλλαγή του, με το κράτος πρόνοιας κ.λπ. Και προσθέτει πιο κάτω,
επεξηγώντας το φαινόμενο ακόμη πιο καταληπτά: «Ο Μπερλουσκόνι εκδιώχθηκε από το μεγάλο διεθνές χρηματοπιστωτικό
κεφάλαιο και από κανέναν άλλο, γιατί δεν κατάφερε δεν θέλησε, δεν ήξερε να
συγχρονίσει όλη την Ιταλία (μάλλον την εταιρεία Ιταλία) στο ρυθμό της νέας
μορφής ηγεμονίας του παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελεύθερου ιμπεριαλισμού.[11]
Δεν
πρέπει να μας διαφεύγει ότι σήμερα ζούμε έναν ριζοσπαστικό κατασταλτικό
επαναπροσδιορισμό, μετά τις απάτες και τις φαντασμαγορίες με τις οποίες μας
κατέκλυζε για μια εικοσαετία όλος ο πολιτικός , μιντιακός και διανοουμενίστικος
συρφετός, που προερχόταν κύρια από την ‘αριστερά’ και όχι μόνο». Τέλος
προσθέτει σ’ αυτές του τις αναλύσεις, που αναδεικνύουν το όλο πρόβλημα της
ευρωπαϊκής κρίσης στην ουσία του και όχι μόνο της ελληνικής, λέγοντας ότι
«Γινόμαστε μάρτυρες στην ολοκληρωτική αφομοίωση του ευρωπαϊκού μοντέλου, δηλαδή
στο τέλος του, μέσα στο ενιαίο αγγλοσαξονικό -αμερικανικό μοντέλο, προϊόν
ιστορικής προδοσίας των κυρίαρχων ευρωπαϊκών τάξεων, που αμερικανοποιήθηκαν από
γλωσσολογική και πολιτιστική άποψη». Στο τελευταίο αυτό έχω τις επιφυλάξεις
μου. Δεν νομίζω ότι αμερικανοποιήθηκαν κ.λπ, αλλά ότι τον ασπάστηκαν γιατί γι’
αυτούς το αγγλοσαξονικό μοντέλο είναι πιο αποτελεσματικό για τα συμφέροντά του.
Στο σημείο αυτό ανακύπτει και το
κρίσιμο ερώτημα: Αν οι κυρίαρχες ευρωπαϊκές τάξεις, δεν ήθελαν, δεν μπορούσαν ή
τελικά προσαρμόστηκαν στο ανωτέρω μοντέλο, πώς συνέλαβαν, πώς εκτίμησαν και πώς
έπραξαν οι δυνάμεις της «αριστεράς», όπως θέλει να τις περιγράφει ο Κονστάντσο
Πρέβε;
Εδώ είναι το ερώτημα και η πρόκληση
και το ζητούμενο για την Αριστερά στην Ελλάδα. Τι μας λέει ο Ιταλός στοχαστής,
αλήθεια; Μας λέει να ξεχάσουμε τους επαρχιώτικους, ξεπερασμένους και στη θεωρία
και την πράξη προβληματισμούς μας στον μικρόκοσμο που ζούμε και να δούμε
κατάματα το παγκόσμιο τσουνάμι που δημιούργησε η ηγεμονία του μεγάλου παγκοσμιοποημένου
νεοφιλελεύθερου χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, που σαρώνει την Ευρώπη και όλη
την ανθρωπότητα, τελικά.
Η Ελλάδα αποτελεί πραγματικά ένα
απλό πειραματόζωο σε μικροκλίμακα, ενώ στην μεγαλοκλίμακα κινδυνεύει η Ιταλία
και στη συνέχεια ολόκληρη η Ευρώπη. Ο Γιώργος Παπανδρέου, ως ο πιο αμερικανός
από τους Ευρωπαίους, τάχτηκε να παίξει αυτό το ρόλο του αγγλοσαξονικού
ολοκληρωμένου καπιταλισμού κατ’ εντολή των ΗΠΑ. Το πρόβλημα λοιπόν έχει ασφαλώς
τα ιδιαίτερα, ιδιόμορφα χαρακτηριστικά, τυπικά για την Ελλάδα, αλλά επεκτείνεται
στον ευρύτερο ορίζοντα της Ευρώπης και του κόσμου όλου. Εκεί τουλάχιστον που
επικρατεί η αγγλοσαξονική ηγεμονία, με τον χαρακτηριστικό της δαρβινισμό.
Φτάνουμε λοιπόν, μετά την κατανόηση
του προβλήματος, να αναρωτηθούμε, πώς αντιμετώπιζε και πώς αντιμετωπίζει η
ελληνική Αριστερά, με ή χωρίς εισαγωγικά τα τεράστια ερωτήματα που ζητούν
απάντηση και στα οποία δεν μπόρεσε επαρκώς η καθολικώς, όπως γνωρίζω, να
προτείνει λύσεις. Σε τι έγκειται άραγε αυτή η αδυναμία ή ανικανότητα;
Όλοι σχεδόν οι περισπούδαστοι
μαρξιστές ή εν πάση περιπτώσει «αριστεροί» οικονομολόγοι μιλούσαν για κρίση του
καπιταλισμού και κατάρρευσή του. Δεν είχαν και δεν έχουν, είναι αλήθεια
συνείδηση της πραγματικότητας. Το ότι καταρρέει μία ή δύο τράπεζες ή μερικές
επιχειρήσεις δεν σημαίνει καθόλου ότι καταρρέει το σύστημα. Απλώς γίνεται
αναδιάρθρωση σε πιο προχωρημένες και προσοδοφόρες μορφές.
«Είμαστε σε φάση μετάβασης από μια
μορφή του καπιταλισμού σε μια άλλη μορφή του, γενικότερη και παγκοσμιοποιημένη.
Περνάμε στον απόλυτο καπιταλισμό. Η Ελλάδα είναι μόνο ένας αδύναμος κρίκος, το
καλύτερο πειραματόζωο πριν από την Ιταλία και την Ισπανία». Αυτό τονίζει ο Ιταλός μαρξιστής
φιλόσοφος Κονστάντσο Πρέβε.[12]
Στο ερώτημα αυτό θα προσπαθήσω να
δώσω τη δική μου απάντηση που την ανέλυσα στη μελέτη μου: Ο Μαρξ, ο Έγκελς, ο Λένιν και η πολιτισμική ηγεμονία της Αριστεράς.
όπου αναλύω τα αίτια αυτού του προβλήματος.[13] θα
αναφέρω μόνο μια σύγχυση που επεκράτησε ανέκαθεν στο χώρο της Αριστεράς σχετικά
με τον Μαρξ και τη θεωρία του.
Ο ίδιος ο Μαρξ, στοχαστής από τους
λίγους, είναι γεμάτος αντιθέσεις. Μερικές αντιθέσεις τις κατέθεσε και ο
Κονστάντσο Πρέβε. Αναφέρει ο ίδιος δύο βασικές αυταπάτες του Μαρξ: «Αδυναμία της καπιταλιστικής αστικής τάξης να
αναπτύξει τις παραγωγικές δυνάμεις, επαναστατική ικανότητα της εργατικής τάξης,
που αμείβεται με μισθό ή ημερομίσθιο». Αυτά διακήρυττε ο Μαρξ. Και στις δύο
αυτές βασικές θέσεις έπεσε έξω. Και δεν ήταν οι μόνες. Υπάρχει όμως στο χώρο
της Αριστεράς και μια άλλη, μεγαλύτερη σύγχυση, που δημιουργεί προβλήματα, που
δεν έχουν σχέση με τον Μαρξ.
Οι περισσότεροι μαρξιστές, για να
μην πω όλοι, διαπράττουν πάλι ένα εγκληματικό θεωρητικό λάθος. Ποιο δηλαδή.
Απλούστατα: Συγχέουν τη φιλοσοφία του Μαρξ και τις φιλοσοφικές του απόψεις με
την επιστημονική του πληρότητα, όσον αφορά την ανάλυση του καπιταλισμού και,
όπως λέει ο ΄Εγκελς, «την αποκάλυψη του
μυστικού της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής με την υπεραξία».[14]
Σε τι συνίσταται η σύγχυση; Ως ικανός επιστήμονας ο Μαρξ ανέλυσε τις
λειτουργίες όχι του καπιταλισμού, αλλά του μηχανισμού που μπορεί να
χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε σύστημα, καπιταλιστικό, σοσιαλιστικό, κομμουνιστικό
και λοιπά, για την απόκτηση της υπεραξίας από την εργασία και της δημιουργίας
της συσσώρευσης του κεφαλαίου (πρωταρχική ή προχωρημένη, δεν έχει σημασία), είτε
αυτή η εργασία είναι, όπως τονίσαμε, κόκκινη, μπλε, πράσινη ή οποιουδήποτε
άλλου χρώματος (βλ. Κίνα π.χ).
Γι’ αυτό και οι καπιταλιστές είναι
οι καλύτεροι μελετητές του μαρξισμού, τον οποίο και εφαρμόζουν κατά γράμμα, θα’
λεγα και θα προσέθετα και καθ’ υπερβολήν, όπως γίνεται σήμερα. Εφάρμοσε στις
μελέτες αυτές τις μεθόδους των φυσικών επιστημών.
Επιπλέον πρέπει να καταρρίψουμε και
μια άλλη σύγχυση που παρουσιάζεται πολύ συχνά και αφορά τις διάφορες θεωρίες. Η
οποιαδήποτε θεωρία μεταδίδει γνώσεις, οι οποίες δεν έχουν αυταξία, δεν
εκφράζουν δηλαδή κάποιο αξιακό περιεχόμενο. Είναι δηλαδή αυτές καθαυτές
ουδέτερες. Π.χ. η γνώση της ατομικής ενέργειας δεν καθορίζει και την καλή ή
κακή χρήση της. Αυτή είναι η φύση της γνώσης. Για να το κάνουμε πιο λιανά. Η γνώση
αυτή καθαυτή δεν κάνει τον άνθρωπο καλύτερο ή χειρότερο. Ανάλογα με την αξιακή
της χρήση αποκτά και την ανάλογη αξία της. Οι περισσότεροι συγχέουν αυτά τα δύο
επίπεδα. Για να το κάνω ακόμα πιο κατανοητό: Όσο πιο μορφωμένος (σπουδαγμένος)
είναι κανείς και αποκτά γνώσεις, δε σημαίνει καθόλου ότι είναι και καλύτερος
από ηθικής πλευράς. Γιατί το θέμα της ηθικής, όχι με την τρέχουσα σημασία, αλλά
με τη δυνατότητα της «ελεύθερης» επιλογής, ανάμεσα στο δρόμο της αρετής και της
κακίας, για να αναφέρουμε το κλασικό παράδειγμα από την αρχαιότητα, είναι το
καθοριστικό για την χρήση της γνώσης.
Το δεύτερο αφορά τη φιλοσοφία του,
που δεν είναι θέμα θετικών επιστημών. Το διατυπώνει και ο ίδιος ο Μαρξ στην
εισαγωγή της μελέτης του Κριτική της
πολιτικής οικονομίας με τα εξής λόγια: «Το
γενικό συμπέρασμα στο οποίο κατάληξα, και που, όταν πια το είχα αποχτήσει,
χρησίμευε σαν οδηγός στις μελέτες μου...». Στη συνέχεια αναφέρει τα βασικές
αρχές της φιλοσοφίας του, που επέχουν τη μορφή αξιωμάτων (και όχι βέβαια
φυσικών νόμων).[15]
Αυτή η φιλοσοφία λοιπόν έχει
τεράστιες αντιφάσεις. Μία από τις αντιφάσεις αυτές περιλαμβάνεται σε μια βασική
του φιλοσοφική θέση, εν είδη αξιώματος, που λέει: «Ένας κοινωνικός σχηματισμός ποτέ δε εξαφανίζεται, προτού αναπτυχθούν
όλες οι παραγωγικές δυνάμεις που μπορεί να χωρέσει και νέες, ανώτερες
παραγωγικές σχέσεις ποτέ δεν εμφανίζονται, προτού ωριμάσουν οι υλικοί όροι της
ύπαρξής τους μέσα στους κόλπους της
ίδιας της παλιάς κοινωνίας... Σε γενικές γραμμές μπορούν ο ασιατικός ο αρχαίος,
ο φεουδαρχικός και ο σύγχρονος αστικός τρόπος παραγωγής να χαρακτηριστούν ως
προοδευτικές εποχές του οικονομικού κοινωνικού σχηματισμού».[16] Στις
γραμμές αυτές περιλαμβάνεται ένα κομμάτι της φιλοσοφικής θεωρίας του Μαρξ για
την ιστορία και την ευθύγραμμη ιστορική εξέλιξη, που, όπως τονίζει ο Παναγιώτης
Κονδύλης, θα οδηγούσε σε ένα ευτυχισμένο τέλος, δηλαδή την αταξική κοινωνία.
Ορισμένοι μαρξιστές, απολογητές του
μαρξισμού, αμφισβητούν ότι ο Μαρξ εντάσσεται στις «εξελικτικές θεωρίες της
προόδου».
Όμως η εφαρμογή του μεγάλου παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελεύθερου
αγγλοσαξονικού μοντέλου, ανταποκρίνεται πλήρως στη θεωρία του Μαρξ, που
λέει σε απλά ελληνικά ότι, για να υπάρξει μετάβαση από τον καπιταλιστικό τύπο
παραγωγής στον σοσιαλιστικό, σε ένα δηλαδή, όπως λέει ανώτερο κοινωνικό
σχηματισμό, πρέπει να δημιουργηθεί ο αποκλειστικός τύπος παραγωγής, δηλαδή από
τη μια το κεφάλαιο και από την άλλη η εργασία (το προλεταριάτο). Όλες οι
ενδιάμεσες μορφές, που μπορούμε να τις χαρακτηρίσουμε προκαπιταλιστικές, όπως
οι αγρότες, οι μικροβιοτέχνες, οι μικροεπαγγελματίες κ.λπ θα έχουν λίγο πολύ
αντικατασταθεί ή θα βρίσκονται στην πορεία ενσωμάτωσής τους στον αποκλειστικό
τύπο παραγωγής. θα πρέπει να καταστραφούν. Κάτι που γίνεται τώρα. Σ’ αυτή τη
διαδικασία βρισκόμαστε, που βιώνουμε και στην Ελλάδα με την πλήρη
προλεταριοποίηση της μεσαίας, μικρομεσαίας, ακόμη και μερίδες της μεγάλης
αστικής τάξης. Τότε οι εσωτερικές αντιθέσεις του καπιταλισμού και ο
ανταγωνισμός ανάμεσα στους κεφαλαιοκράτες θα οδηγήσουν σε ρήξη και αλλαγή αυτού
του μοντέλου. Αυτή είναι η θεωρία ορισμένων αφελών αριστεριστών βασικά, που δεν
καταλαβαίνουν τίποτε από τη λειτουργία του καπιταλισμού και τους μηχανισμούς
του.
Επειδή όμως αυτές τις θεωρίες ή
παρόμοιες ασπάζονται και, όπως είπα, περισπούδαστοι μαρξιστές «αριστεροί», θέλω
να τονίσω ότι, εφόσον δεν υπάρχει κάποιο αντίρροπο δέος, δηλαδή ένα δυναμικό
Λαϊκό Κίνημα, ο καπιταλισμός με τη μορφή που την περιέγραψε ο Πρέβε, έχει και
το πεπόνι και το καρπούζι στα χέρια του, για να το πούμε λαϊκά. Δηλαδή ο ίδιος
ρυθμίζει τις κρίσεις του με τις ασφαλιστικές δικλίδες που διαθέτει. Κάτι που
είχε γίνει κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου. Αν δει δηλαδή ότι κινδυνεύει,
δεν τον εμποδίζει να εφαρμόσει πάλι κάποια μορφή κεϋνσιανού μοντέλου ή κάποιου
άλλου μοντέλου, έως ότου ξεπεράσει πάλι την κρίση.
Ποιο ακριβώς είναι το πρόβλημα μας
το παρουσιάζει ο Ανδρέας Παπανδρέου: «Ως
σοσιαλιστής είμαι ιδιαιτέρως εξοικειωμένος με την κλασική μαρξιστική άποψη ότι
ο καπιταλισμός αναπτύσσει κοινωνικές δομές, όπως η ατομική ιδιοκτησία της
παραγωγής, οι οποίες ανακόπτουν την πρόοδο της τεχνολογίας και της
παραγωγικότητας και καθιστούν απαραίτητη την σοσιαλιστική επανάσταση. Για τον
Μαρξ αυτή ήταν η κύρια αντίφαση του καπιταλισμού και η βάση του επιχειρήματος
ότι ο σοσιαλισμός ήταν ιστορικά αναπόφευκτος. Αλλά φαίνεται ότι ακριβώς το αντίθετο
αληθεύει. Το καπιταλιστικό σύστημα δείχνει εντυπωσιακό δυναμισμό και μεταβάλλει
τις αντιλήψεις που διακατείχαν επί μακρόν τους μαρξιστές σχετικά με το φθίνον
μέλλον του καπιταλισμού».[17]
Σήμερα, για την εποχή που μιλάμε,
βρισκόμαστε στη διαδικασία ανάδειξης και εφαρμογής της ανώτερης μορφής του
καπιταλισμού, που θα τον χαρακτήριζα σε αντιστοιχία προς τον Λένιν, όχι ιμπεριαλισμό
του κεφαλαίου, αλλά κατ’ αναλογία υπέριμπεριαλισμό.
Ένας σύντομος επίλογος
Πολύ σωστά επισημαίνει ο Κονστάντσο
Πρέβε, αυτό που η Αριστερά και η αριστερή διανόηση, που πασχίζει γνήσια για
λύσεις διεξόδου από την κρίση, δεν έχει καταλάβει. Ποιο δηλαδή, ότι, όπως λέει
και ο ίδιος, βρισκόμαστε στην ανώτατη φάση καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού, σε έναν
θα λέγαμε υπέριμπεριαλισμό, ο οποίος βρίσκει την έκφραση και εφαρμογή του όχι
απλώς στην πρωταρχική συσσώρευση του κεφαλαίου, αλλά στην υπερσυσσώρευση του
κεφαλαίου σε μια ολιγαρχία (μικρή ή μεγάλη ανάλογα με τις συνθήκες) του μεγάλου
παγκοσμιοποιημένου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Έτσι θα υπάρχουν βασικά, όπως
είπε ο Μαρξ ο «καθαρός» κεφαλαιοκρατικός τύπος παραγωγής με μόνο δύο τάξεις, την
αστική τάξη, που μπαίνει τελικά, σύμφωνα με τη θεωρία του, φρένο στην εξέλιξη
και τις παραγωγικές δυνάμεις, στις οποίες συγκαταλέγεται η εργατική τάξη.
Σήμερα το σχήμα αυτό παίρνει τη μορφή του παγκοσμιοποιημένου ιμπεριαλισμού που
προαναφέραμε. Δηλαδή με άλλα λόγια η συγκέντρωση του παγκόσμιου πλούτου σε
ελάχιστα χέρια του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, που θα βασίζεται στην
προλεταριοποίηση όλων των υπολοίπων τάξεων, βασικά σε ένα είδος κινεζοποίησης
της εργασίας.
Για μένα η μόνη διέξοδος αποτελεί
ένα γνήσιο πατριωτικό κίνημα της Αριστεράς, που αυτό και μόνο είναι σε θέση να
βάλει φραγμό σ’ αυτή την πορεία και να δημιουργήσει προϋποθέσεις ανατροπής της
σημερινής καθεστηκυίας τάξης. Το γιατί θα το εξηγήσουμε σε άλλη ανάλυσή μας.
Προκαταβολικά όμως θα παραθέσω δύο απόψεις που έχουν σχέση με τα προηγούμενα
και αναφέρονται και σ’ αυτά που θα ακολουθήσουν. Σε μια συνέντευξή του[18] ο
Πορτογάλος κομμουνιστής νομπελίστας Ζοζέ Σαραμάγκου δήλωσε: Η αριστερά «πίστευε ότι θα κερδίσει τη μάχη
στο παρόν με τα όπλα του παρελθόντος. Καθώς η θεωρία δεν ανανεώθηκε, η πρακτική
έγινε ένα μπερδεμένο κουβάρι. Τα υπόλοιπα τ’ ανέλαβε ο ρεαλισμός και η ουτοπία
αποτελειώθηκε απ’ τον οπορτουνισμό».[19]
Αλήθειες, που πονούν, αλλά που αποτυπώνουν την πραγματικότητα και ο κάθε
«αριστερός» τις αποκρύπτει στο υποσυνείδητο, γιατί δεν έχει το σθένος και το
θάρρος να κάνει την υπέρβασή του και μ’ αυτήν την υπέρβαση την επανάσταση.
Tο δεύτερο αναφέρεται στην πατριωτική Αριστερά. Η Αριστερά ή θα
είναι πατριωτική ή δεν θα υπάρξει, κατά το «Ο
σοσιαλισμός ή θα είναι δημοκρατικός ή δεν θα υπάρξει» που είπε κάποτε ο
Νίκος Πουλατζάς.
Η μόνη διέξοδός της είναι ν’
αποκτήσει την πολιτιστική ηγεμονία της και αυτό θα καταστεί δυνατό μόνον,
όταν τ ο
ε θ ν ι κ ό σ υ ν δ υ α σ τ ε ί μ ε
τ ο κ ο ι ν ω ν ι κ ό.
Υπονόμευση του εθνικού κράτους απ’
την άλλη, όπως πολύ σωστά λέει ο Γάλλος οικονομολόγος Maurice Allais, συντελεί στην «υφαρπαγή απ’ τους λαούς της κυριαρχίας τους, της ελευθερίας τους, της
δημοκρατίας τους και της ταυτότητάς τους και την αναγωγή τους από πολίτες σε
χειραγωγούμενους καταναλωτές μιας ασύδοτης αγοράς, χωρίς σύνορα και θεσμικό
πλαίσιο, χωρίς εγγυήσεις και ελέγχους».[20]
Είναι άραγε τυχαίο το γεγονός ότι ο
Στάλιν κήρυξε κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τον «πατριωτικό πόλεμο» και κανέναν
ταξικό; Δεν είναι καθόλου τυχαίο, γιατί αν δεν το έπραττε η Σοβιετική Ένωση,
πολύ πιθανόν από τότε θα είχε καταρρεύσει. Ποιο προλεταριάτο θα στρατεύονταν
για την «ταξική πάλη;». Η απάντηση η δική μου: Κανένα. Οι Σοβιετικοί πολέμησαν
για την πατρίδα και νίκησαν.
Συμπερασματικά θα τονίσω ότι Η κατάργηση του έθνους - κράτους και των
εθνικών συνόρων που προπαγανδίζουν «αριστεροί» κύκλοι, και που ταυτίζεται
απόλυτα με την πολιτική της παγκοσμιοποίησης, αποτελεί την πλήρη προσαρμογή στη
στρατηγική της παγκοσμιοποιημένης αγοράς, που πρώτιστη επιδίωξή της είναι
εξυπηρέτηση των γεωστρατηγικών της συμφερόντων σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων,
με την μετατροπή τους σε άβουλους καταναλωτές.
[1] Το άρθρο δημοσιεύτηκε ως Α
μέρος στο «Δρόμος της Αριστεράς», στις 10.12.2011 με τίτλο: «Ιστορικές και πολιτικές επισημάνσεις μετά
την πτώση του Μπερλουσκόνι»
[2] Ο
Μηλιός αναφέρεται στον μαζικό διορισμό σε θέσεις και αξιώματα του κρατικού
μηχανισμού «αριστερών» διανοουμένων απ’ τον Ανδρέα Παπανδρέου, για να πετύχει
τον συμβιβασμό και τον προσεταιρισμό τους στον αστικό «εκσυγχρονισμό». Μια
τέχνη που ο Ανδρέας Παπανδρέου κατείχε άριστα και την εφάρμοσε με επιτυχία και
ο διάδοχός του, ο Κώστας Σημίτης.
Όλοι αυτοί από την Αριστερά
και το κέντρο, αλλά και από όλες τις πολιτικές παρατάξεις, που ευνοήθηκαν από
τον Ανδρέα Παπανδρέου ποικιλοτρόπως, είτε με διορισμούς σε θέσεις είτε σε οργανισμούς,
είτε κάπου αλλού, άσχετα αν το άξιζαν ή όχι,
είναι δύσκολο να ασκήσουν κριτική στον ίδιο.
Πρέπει να κάνει κανείς μεγάλη
υπέρβαση και αυτοκριτική για να μπορέσει να ασκήσει στη συνέχεια κριτική στον
Ανδρέα Παπανδρέου, που τους χρησιμοποίησε, απλώς για να λεηλατεί με την
μεγαλύτερη δυνατή ευκολία τις ψήφους τους, για να τον εκλέγουν, αυτοί και το
περιβάλλον τους.
Αυτός είναι ο λόγος που
πολλοί έντιμοι κατά τα άλλα αγωνιστές, δεν τολμούν να μιλήσουν και να κάνουν
κριτική στον Ανδρέα Παπανδρέου και περιορίζονται μόνο στην μετά Σημίτη εποχή.
Όσο θα συμβαίνει αυτό η Ελλάδα δεν πρόκειται να βγει από την κρίση, γιατί η
κρίση είναι πρωταρχικά ηθική και πολιτική.
[3] Βλ,,
Γιάννης Μηλιός, Ο μαρξισμός ως σύγκρουση τάσεων, εκδ. «Εναλλακτικές
εκδόσεις», Αθήνα 1999, σ. 154. Βλ. σχετικά για το ίδιο θέμα και τη μελέτη μας:
«Διεθνισμός και Παγκοσμιοποίηση»
αναρτημένο στο ιστολόγιο: www.damonpontos.gr.
[4] Μας
έκανε αλγεινή εντύπωση και μας δημιούργησε τραυματική εμπειρία η διαπίστωση,
ότι ακόμη και καπετάνιοι του Ε.Λ.Α.Σ εκλιπαρούσαν παράγοντες του ΠΑΣΟΚ, που
κατείχαν κάποια κατώτερα πόστα, για να διοριστούν σε μια θέση προέδρου κάποιου
οργανισμού ή να τακτοποιήσουν τα παιδιά τους ή ν’ αξιοποιηθούν οι ίδιοι κάπου
στον κρατικό μηχανισμό, για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στη «σοσιαλιστική
αλλαγή», τη στιγμή κατά την οποία ο Ανδρέας Παπανδρέου διέγραφε κατά χιλιάδες
τους άξιους αγωνιστές του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ, διορίζοντας τυχοδιώκτες και
καιροσκόπους, που τους διέκρινε μόνον η ιδιοτέλεια. (Αυτό εξηγείται φυσικά κι’
απ’ την έλλειψη δημοκρατικής παράδοσης στα αριστερά κόμματα. Για την πολιτική
κουλτούρα με την οποία είχαν διαμορφωθεί στα πλαίσια του Σταλινισμού, η
προσωποπαγής και αυταρχική δομή του ΠΑΣΟΚ, κάτω από ένα αρχηγό – αφέντη, δεν
έπαιζε κανένα ρόλο). Επί Σημίτη μάλιστα (χωρίς να είναι άμοιρος κι’ ο Γιώργος
Παπανδρέου) διορίστηκαν κατά εκατοντάδες στα πανεπιστήμια (κυρίως ιστορικοί),
ενάντιοι στο έθνος –κράτος, δηλαδή ορκισμένοι κοσμοπολίτες, αποδομητές της
εθνικής συνείδησης, της ιστορικής μνήμης και της εθνικής κληρονομιάς.
Πολλοί μας κατηγορούν, όταν
αναφερόμαστε σε συγκεκριμένα άτομα και στις ιδέες τους. Η άποψή μας είναι ότι
τα ιστορικά υποκείμενα αποτελούν πάντοτε φορείς μιας συγκεκριμένης ιδεολογίας,
την οποία εκφράζουν. Η κριτική λοιπόν γίνεται στην ιδεολογία και στην θεωρία,
την οποία διακηρύττουν και για την οποία οι ίδιοι είναι πολλές φορές
υπερήφανοι. Η ανωνυμία δεν έχει κανένα νόημα και είναι επικίνδυνη, γιατί εύκολα
μπορούν τα άτομα αυτά να μεταμφιεστούν από αντιδραστικά σε προοδευτικά, ανάλογα
με τις περιστάσεις. Πολλές φορές εξάλλου ο όρος π.χ. «αποδομητές του έθνους
–κράτους» αποτελεί γι’ αυτούς τίτλο τιμής. Η λέξη «πατριωτισμός» και όχι
εθνοκεντρισμός, είναι απεναντίας τίτλος τιμής για μας. Πρόκειται γι’ αντιλήψεις που βρίσκονται σε
μια συγκρουσιακή σχέση.
Για μας ισχύει αυτό που
διακηρύττει με σθένος ο Βάσος Λυσσαρίδης: «Αν εθνικισμός είναι να σέβεσαι την
εθνότητα όλων και διαφυλάττεις τη δική σου, τότε δηλώνω αδιόρθωτος εθνικιστής».
[5] Ο
ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου μιλάει σ’ ένα άρθρο του για την κατηγορία των
ανθρώπων αυτών, χαρακτηρίζοντάς τους συμβιβασμένους και προσεταιρισμένους, παρ’
όλο που κι’ ο ίδιος συνετέλεσε τα μέγιστα στην προώθησή τους, για να τους
χρησιμοποιεί κατά το δοκούν. Ως συμβιβασμένους, νόμιζε (είχε την αυταπάτη, όπως
και με τον Σημίτη και άλλους), ότι μπορεί να τους χρησιμοποιεί σαν μαριονέτες,
για τις δικές του αρχηγικές κι’ εξουσιαστικές σκοπιμότητες, ως
ταχυδακτυλουργός. Τελικά στο σημείο αυτό αποδείχτηκε, όσον αφορά τον Κ. Σημίτη,
αφελής, ενώ ο διάδοχός του πανούργος.
[6] Το
απόσπασμα αναφέρεται στο έργο του Κρις Χάρμαν, Μαρξισμός και ιστορία. Βάση και εποικοδόμημα, εκδ. «Μαρξιστικό
βιβλιοπωλείο», Αθήνα 2009, σ. 63.
[7] Δεν
είναι τυχαίο το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της χούντας 1967 -74 κυκλοφορούσαν
πλήθος βιβλίων μαρξιστικής προέλευσης.
[8]
Ένας από τους συνεργάτες του Μηλιού στο
περιοδικό «Θέσεις», του κατ’ εξοχήν περιοδικού της μαρξιστικής σκέψης και της
θεωρητικής σχολής ενάντια στο έθνος –κράτος. Από κει και πέρα υπάρχει και το
περιβόητο ΕΛΙΑΜΕΠ, ορισμένες ΜΚΟ και οι εθνομηδενιστές πανεπιστημιακοί
διανοούμενοι.
[9]
Δημήτρης Μπελαντής, «Η ‘στροφή’ των
διανοουμένων: Για την αδιάκριτη γοητεία του ‘εκσυγχρονισμού’ στους αριστερούς διανοούμενους»,
περιοδικό «Θέσεις» τεύχος 59, Απρίλιος - Ιούνιος 1997. Υπάρχουν πάμπολλα παραδείγματα
γνωστών και μη εξαιρετέων πρώην «αριστερών» και νυν ακραιφνών νεοφιλελεύθερων,
που κατέχουν διευθυντικό ρόλο στο σύστημα εξουσίας της αστικής τάξης. Θα
αναφέρω παραδείγματα, όπως της Δαμανάκη, του Ανδρουλάκη, του Κοτζιά, του
Μπίστη, του Πάγκαλου, του Μόσιαλου και άλλων πολλών ακραιφνών «αριστερών», που
υπηρετούν στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του συστήματος, όπως στα Πανεπιστήμια,
στα Πνευματικά Ιδρύματα, στα Συνδικάτα, στη Βουλή, αλλά και στους
κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους κ.λπ. Τόσο ο Γιαννης Μηλιός όσο και ο
Δημήτρης Μπελαντής αναφέρονται σε αριστερούς διανοούμενους. Τίθεται ωστόσο το
ερώτημα: Γιατί να είναι σώνει και καλά «αριστεροί διανοούμενοι», αυτοί που
αναφέρουν ο Μηλιός και ο Μπελαντής; Με αυτήν την έννοια αριστεροί διανοούμενοι
υπήρξαν κι’ ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο Κώστας Σημίτης και πολλοί άλλοι, ων ουκ
έστιν αριθμός.
Όποιος έχει την ταμπέλα ή
αυτοαποκαλείται «αριστερός», για να το γενικεύσουμε, δεν σημαίνει αυτομάτως ότι
είναι και αριστερός! Ούτε επειδή κάποιος είναι στο ΚΚΕ. είναι αυτομάτως
κομμουνιστής, ούτε επειδή είναι στο ΠΑΣΟΚ είναι αυτομάτως σοσιαλιστής. Ούτε
προοδευτικός, όποιος χαρακτηρίζει συλλήβδην τους Έλληνες ως ρατσιστές.
Είναι πασίγνωστο το: Στην
Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις! Αυτός ο παραλογισμός στην Ελλάδα έχει γίνει
καθεστώς.
Αυτή η σύγχυση πρέπει κάποτε
να εκλείψει, για να διαχωριστεί η ήρα απ’ το στάρι.
Η διαστροφή και η μετάλλαξη
των εννοιών, είναι απ’ τις γενεσιουργές αιτίες της απόλυτης σύγχυσης, του ποιος
είναι αριστερός, δεξιός, προοδευτικός, συντηρητικός, αντιδραστικός κ.λπ. Τίποτε
δεν είναι πια αυτονόητο! Και για να γίνουμε απόλυτα σαφείς: Είναι π.χ.
αριστεροί οι ανωτέρω αναφερόμενοι, επειδή πήγαν στο μεταλλαγμένο «αριστερό»,
αντιλαϊκό, ΠΑΣΟΚ της Νέας Τάξης και της
παγκοσμιοποίησης; Όλοι αυτοί θα πρέπει να ξεσκεπαστούν, για να τους αφαιρεθεί
το «αριστερό» φωτοστέφανο, που εξαπατά τον κόσμο. Η παρακμιακή πορεία της
ελληνικής κοινωνίας που οδηγεί στην υποτέλεια και την εξάρτηση, έχει αλλοιώσει
και οδηγήσει στην παρακμιακή πορεία και κακοποίηση και τη γλώσσα και τις
έννοιες, που εκφράζει.
Βέβαια όλους αυτούς τους
προστατεύει το σύστημα, γιατί τους χρειάζεται και τους δίνει την πλήρη
δημοσιότητα και ασυδοσία, ενώ όλους όσοι ασκούν κριτική σ’ αυτό το σύστημα,
προσπαθεί να τους θέσει στο περιθώριο μέσω του κοινωνικού αποκλεισμού.
Όσοι φύγαμε απ’ το ΠΑΣΟΚ και
ήμασταν απ’ τα ιδρυτικά στελέχη του, ήμασταν αντιδραστικοί; Γι’ αυτό το
εγκαταλείψαμε; Γιατί προσχωρήσαμε στην αντίδραση; Ή συνέβη το αντίθετο; Η
απάντηση: Ασφαλώς το αντίθετο.
Με όλα αυτά τα κρίσιμα θέματα
ασχοληθήκαμε στις μελέτες μας: «Δημοκρατικός
Σοσιαλισμός ή το όραμα του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ και η εφαρμογή του στην πράξη»
και στο: «Ο μύθος του Ανδρέα ή οι
θεωρητικές βάσεις της Ένωσης Κέντρου,
του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ και η πρακτική τους κατάληξη», καθώς και σε σωρεία
αναλύσεών μας που αναφέρονται στο ιστολόγιο: www.damonpontos.gr.
Θα αναφέρουμε απλώς μία απ’ τις τελευταίες: «Απαρχές
και εξέλιξη της κακοδαιμονίας στην Ελλάδα», όπου εξιστορούμε τα αίτια της
παρακμιακής πορείας του τόπου έως σήμερα.
[10] Βλ. Δαμιανός Βασιλειάδης,
Ο Μαρξ, ο Λένιν, ο Γκράμσι και η πολιτισμική ηγεμονία της Αριστεράς
[11] Μήπως, αναρωτιέμαι, το
ίδιο συνέβη και στην Ελλάδα με τον Γιώργο Παπανδρέου ή πρόκειται να συμβεί;
[12] Συνέντευξή του στην εφημ.
«Ελευθεροτυπία», 19.11.2011, με τίτλο: «Περνάμε
από μία φάση του καπιταλισμού σε μία άλλη».
[13] Ο ενδιαφερόμενος μπορεί
να ανατρέξει στο κεφάλαιο του βιβλίου
μου με τίτλο: «Διεθνισμός και παγκοσμιοποίηση», σ. 88 - 07.
[14] Φρίντριχ Έγκλες, Η εξέλιξη του σοσιαλισμού, στο Κ. Μαρξ -
Φ. Ένγελς, Διαλεχτά έργα, τόμ. ΙΙ, σ. 148.
[15] Βλ. Καρλ Μαρξ, Κριτική της πολιτικής οικονομίας,
(Πρόλογος), στο Κ. Μαρξ - Φ. Έγκελς, Διαλεχτά
έργα, τόμ. Ι. εκδ. της Κ.Ε. του ΚΚΕ, εκδ. «Νέα Ελλάδα» 1951. σ. 424.
[16] Καρλ Μαρξ, Κριτική της πολιτικής οικονομίας, ό.π.,
σ. 424-425.
[17] Απόσπασμα από συνέντευξη
του Ανδρέα Παπανδρέου στον εκδότη του NPQ Στάνλεϊ Σέινμπαουμ, εφημ. «Ελευθεροτυπία»,
23.6.2003.
[18] Συνέντευξη του Σοζέ
Σαραμάγκου στην εφημ «Ελευθεροτυπία», στις 21.6.2010.
[19]
Συνέντευξη του Ζοζέ Σαραμάγκου στην Ελευθεροτυπία, στις 21 Ιουνίου 2010.
[20] Βλ.
εφημερίδα «Το Παρόν», 6.9.2009, σ. 26.
(από kafeneio-gr)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου