Γράφει ο Παύλος Μανωλούδη
Αναζητώντας, στο σκοτάδι, τα σύνορα του πνεύματος με την ύλη.
Γεννηθήκαμε σ’ ένα κόσμο που δεχόμαστε ως πραγματικό. Πολλοί λένε ότι δε τους ρώτησε κανείς αν το ήθελαν, άλλοι ότι καλύτερα να μην είχανε γεννηθεί ποτέ και μερικοί χαίρονται να ζούνε σ’ αυτό το όνειρο. Ο κόσμος που αντιλαμβανόμαστε παρατηρώντας τον είναι και αυτός στον...
οποίο υπάρχουμε. Το περιβάλλον, οι άνθρωποι, τα όνειρά μας, οι σχέσεις μας με τους άλλους και με τα πράγματα, η ίδια η πραγματικότητά μας, τούτα είναι όσα αναπαρίστανται μέσα μας, γεννώντας έτσι τον ‘κόσμο’ στον οποίο υπάρχουμε, ένα εσωτερικό περιβάλλον όπου κατοικεί ο παρατηρητής, το Εγώ μας. Από την άλλη πάλι, ο κόσμος τον οποίο φανταζόμαστε ίσως και να είναι αυτός στον οποίο όχι μόνο θέλουμε να υπάρχουμε αλλά και πράγματι υπάρχουμε. Ωστόσο όμως ίσως.
Σύντομα, αναρίθμητα κέντρα δύναμης εμφανίζονται συνθέτοντας τον έναστρο ουρανό μέσα στο ατόφιο σκοτάδι. Μυριάδες μικροσκοπικοί λευκοί στρόβιλοι μοιράζουν ζωή στην άβυσσο της κενότητας, σαν ανθρώπινοι χορευτές σε ένα μεγάλο πανηγύρι. Αλληλεπιδρώντας με τα ρεύματα των συναισθημάτων, σχηματίζουν κέντρα δύναμης ολοένα και μεγαλύτερα. Στο μεγάλο πανηγύρι της ζωής, σχηματίζουν παρέες, έχουν συμπάθειες και αντιπάθειες και χαίρονται την ύπαρξή τους, αγνοώντας αδιάφορα την ερώτηση «Γιατί υπάρχω;». Καλπάζοντας ο χρόνος, τα κέντρα αυτά, συνδυάζονται σε όλο και πολυπλοκότερες μορφές, ώσπου το πρώτο άτομο της ύλης εμφανίζεται. (Τα άτομα της ύλης συνθέτουν με τη σειρά τους τα μόρια) Καθώς οι μορφές γίνονται ολοένα και πιο σύνθετες, βλέπουμε τον ανόργανο κόσμο του φυσικού πεδίου. Έπειτα ξεπροβάλει η ζωή, πρώτα το βασίλειο των φυτών και τέλος το βασίλειο των ζώων, με τις πολυπλοκότερες των μορφών στο οποίο και ο άνθρωπος ανήκει.
οποίο υπάρχουμε. Το περιβάλλον, οι άνθρωποι, τα όνειρά μας, οι σχέσεις μας με τους άλλους και με τα πράγματα, η ίδια η πραγματικότητά μας, τούτα είναι όσα αναπαρίστανται μέσα μας, γεννώντας έτσι τον ‘κόσμο’ στον οποίο υπάρχουμε, ένα εσωτερικό περιβάλλον όπου κατοικεί ο παρατηρητής, το Εγώ μας. Από την άλλη πάλι, ο κόσμος τον οποίο φανταζόμαστε ίσως και να είναι αυτός στον οποίο όχι μόνο θέλουμε να υπάρχουμε αλλά και πράγματι υπάρχουμε. Ωστόσο όμως ίσως.
Είναι γεγονός ότι υπάρχει μια αλληλεπίδραση δια της οποίας ο εξωτερικός κόσμος διαμορφώνει τον εσωτερικό και το αντίστροφο. Δεν αναφέρομαι εδώ σε περίεργες μεταφυσικές δράσεις, μιλώ για τα απλά περιστατικά της καθημερινότητας. Όπως ο αγγειοπλάστης, όπου μορφοποιεί το πυλό σύμφωνα με το εσωτερικό του πρότυπο, έτσι όπως το φαντάστηκε ή από την άλλη, την συναισθηματική αλλαγή που συμβαίνει στη θέα μιας επιθετικής κίνησης κάποιου ζώου. Για τούτη την αλληλεπίδραση επιθυμώ να μιλήσω σε τούτο το κείμενο, προσεγγίζοντας το δυνατότερο ορθολογιστικά και επιστημονικά. Ξεκινώντας από «απλές καθημερινές» σκέψεις και φθάνοντας στο όποιο βάθος προκειμένου να βρεθεί η χρυσή τομή αυτής της αλληλεπίδρασης.
Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που πράγματι επιθυμούν να υπάρχουν σε ένα κόσμο άλλο, ένα κόσμο διαφορετικό από το γνωστό καθημερινό μας. Διαφορετικό από ελάχιστα έως ακραία πολύ. Από το «να είμαι ομορφότερος» ή «το να είχα ένα τέτοιο αυτοκίνητο» έως το φανταστικά διαφορετικό κόσμο του «’ρχοντα των δαχτυλιδιών» ή του «Matrix». Πράγματι κάποιοι φαντάζονται τον κόσμο και τις καταστάσεις γύρω τους όπως θα τις ήθελαν να είναι. Τέτοιοι είναι αυτοί που κατά περίεργο τρόπο εμφανίζονται ως οι τυχεροί, ως αυτοί που η μοίρα ή ο Θεός τους βοηθά. Είναι αυτοί που κάνουν πράγματα και πετυχαίνουν πράγματα και δημιουργούν πράγματα και όχι μόνο αλλά εξίσου εύκολα καταστάσεις, γεγονότα, την ίδια τη πραγματικότητα. Προσαρμόζοντας έτσι σιγά σιγά το εξωτερικό τους περιβάλλον κατ’ εικόνα και ομοίωση του εσωτερικού τους.
Ξεκινώντας από το «Ποια Πραγματικότητα»
Πόση σχέση όμως μπορεί να έχει ο κόσμος που κάποιος φαντάζεται με τον κόσμο που «πραγματικά» υπάρχει; Τι κόσμος, καλύτερα, πραγματικά υπάρχει. Πολλές ήταν και είναι οι φορές που οι αισθήσεις των ανθρώπων έκαναν λάθος ως προς τις παρατηρήσεις τους. Πολλές είναι μάλιστα και οι πληροφορίες που δεν μπορούν να τις αντιληφθούν οι αισθήσεις μας. Είναι άλλωστε γνωστό ότι βλέπουμε και ακούμε εντός σαφώς καθορισμένων ορίων (συχνοτήτων φωτός είτε ήχου). Με λίγα λόγια, αν δεν μπορώ να αντιληφθώ πλήρως τον κόσμο στον οποίο υπάρχω, τότε πως μπορώ να γνωρίζω πόσο πραγματικός είναι. Γνωρίζω καλύτερα τον κόσμο που σχηματίζω στη φαντασία μου και γιατί να μην είναι αυτός ο πραγματικός;
Σε τούτο το ερώτημα καλείτε να μας διαφωτίσει η επιστήμη. Ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματά μας σαν πολιτισμός, είναι η δυνατότητα να αντιλαμβανόμαστε το κόσμο αντικειμενικά. Να διακρίνουμε την αλήθεια από την ψευδαίσθηση. Να γνωρίζουμε τους βασικούς κανόνες του παιχνιδιού της πραγματικότητας, ώστε να γίνουμε καλοί παίχτες ή ακόμα καλύτερα Θεοί-πρωταθλητές της. Θέλω να πω εδώ ότι πετύχαμε πάρα πολλά από τότε που αποκτήσαμε τη δυνατότητα να συνειδητοποιούμε την «πραγματικότητα» πέρα από τα παιχνίδια και τις παρερμηνείες που μας προκαλεί η φαντασία μας. Από τότε που πέρα του εσωτερικού μας παρατηρητή, αποκτήσαμε και κάποιους τεχνητούς εξωτερικούς ‘παρατηρητές’, τους οποία και ονομάζουμε επιστημονικά όργανα και γνώσεις. Αναπόφευκτο αποτέλεσμα αυτής της δυνατότητας ωστόσο ήταν η σφυρηλάτηση στη συνείδηση του σύγχρονου ανθρώπου ότι «άλλο η φαντασία και άλλο η πραγματικότητα». Έχει γενικά επικρατήσει ότι φαντασία είναι η ικανότητα του ανθρώπου να δημιουργεί ή να αναπαράγει εικόνες από στοιχεία που ήδη υπάρχουν μέσα του (στη συνείδησή του). Από την άλλη πραγματικότητα είναι αυτό το κάτι που γίνεται αντιληπτό μέσω των αισθήσεων και αναπαρίσταται σαν εποπτική εικόνα στη συνείδηση του ανθρώπου.
Το άξιο λόγου στο σημείο που βρισκόμαστε είναι πως για το εγώ μας, τον εσωτερικό αυτό παρατηρητή, τόσο το φανταστικό όσο και το πραγματικό είναι εμπλουτισμένες εποπτικές εικόνες (εμπλουτισμένες με τα συναισθήματα και τα δεδομένα των υπόλοιπων αισθήσεων). Απλά στη περίπτωση του πραγματικού πρόκειται για ροή εμπλουτισμένων εικόνων εξαρτώμενων λίγο ή πολύ από τα αισθητήρια όργανα (ανάλογα με το βαθμό ονειροπόλησης), ενώ στη περίπτωση του φανταστικού, πρόκειται για εμπλουτισμένες εικόνες εξαρτώμενες από τη λογική ή από άλλα στοιχεία της συνείδησης (μνήμες ή δημιουργημένες εμπλουτισμένες εικόνες). Παρατηρώντας λοιπόν αυτή την εγγύτητα των μηχανισμών αντίληψης (φανταστικού και πραγματικού), συμπεραίνουμε ότι είναι πολύ εύκολο να αναμειχθούν οι εμπλουτισμένες εικόνες του πραγματικού και του φανταστικού. Ή σύμφωνα με τα όσα παραπάνω λέγαμε, είναι πολύ εύκολο ο εξωτερικός κόσμος να μπερδεύεται με τον εσωτερικό, στα ‘μάτια’ του εσωτερικού αυτού παρατηρητή, δηλαδή του ‘εγώ’ μας. Έτσι για να κάνουμε μια μικρή ανακεφαλαίωση, καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι ο εξωτερικός κόσμος όπως τον περιγράψαμε παραπάνω, συμπίπτει με το πραγματικό που περιγράψαμε εδώ. Ομοίως συμβαίνει και μεταξύ του εσωτερικού κόσμου και του φανταστικού. Τέλος οι δυο αυτοί κόσμοι μπορούν εύκολα να αναμειχθούν στην αντίληψη, δηλαδή στα μάτια του ‘εγώ’ μας.
Μια σύντομη ματιά στην επιστήμη μας
Στο λήμμα ‘επιστήμη’ μια εγκυκλοπαίδεια μεταξύ των άλλων γράφει : «Με την επιστήμη προσπαθούμε να συλλάβουμε την ακριβή φύση του σύμπαντος και να φτιάξουμε στο μυαλό μας μιαν ακριβή εικόνα του, στηριζόμενοι στη παρατήρηση, το πείραμα και το συσχετισμό των γνώσεων, οι οποίες έχουν ήδη καταταχθεί και συστηματοποιηθεί από πριν. Έτσι θετική επιστήμη είναι το συστηματοποιημένο σύνολο των ακριβών, λογικά ελεγμένων και αντικειμενικών γνώσεων που μπόρεσαν να αποχτήσουν οι άνθρωποι και πάνω στις οποίες συμφωνούν». Δε νομίζω ότι χρειάζεται να κάνω κάποια περαιτέρω ανάλυση.
Πράγματι λοιπόν χωρίς τη θετική επιστήμη να περιγράφει το κόσμο μας, δεν θα μπορούσε ένας άνθρωπος να ξεχωρίσει την πραγματικότητα από την φαντασία με τη σημερινή βεβαιότητα. Ίσως και για το λόγο αυτό δεν υπάρχουν δεισιδαιμονίες στο σύγχρονο άνθρωπο (τουλάχιστον στο βαθμό που υπήρχαν παλαιότερα). Ο κόσμος της επιστήμης βλέπετε δεν χωρά πνευματικές οντότητες. Δεν δέχεται φαντασίες. Δε βλέπει καμία αλληλεπίδραση μεταξύ «φανταστικού κόσμου» και «πραγματικού κόσμου», πέρα από αυτή που επιφέρεται μέσω των επιλογών για σωματική δράση ενός ανθρώπου. Μέχρι κάποια στιγμή ωστόσο.
Παλιά αρκετά, όταν είχε ολοκληρωθεί και η μηχανική, η τότε επιστημονική κοινότητα πίστεψε ότι είχε όλους τους νόμους με του οποίους λειτουργεί το σύμπαν στα χέρια της. ‘Ξεφύτρωσαν’ όμως κάποιοι σαν τον Maxwell, Planck και έπειτα από λίγο κάποιοι σαν τον Einstein, Heisenberg, Schrödinger, Bohr και πολλοί άλλοι, λιγότερο ή περισσότερο σημαντικοί από τους όσους ανέφερα. Όλοι τους εξίσου σημαντικοί για μένα, ξεπέρασαν τη «πλήρη» γνώση της εποχής τους και οδήγησαν στη γένεση της ατομικής φυσικής, της πυρηνικής φυσικής και της κβαντικής μηχανικής. Προωθώντας έτσι και την μελέτη του κόσμου μας με τα νέα αυτά εργαλεία που «απομακρύνουν πολύ ή απόλυτα τον παράγοντα λάθους στις κρίσεις των παρατηρήσεών τους».
Τα σύγχρονα αυτά εργαλεία της θετικής επιστήμης, άρχισαν να περιγράφουν το σύμπαν συντηθώμενο από σωματίδια. Αυτά μέσω της ενέργειας που μεταφέρουν τα πεδία των δυνάμεων (τα κέντρα των οποίων θεωρούνται), σχηματίζουν ολοένα και περιπλοκότερες μορφές. Έτσι από τα απλά σωματίδια, πηγαίνουμε στα άτομα, στα μόρια, στους κρυστάλλους και τα κρυσταλλικά πλέγματα, συνεχίζοντας έτσι στο ανόργανο-ορυκτό κομμάτι του κόσμου και έπειτα στον οργανικό με τη φυτική και ζωική ύπαρξη. Αυτή τη μορφή θα είχε το σύμπαν μας αν το ερευνητικό μάτι των επιστημόνων δε συνέχιζε την αναζήτηση της αλήθειας. Αναπόφευκτα λοιπόν στη θετική επιστήμη μας και ειδικότερα στη κβαντική μηχανική εισήχθηκαν νέα εργαλεία όπως η αρχή της απροσδιοριστίας, ο δυϊσμός σωματιδίου-κύματος και γενικότερα η πιθανολογική εξήγηση (που οδηγεί στη χαοντολογία ή αλλιώς στη θεωρίά του χάους). Εργαλεία που ορίζουν πλέων ότι τα σωματίδια, τα βασικότερα δομικά στοιχεία του κόσμου μας, θα βρίσκονται κάπου εδώ γύρω. Θα κινούνται κάπως έτσι και θα είναι κάτι που θα συμπεριφέρεται σαν κύμα αλλά είναι σημείο, ή που θα συμπεριφέρεται σαν σημείο αλλά θα είναι κύμα. Μετά από τόσες λέξεις, φτάσαμε λοιπόν στη στιγμή που πρέπει να κάνουμε μια βουτιά στα βαθιά.
Η αρχή της απροσδιοριστίας
Η αρχή αυτή ορίζει ότι τα πάντα στο σύμπαν, είτε θα κινούνται με ταχύτητα που γνωρίζουμε αυτή τη στιγμή αλλά βρίσκονται κάπου εδώ γύρω, είτε ότι θα βρίσκονται εδώ αυτή τη στιγμή αλλά θα κινούνται με περίπου, τόση ταχύτητα. Δηλαδή ότι είτε θα γνωρίζουμε επακριβώς τη θέση του σωματιδίου και περίπου τη ταχύτητά του, είτε το ανάστροφο. Αυτό για παράδειγμα, στο καθημερινό μακρόκοσμο σημαίνει ότι όταν τρέχω με το αυτοκίνητο στην εθνική, γνωρίζω περίπου πόσο τρέχω (ακόμα και με ψηφιακό μετρητή ταχύτητας) και περίπου που βρίσκομαι. Αλλά ΔΕΝ γνωρίζω απόλυτα το πόσο τρέχω και το που ακριβός βρίσκομαι. Φυσικά δε μας ενδιαφέρει να γνωρίζουμε την ταχύτητα και την θέση του οχήματός μας με ακρίβεια εκατομμυριοστού του μέτρου και για το λόγο αυτό δεν έχουμε μετρητές 20 δεκαδικών ψηφίων στα αυτοκίνητα αλλά στους ερευνητές και επιστήμονες της κβαντομηχανικής ή ατομικής και μοριακής φυσικής, ακόμα και της μοριακής βιολογίας, αυτό έχει πολύ σημασία.
Η αρχή της απροσδιοριστίας (αβεβαιότητος) αναλυτικότερα μας λέει ότι το γινόμενο της αβεβαιότητας θέσης (έστω dx) επί την αβεβαιότητα ορμής (έστω dp) πρέπει να είναι μεγαλύτερο ή ίσο με το μισό της σταθεράς του Planck. Ενώ η ορμή είναι το γινόμενο της ταχύτητας του σώματος επί την μάζα του. Ας αφήσουμε όμως αυτά τα επιστημονικά και ας μιλήσουμε για το τι σημαίνουν όλα αυτά που ειπώνονται εύκολα μα δεν κατανοούνται εύκολα.
Όταν λέμε ότι το αυτοκίνητο βρίσκεται στο εξηκοστό χιλιόμετρο Θεσσαλονίκης-Αθήνας, με πόση ακρίβεια ξέρουμε τη θέση του; Ας υποθέσουμε πάνω κάτω ένα χιλιόμετρο ή συν-πλην ένα χιλιόμετρο. Η αβεβαιότητα θέσης (dx) είναι ακριβός αυτό το ένα χιλιόμετρο, είναι δηλαδή η ποσότητα (η απόλυτη τιμή της) κατά την οποία είμαστε αβέβαιοι για τη θέση αυτού που μελετούμε. Ας πάρουμε τώρα την αβεβαιότητα ορμής (dp). Αυτή είναι και πάλι η ποσότητα κατά την οποία δεν είμαστε βέβαιοι για την ορμή του σώματος που μελετούμε. Τέλος η ορμή είναι το γινόμενο της ταχύτητας επί της μάζας του σώματος που μελετούμε και για να γίνω κατανοητός θα παραθέσω πάλι ένα παράδειγμα. Δύο οχήματα, ένα φορτηγό και ένα μικρό επιβατικό αυτοκίνητο, κινούνται με την ίδια ταχύτητα (π.χ. 80 χλμ/ώρα). Εάν το καθένα από αυτά ξεχωριστά τα αφήσουμε να χτυπήσουν πάνω σε ένα τοίχο, το φορτηγό είναι αυτό που θα κάνει τη μεγαλύτερη ζημία. Η απάντηση στην απλή γλώσσα είναι «διότι το φορτηγό είναι πιο βαρύ». Η κανονική απάντηση είναι ότι το φορτηγό έχει μεγαλύτερη μάζα (απλούστερα βάρος) άρα έχει και μεγαλύτερη ορμή, μιας και που η ορμή είναι το γινόμενο μάζας επί ταχύτητας, όπως και είπαμε παραπάνω.
Στη περίπτωση των σωματιδίων όπου δεν μπορούμε να υπολογίσουμε με ακρίβεια την ορμή τους (λόγο Απροσδιοριστίας), συμπεραίνουμε ότι το πρόβλημα ξεκινά από την αδυναμία υπολογισμού της ακριβούς ταχύτητας ενός σώματος (ενώ γνωρίζουμε τη μάζα του). Όπως και με την απροσδιοριστία θέσης έτσι και με την απροσδιοριστία ορμής, είναι η ποσότητά της για την οποία είμαστε αβέβαιοι (και οφείλεται στην αδυναμία υπολογισμού της ταχύτητας). Κάτι σαν τα όρια στα οποία θα κυμαίνεται (η ορμή του σωματιδίου) κατά την επόμενη από τη χρονική στιγμή που μελετούμε. Π ιστεύω λοιπόν ότι καταλαβαίνετε γιατί ονομάζεται απροσδιοριστία αυτή η αρχή. Ωστόσο πρέπει να αναφέρω ότι τώρα πια οι θεωρητικοί φυσικοί αναγνωρίζουν πως η αρχή της απροσδιοριστίας δεν οφείλεται στο γεγονός ότι δεν έχουμε το μηχανικό εξοπλισμό και τεχνολογία ώστε να μπορούμε να προσδιορίσουμε την ορμή και τη θέση των σωματιδίων, αλλά ότι είναι μια εγγενής ιδιότητα του σύμπαντος. Με λίγα λόγια, το σύμπαν είναι φτιαγμένο, ώστε να μην μπορούν τα σωματίδιά του να προσδιοριστούν ταυτόχρονο ως προς το πού βρίσκονται, το πόσο κινούνται και το πόσο ζυγίζουν. Ιδιότητες απαραίτητες στον προσδιορισμό οποιοδήποτε υλικού αντικείμενου του καθημερινού μακρόκοσμου ο οποίος συντίθεται από οντότητες (σωματίδια) που στερούνται τέτοιων ιδιοτήτων. Ας συνεχίσουμε όμως.
Δυϊσμός σωματιδίου-κύματος
Τούτη η θεωρία μας λέει ότι κάθε σωματίδιο συμπεριφέρεται σαν κύμα και κάθε κύμα σαν σωματίδιο. Τουλάχιστον αυτό θεωρούσαν μέχρι το 1926, όσο δηλαδή υπήρχαν τα ‘υλικά κύματα’. Η θεωρία των υλικών κυμάτων παραδέχεται ότι κάθε σωματίδιο συμπεριφέρεται τόσο περισσότερο σαν κύμα όσο περισσότερο αυξάνει η ταχύτητά του. Δηλαδή όσο γρηγορότερα τρέχει, τόσο περισσότερο μειώνονται οι σωματιδιακές ιδιότητές του (π.χ. σημείο όπου εντοπίζεται μέσω της κρούσης) και αυξάνονται οι κυματικές (π.χ. περνά τα εμπόδια αντί να πέφτει πάνω τους). Αναμενόμενο ήταν οι επιστήμονες της εποχής (πριν το 1926) να μην μπορούν να αποδεχτούν τη διπλή υπόσταση ενός και μόνο ‘πράγματος’. Έτσι το 1926-27 εξηγήθηκε ο κυματοσωματιδιακός δυϊσμός με πιθανολογική μέθοδο. Τα υλικά κύματα έγιναν κύματα πιθανότητας. Ας μιλήσουμε όμως απλά και κατανοητά ώστε να αποφύγουμε τις εξειδικευμένες γνώσεις και έννοιες του πράγματος.
Από τη στιγμή λοιπόν που κάθε σωματίδιο βρίσκεται κάπου εδώ και κινείται με κάποια ταχύτητα, τότε υπάρχει πιθανότητα να βρεθεί σε περισσότερες από μία καταστάσεις ταχύτητας και θέσης στο επόμενο χρονικό σημείο που εξετάζουμε. Δηλαδή αν στη θέση του σωματιδίου βάλουμε ένα κύμα, εκεί όπου θα βρίσκονται οι κορυφές του κύματος θα είναι και οι μεγαλύτερες πιθανότητες να βρεθεί το σωματίδιο την επόμενη χρονική στιγμή που μελετούμε. Όσο μακρύτερα οι κορυφές του κύματος που μελετούμε, από το σημείο όπου τώρα βρίσκεται το σωματίδιο, τόσο μικραίνουν και οι πιθανότητες να βρεθεί εκεί το σωματίδιο. Ακριβός όπως αν ρίξουμε μια πέτρα στη λίμνη, εκεί που πέφτει δημιουργεί κυματάκια. Όσο μακρύτερα βλέπουμε από το σημείο που έπεσε η πέτρα, τόσο μικρότερα είναι τα κυματάκια, κάπως έτσι. Το ύψος από αυτά τα κυματάκια, είναι στην περίπτωσή μας η πιθανότητα και το σημείο όπου πέφτει η πέτρα είναι εκεί που τώρα βρίσκεται το σωματίδιο. Τα κύματα πιθανότητας για το οποία οι επιστήμονες μιλούν δείχνουν που μπορεί να βρεθεί το σωματίδιο στην επόμενη από τη στιγμή που τώρα βρίσκεται.
Ωστόσο τα πράγματα δεν είναι και τόσο απλά όσο εδώ που τα παρουσιάζω. Εδώ σας δείχνω απλά λίγο από την κορυφή του παγόβουνου. Πάντως τα όσα είπα αν και πολύ απλοποιημένα, σας δείχνουν την όψη της «πραγματικότητας» όπως η σύγχρονη επιστήμη την παρουσιάζει. Το σημαντικότερο ωστόσο είναι ότι σύμφωνα με τα όσα λέει η αρχή του δυϊσμού ύλης – σωματιδίου (κυματοσωματιδιακός δυϊσμός), ένα πείραμα έχει περισσότερα από ένα αποτελέσματα. Ουσιαστικά κάνοντας ένα πείραμα πολλές φορές, οι επιστήμονες, λαμβάνουν περισσότερα από ένα αποτελέσματα. Η όλη δουλειά τους πριν από τα πειράματα είναι να προβλέψουν, με μολύβι και χαρτί, τα όσα πιθανά αποτελέσματα. Έπειτα γίνονται τα πειράματα (το ίδιο δηλαδή πολλές φορές) και βλέπουν τι πρόβλεψαν σωστά και τι όχι (αναφερόμαστε σε πειράματα με σωματίδια πάντα).
Κάποια στιγμή παρατηρήθηκε ότι «ο παρατηρητής επηρεάζει το παρατηρούμενο». Τι σημαίνει αυτό; Απλούστατα, οι επιστήμονες συνειδητοποίησαν ότι τα αποτελέσματα που λαμβάνανε από κάποιο πείραμα κάνοντάς το πολλές φορές, ήταν αυτά που πίστευε ότι θα λάμβανε αυτός που έκανε το πείραμα. Δηλαδή από τις πολλές αναμενόμενες περιπτώσεις αποτελέσματος, γινότανε αυτή που περίμενε ότι θα γινόταν ο πειραματιζόμενος. Δηλαδή, αν και όλες οι περιπτώσεις είχαν ίσες πιθανότητες να πραγματοποιηθούν, γινόταν συνήθως εκείνη ή εκείνες οι περιπτώσεις που ανέμενε ο πειραματιζόμενος ότι θα γινόταν.
Μη σας ξαφνιάζει κάτι τέτοιο, είναι αρκετά παλιό. Το πολυσυζητημένο νοητικό πείραμα της «γάτας του Schrödinger» είναι άμεσα συσχετιζόμενο με το γεγονός ότι ο παρατηρητής επηρεάζει το παρατηρούμενο. Απλά θυμηθείτε ότι αυτό το συμπέρασμα ή καλύτερα η συνειδητοποίηση, είναι κάτι που γεννήθηκε απρόσμενα μέσω της χρήσης των εργαλείων που μελετούν τη πραγματικότητα και ελαχιστοποιούν τη πιθανότητα να γίνουν λάθος παρατηρήσεις. Και μάλιστα γεννήθηκε μέσα στην ίδια την επιστήμη θετικής κατεύθυνσης. Προτού όμως μιλήσουμε για την τάξη στο χάος, ας μιλήσουμε για το ίδιο το χάος.
Ένα κουταλάκι Χάος
Ας υποθέσουμε ότι έχουμε ένα μηχάνημα που εκτοξεύει μπάλες του τένις. Αυτό βρίσκεται σε ένα κλειστό δωμάτιο και εκτοξεύει 10 μπάλες σε κάποιο στόχο σε τοίχο. Υποθέτουμε ακόμα ότι όλες εκτοξεύονται με την ίδια γωνία και ταχύτητα από το μηχάνημα και πως είναι όλες απολύτως ίδιες. Σε αυτό το πείραμα, είναι αναμενόμενο ότι όλες οι μπάλες θα χτυπήσουν στο ίδιο σημείο του τοίχου (φυσικά με μια μικρή απόκλιση, τόσο που δεν είναι ενδιαφέρουσα). Αν όμως κάναμε το ίδιο πείραμα με σωματίδια, το αποτέλεσμα δεν θα ήταν το ίδιο. Το κάθε ένα θα πήγαινε σε δική του θέση, όπου αν σημαδεύαμε τις θέσεις αυτές, θα σχηματιζόταν κάτι αντίστοιχο όπως όταν ρίχνουμε μια πέτρα σε μια γούρνα με ήρεμα νερά. Ένα βουναλάκι γύρω από το οποίο υπάρχει ένα δακτύλιος με νερό κάτω από τη στάθμη και έπειτα ένας ακόμα με νερό πάνω από τη στάθμη και ούτω καθ’ εξής (τα συνηθισμένα κυματάκια). Στην περίπτωση με τα σωματίδια λοιπόν θα βλέπαμε ένα φωτεινό δίσκο γύρω από τον οποίο βρίσκεται ένας σκοτεινός δακτύλιος και έπειτα ένας φωτεινός (ίσως έπειτα υπάρχουν μερικοί ακόμα). Αυτό όμως που μας ενδιαφέρει είναι ότι κάθε σωματίδιο από μερικά που εκτοξεύονται προς κάποιο στόχο, κατευθύνεται στο δικό του σημείο. Ας μιλήσουμε όμως και πάλι λίγο απλούστερα.
Κάθε πείραμα με σωματίδια έχει περισσότερα από ένα πιθανά αποτελέσματα. Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι ένα σωματίδιο βρίσκεται τώρα εδώ (κάπου εδώ-πάντα), την επόμενη χρονική στιγμή που θα μελετήσουμε τη θέση του, μπορεί να το βρούμε σε, ας πούμε, 10 πιθανές θέσεις. Αν οπότε, από τώρα προσπαθήσουμε να βρούμε που θα βρεθεί το σωματίδιο μετά από 4 χρονικές στιγμές, τότε λαμβάνοντας σαν δεδομένο ότι πάντα έχει 10 πιθανά σημεία να βρεθεί (κάτι που μόνο υποθετικά μπορεί να γίνει), υπολογίζουμε ότι μετά από τέσσερις χρονικές στιγμές, θα έχουμε τον αριθμό 104 δηλαδή 10 000 πιθανές θέσεις. Σας πληροφορώ λοιπόν ότι ακόμα και οι χρονικές στιγμές που μελετούνε οι επιστήμονες είναι πάντα πολύ μικρές και μόνο κάτω από εργαστηριακές συνθήκες μπορούν να φτάνουν το ένα δευτερόλεπτο (ίσως και λίγο παραπάνω). Αυτά λοιπόν σημαίνουν ότι ακόμα και μόλις για μερικά δευτερόλεπτα του μέλλοντος να προσπαθήσουμε να προβλέψουμε τη θέση ενός σωματιδίου, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα πολύ μεγάλο αριθμό πιθανών θέσεών του. Ωραία θα μου πείτε, γιατί δεν επιλέγουν τη θέση με τη μεγαλύτερη πιθανότητα να βρεθεί το σωματίδιο; Χα! Απλούστατα, είναι πάρα πολλές οι θέσεις όπου οι πιθανότητες να βρεθεί είναι ίσες. Για το λόγο αυτό θα πρέπει να υπολογίσουν και τα δεδομένα από τα γύρω σωματίδια και για εκείνα πάλι θα πάρουν πληροφορίες από τα γύρω τους και συνεχίζει αυτό στο άπειρο και στο χάος ή τουλάχιστον έως ότου επιθυμούν να φτάσουν οι ερευνητές. Βλέπετε όλα στο σύμπαν μας, είναι αλληλένδετα και αλληλοπηρεαζόμενα.
Δεν τελειώνει όμως εδώ η ιστορία. Όσα είπα έχουν σχέση με το δυϊσμό κύματος σωματιδίου και όχι άμεσα με την αρχή της απροσδιοριστίας. Βάζοντας και την απροσδιοριστία στο παιχνίδι, έχουμε σωματίδια που βρίσκονται κάπου εδώ γύρω, τα οποία κινούνται με περίπου κάποια ταχύτητα και την επόμενη χρονική στιγμή θα βρεθούν σε κάποια από τις πιθανές θέσεις, όπου και εκεί θα είναι κάπου εδώ γύρω κτλ. Τα σωματίδια όμως συνθέτουν τα άτομα και τα άτομα τα μόρια. Ολόκληρος ο κόσμος μας αποτελείται από αυτά τα σωματίδια που συμπεριφέρονται τόσο απρόβλεπτα και απροσδιόριστα. Εύλογο είναι λοιπόν να ρωτήσω, «το ποτήρι με το νερό στο γραφείο μου, γιατί δεν αλλάζει θέση;»
Όπως σας είπα και παραπάνω, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο τα περιγράφω εδώ. Θα προσπαθήσω όμως και πάλι να δώσω την απλή των απαντήσεων. Κατ’ αρχήν το ποτήρι και το νερό αποτελούνται από σωματίδια (μόρια και ιόντα κυρίως). Αυτά τα σωματίδια που αποτελούν το γυαλί του ποτηριού, πάλλονται, όσα πάλι από αυτά αποτελούν το νερό, κινούνται. Η κίνησή τους γίνεται σε τρεις διαστάσεις, πάνω-κάτω, δεξιά-αριστερά και μπρος-πίσω. Αν αυθαίρετα θεωρήσουμε σαν θετική την κίνηση προς τα επάνω, προς τα δεξιά και προς τα εμπρός, τότε σαν αρνητική θα θεωρούμε την προς τα κάτω, προς τα αριστερά και πίσω, και έτσι έχουμε, ανά χρονική στιγμή, θετικές και αρνητικές ορμές (ορμή είναι το γινόμενο μάζας επί ταχύτητας). Αφού θα έχουμε θετικές και αρνητικές ορμές, θα έχουμε θετικές και αρνητικές τιμές απροσδιοριστίας. Λόγω του ότι εδώ εξετάζουμε το ποτήρι με το νερό σαν σύνολο, η συνολική τιμή της απροσδιοριστίας του ποτηριού, θα είναι το άθροισμα των επιμέρους τιμών της. Προσθέτοντας οπότε τις τιμές απροσδιοριστίας όλων των σωματιδίων, καταλήγουμε σε ένα άθροισμα. Θετικό ή αρνητικό, δεν μας ενδιαφέρει τόσο, αυτό που μας ενδιαφέρει όμως είναι η τιμή του. Συνήθως είναι τόσο μικρή ώστε η συνολική απροσδιοριστία του ποτηριού λέει ότι «το ποτήρι βρίσκεται εκατομμυριοστά του μέτρου εδώ γύρο και κινείται με δισεκατομμυριοστά του μέτρου ανά δευτερόλεπτο». Το ότι κινείται όμως δεν σημαίνει ότι αλλάζει και θέση, η συνολική τιμή της απροσδιοριστίας του είναι άλλοτε θετική και άλλοτε αρνητική (ανά χρονική στιγμή), άρα στη ροή του χρόνου απλά πάλλεται γύρω από μια θέση ισορροπίας.
Πιστεύω λοιπόν, ότι απάντησα αρκετά ικανοποιητικά την παραπάνω ερώτηση. Ωστόσο όμως πρέπει να επισημάνω σε όσους επιστήμονες-φυσικούς με διαβάζουν, ότι αν μελετήσουνε διεξοδικά τους τρόπους με τους οποίους αυξάνεται η συνολική απροσδιοριστία ενός συστήματος, τότε θα βρεθούν προ εκπλήξεως. Λέω και απλά λέω ότι υπάρχουνε περιοχές όπου η απροσδιοριστία τους είναι πολύ αυξημένη. Είναι με λίγα λόγια ασταθείς αρκετά ώστε να επιτρέπουνε περισσότερα «περίεργα» κβαντικά γεγονότα (χοροχρονικά σημειογεγονότα αλλαγής ή σπασίματος της γεωδαισιακής τους). Αυτές οι περιοχές έχουν στο κέντρο τους υψηλές τιμές απροσδιοριστίας. Οι περιοχές γύρο από το κέντρο έχουν εναλλάξ υψηλή και αντιστοίχως αρνητικά χαμηλή τιμή απροσδιοριστίας. Η όλη μορφή της καταστάσεως μοιάζει με τα κυματάκια που δημιουργούνται στη λιμνούλα. Το κέντρο είναι εκεί που πέφτει η πέτρα, οι περιοχές με υψηλή απροσδιοριστία είναι οι κορυφές του κύματος και οι περιοχές με την αντίστοιχα αρνητικά απροσδιοριστία είναι οι κοιλιές των κυμάτων. Κάτι αντίστοιχο με το «κύμα πιθανότητας» των σωματιδίων για το οποίο μίλησα παραπάνω, μόνο που εδώ θα ταίριαζε να ονομαστεί «κύμα ενέργειας» μιας περιοχής, μάλιστα καθαρής και ελεύθερης ενέργειας. Προκαλώ τους επιστήμονες λοιπόν να το ψάξουν, που ξέρετε, ίσως να κερδηθεί και κάποιο νόμπελ. Βλέπετε κάτι τέτοιο είναι μια μακροσκοπική εφαρμογή της κβαντομηχανικής. Αρκετά όμως για το θέμα αυτό, προς στιγμής, θα το μελετήσουμε στο μέλλον μιας και που είναι πολύ μεγάλο.
Το σκοτεινό δωμάτιο
Η αρχή της απροσδιοριστίας, γεννήθηκε ουσιαστικά από την προσπάθεια των επιστημόνων της κβαντομηχανικής να προσδιορίσουν τη θέση και την ορμή των σωματιδίων (ουσιαστικά ήταν το αποτέλεσμα της πιθανολογικής εξήγησης των υλικών κυμάτων, αλλά αυτό χρειάζεται σαν γνώση μόνο στους ειδικευμένους επί του αντικειμένου). Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι σε ένα χώρο έχουμε μερικά σωματίδια ακίνητα. Θέλουμε να προσδιορίσουμε μόνο την θέση τους. Για να το κάνουμε αυτό πρέπει να αλληλεπιδράσουμε μαζί τους. Για να αλληλεπιδράσουμε μαζί τους χρησιμοποιούμε φωτόνια (το φως είναι το ευκολότερο). Όσο μικρότερα τα σωματίδια, τόσο μικρότερου μήκους κύματος φωτόνια χρησιμοποιούμε. Όσο μικρότερο το μήκος κύματός τους, τόσο μεγαλύτερη και η ενέργεια που φέρουν. Όσο μεγαλύτερη η ενέργειά τους όμως, τόσο ισχυρότερη η αλληλεπίδρασή τους με τα σωματίδια. Ουσιαστικά τα φωτόνια χτυπούν πάνω στα σωματίδια και ανακλώνται, έπειτα από τα φωτόνια υπολογίζεται η θέση των σωματιδίων. Χτυπώντας όμως τα φωτόνια πάνω στα σωματίδια, τα αλλάζουν θέση (προσδίδοντας σε αυτά κινητική ενέργεια), άρα οι επιστήμονες υπολογίζουν την αρχική θέση του σωματιδίου και όχι τη νέα. Για να βρουν τη νέα πρέπει να ξανακάνουν το ίδιο με τη χρήση και πάλι φωτονίων.
Για να γίνει κατανοητό αυτό που εννοώ, θα χρησιμοποιήσω για πολλοστή φορά ένα παράδειγμα, φυσικά αρκετά απλοϊκό. Έχουμε ένα τελείως σκοτεινό και μαύρο δωμάτιο. Μέσα του έχουμε τοποθετήσει πολλές μαύρες μπάλες (ποδοσφαίρου ας πούμε). Στέλνουμε έπειτα κάποιον στο δωμάτιο για να χαρτογραφήσει τις θέσεις όπου βρίσκονται οι μπάλες. Δεν μπορεί να αλληλεπιδράσει με αυτές ο άνθρωπός μας, παρά μόνο με την αφή (δε βλέπει τίποτε). Έτσι λοιπόν ψάχνει στο σκοτάδι να βρει τις μπάλες. Ακουμπώντας ωστόσο μια, την αλλάζει και θέση. Παρόλα αυτά, το σημαντικό είναι ότι θυμάται που βρισκόταν η μπάλα. Ίσως έπειτα να την ξανατοποθετήσει στην αρχική της θέση, αλλά αυτό δεν μας ενδιαφέρει εδώ. Το ενδιαφέρον είναι ότι στη μνήμη του σχηματίζει μια εικόνα του χώρου, με τις μπάλες όπως υπάρχουν εκεί, τη στιγμή που τις ακούμπησε (θυμηθείτε τον ορισμό της θετικής επιστήμης). Βασικά τις έχει ήδη χαρτογραφήσει. Όταν βγει από το δωμάτιο, απλά ζωγραφίζει αυτό που θυμάται.
Είναι σημαντικό λοιπόν να θυμόσαστε από το παράδειγμα αυτό, το ρόλο που παίζει η μνήμη σε όλο αυτό το «απροσδιόριστο» του σύμπαντός μας. Η μνήμη βλέπετε είναι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας για την ανάπτυξη και τη σωστή λειτουργία μιας ευφυΐας, για αυτό και θυμηθείτε επιπλέον τα όσα είπαμε περί φανταστικού και πραγματικού, στην αρχή του κείμένου.
Μέλλον και φαντασία όπως το χάος και η τάξη
Ώρα λοιπόν να πάρουμε βελόνι και κλωστή για να ράψουμε τις ημι-ασύνδετες και γενικές θεωρήσεις και απόψεις που σας παρουσιάστηκαν έως τώρα φτιάχνοντας το τι σημαίνουν όλα αυτά. Επί της ουσίας οπότε. Τα εργαλεία και οι μηχανές με τις οποίες κάνουν τα πειράματά τους οι επιστήμονες, έχουν τη δυνατότερη χαμηλή αλληλεπίδραση με το περιβάλλον (π.χ. μεγάλοι επιταχυντές ή θάλαμοι φυσαλιδών). Ομοιάζουν έτσι του σκοτεινού δωματίου που σας περιέγραψα παραπάνω. Ο καλός επιστήμονας οπότε, αυτός που για μέρες προετοίμαζε τις προβλέψεις του για το πείραμα, είναι τόσο πεπεισμένος για τα αποτελέσματα που βρήκε, ώστε μέσα στον ενθουσιασμό του κάνει το επιτυχημένο πείραμα πολλές φορές στη φαντασία του ξανά και ξανά. Πηγαίνει στο εργαστήριο, κάνει το πείραμά του και ουσιαστικά ξαναζεί το μέλλον που είχε ξαναζήσει πολλές φορές στη φαντασία του. Εδώ είναι που ο παρατηρητής επηρεάζει το παρατηρούμενο. Αν και στους υπολογισμούς, πολλά από τα αποτελέσματα του πειράματος είχαν ίσες πιθανότητες να συμβούν, τις περισσότερες επαναλήψεις του πειράματος, λάμβανε το ίδιο αποτέλεσμα (αυτό που φαντάζονταν και φυσικά περίμενε). Τα σωματίδια έχουν πολύ υψηλή τιμή απροσδιοριστίας για τη μάζα τους (υλοενέργειά τους καλύτερα). Επηρεάζονται οπότε αρκετά εύκολα. Έτσι είναι ευκολότερο να επηρεάσεις ένα σωματίδιο ξεκομμένο αρκετά από τον υπόλοιπο κόσμο, παρά ένα τεράστιο σύνολο σωματιδίων αλληλεπιδρώντων με τον υπόλοιπο κόσμο (όπως το ποτήρι για παράδειγμα). Πηγαίνει έπειτα στο εργαστήριο και ένας άλλος επιστήμονας για το ίδιο πείραμα. Και αυτός ενθουσιασμένος έζησε το πείραμα στη φαντασία του και φυσικά ξαναζεί το μέλλον που φαντάστηκε όπως και ο προηγούμενος. Μόνο που αυτό είναι διαφορετικό από ότι του πρώτου διότι περίμενε διαφορετικό αποτέλεσμα.
Μη σας φαίνεται περίεργο, η παραπάνω περιγραφή αν και φανταστική, βασίζεται σε πραγματικές καταστάσεις που ζούνε οι πειραματιζόμενοι με σωματίδια. Δυο διαφορετικά αποτελέσματα λοιπόν από πανομοιότυπα πειράματα με ένα μεγάλο σύνολο ίσων πιθανολογικά εκδοχών. Ο δυϊσμός ύλης σωματιδίου επιτρέπει να γίνει και αυτό. Τα άτομα, τα μόρια, τα ποτήρια με το νερό και γενικά οτιδήποτε έχει τιμή απροσδιοριστίας μπορεί να επηρεαστεί από τη φαντασία του παρατηρητή. Μάλιστα αν αυτή (η τιμή απροσδιοριστίας θέσης) είναι μικρή σε σχέση με τη μάζα του (υλοενέργειά του), επηρεάζονται δυσκολότερα. Όσο μεγαλύτερη η τιμή της απροσδιοριστίας ενός συστήματος, τόσο ευκολότερα επηρεάζεται (το πώς και το γιατί είναι μια άλλη ιστορία, που και αυτή θα ειπωθεί στο μέλλον).
Τα συστήματα σωματιδίων όμως δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ύλη του κόσμου μας. Ο ίδιος ο κόσμος μας. Έτσι, οι περιοχές που ήδη έχουν υψηλή τιμή απροσδιοριστίας είναι και περισσότερο πρόσφορες για επιρροή από τη φαντασία του παρατηρητή. Στο καθημερινό περιβάλλον, τέτοιες είναι οι λεγόμενες «ενεργειακές περιοχές» για όσους ασχολούνται με τα πνευματικά θέματα. Είπαμε ωστόσο για τις περιοχές αυτές, ότι θα αναλυθούν διεξοδικά κάποια στιγμή στο μέλλον.
Κάτι πάντως που πιστεύω ότι όλοι σας αποδέχεστε, είναι ότι στα πειράματα και γενικότερα στο σύμπαν επικρατεί το χάος γύρω από την πρόβλεψη των μελλοντικών τους καταστάσεων. Έτσι λοιπόν σας ρωτώ, πόσο «σκοτεινό δωμάτιο» είναι το μέλλον; Πόσο άγνωστο και χαοτικό γίνεται αν προσπαθήσεις να το προβλέψεις; Μόνο αν το μέλλον γίνει παρόν, μπορείς να το γνωρίσεις. Μόνο αν αλληλεπιδράσεις με το μέλλον το γνωρίζεις και το γνωρίζεις μόνο όταν αυτό γίνει παρελθόν. Ακριβώς όπως στο σκοτεινό δωμάτιο. Η θεωρία του χάους φωνάζει περίτρανα το πόσο απρόβλεπτο είναι το μέλλον, το πόσο «σκοτεινό δωμάτιο» είναι.
Ωστόσο, αν και δεν μπορούμε να προβλέψουμε το μέλλον, μπορούμε όμως να το καθορίσουμε. Πως; Με τον τρόπο που το κάνανε οι επιστήμονες εκεί στους επιταχυντές σωματιδίων εντελώς αιφνίδια. Ή με τον τρόπο που τόσοι άνθρωποι καθημερινά το κάνουνε στα πλαίσια της θρησκείας τους, με τη προσευχή. Ουσιαστικά με τη συνειδητοποίηση της επιθυμίας για την ηθελημένη πραγματοποίηση μιας εποπτικής εικόνας. Για αυτό λοιπόν, ζήσε στη φαντασία σου το μέλλον σα να είναι πραγματικό και τότε θα γίνει παρελθόν, περνώντας πρώτα από ένα παρών που κυλά στα χέρια του παρατηρητή όπως το γάργαρο νερό στο ρυάκι. Προσοχή όμως, εδώ μόνο σας δείχνω το δρόμο προς την πηγή αυτού του γάργαρου νερού, για αυτό να είστε προσεκτικοί, διότι η πηγή βρίσκεται ψηλά στο βουνό όπου επικρατούν δυνάμεις και συνθήκες απάνθρωπες για τους μη εκπαιδευμένους.
Ξανα-ανακαλύπτοντας τη μαγεία
«Δείτε τον εαυτό σας μόνο στο σύμπαν. Ένα απέραντο σκοτάδι να απλώνεται ως το άπειρο. Στέκεστε μόνοι σας να παρατηρείτε το απέραντο ατόφιο κενό. (Οι γαλαξίες,) Οι αστέρες, οι πλανήτες, η Γη μας, οι άνθρωποι, οι αγαπημένοι σας, τα αγαθά σας, το σώμα σας, η ύλη, η ενέργεια, το ίδιο το φως, κανένα τους δεν υπάρχει. Μόνο το απέραντο σκοτάδι να σας δεικνύει τη κενότητα και η απύθμενη σιωπή να βεβαιώνει τη μοναξιά σας. Άχρονη η μοναξιά και αχανής η άβυσσος τυλιγμένες σα φίδια πάνω στο εγώ σου για χρόνο πέρα από κάθε μέτρηση. Τολμήστε να φανταστείτε τη κενότητα τούτης της αβύσσου και θα είστε μάρτυρες της ίδια της Δημιουργίας.
Μέσα σε τούτη την αγνή κενότητα, με μόνο σύμμαχο τη σιωπή μιας ανυπαρξίας, δείτε το πρώτο κέντρο δύναμης να γεννιέται (να σημειώσω ότι εδώ φαντάζεστε τον εαυτό σας να κοιτά το κέντρο αυτό). Ένας λιλιπούτειος στρόβιλος από ατόφια καθαρή λευκή ενέργεια. Μια τιποτένια ύπαρξη μες τη καρδιά της ανυπαρξίας που τη παρατηρείτε να σας χαρίζει τη βεβαιότητα και της δικής σας υπάρξεως, μέσα στην ίδια κατάμαυρη καρδιά του καθαρού τίποτα. Ένα βρέφος «εγώ» γεννιέται μέσα απ’ τη συνειδητοποίηση ενός «μη εγώ». Μια έκρηξη αγάπης στο πυρήνα τούτου του «εγώ» συντελείται και το συναίσθημα ξεχύνεται σα πίδακες υγρού φωτός ποτίζοντας τη κενότητα γύρω του. «Δεν είμαι μόνος μου!» συνειδητοποιεί το βρέφος κι αμέσως οι πίδακες φωτός τυλίγουν το «μη εγώ» φέρνοντάς το ολοένα και κοντύτερα στο «εγώ». Σύντομα το «εγώ» και το «μη εγώ» συναντιούνται και κρατώντας την ατομικότητά τους, ενώνονται σχηματίζοντας ένα ακόμα μεγαλύτερο κέντρο δύναμης. Δυο μικροσκοπικοί στρόβιλοι, που χορεύοντας σαν ερωτευμένοι νέοι, περιστρέφονται ο ένας γύρω από τον άλλο, δεμένοι γερά με τα φωτεινά ρεύματα της αγάπης. Η απύθμενη άβυσσος οριοθετήθηκε, η άχρονη μοναξιά παραγκωνίστηκε και ο χρόνος, το πιο άγριο άλογο, δαμάστηκε και ρέει καλπάζοντας στο ρυθμό των ρευμάτων της αγάπης, αποκτώντας υπόσταση. Η σκοτεινή καρδιά της ανυπαρξίας επιτέλους φωτίστηκε, κάνοντας τόπο στη Γένεση να μεγαλώσει το βρέφος της. Η ύπαρξη γεννημένη από το γάμο της ανυπαρξίας και της συνειδητοποίησης του «μη εγώ».
Σύντομα, αναρίθμητα κέντρα δύναμης εμφανίζονται συνθέτοντας τον έναστρο ουρανό μέσα στο ατόφιο σκοτάδι. Μυριάδες μικροσκοπικοί λευκοί στρόβιλοι μοιράζουν ζωή στην άβυσσο της κενότητας, σαν ανθρώπινοι χορευτές σε ένα μεγάλο πανηγύρι. Αλληλεπιδρώντας με τα ρεύματα των συναισθημάτων, σχηματίζουν κέντρα δύναμης ολοένα και μεγαλύτερα. Στο μεγάλο πανηγύρι της ζωής, σχηματίζουν παρέες, έχουν συμπάθειες και αντιπάθειες και χαίρονται την ύπαρξή τους, αγνοώντας αδιάφορα την ερώτηση «Γιατί υπάρχω;». Καλπάζοντας ο χρόνος, τα κέντρα αυτά, συνδυάζονται σε όλο και πολυπλοκότερες μορφές, ώσπου το πρώτο άτομο της ύλης εμφανίζεται. (Τα άτομα της ύλης συνθέτουν με τη σειρά τους τα μόρια) Καθώς οι μορφές γίνονται ολοένα και πιο σύνθετες, βλέπουμε τον ανόργανο κόσμο του φυσικού πεδίου. Έπειτα ξεπροβάλει η ζωή, πρώτα το βασίλειο των φυτών και τέλος το βασίλειο των ζώων, με τις πολυπλοκότερες των μορφών στο οποίο και ο άνθρωπος ανήκει.
Ολόκληρος ο κόσμος τούτος, συντίθεται από τους συνδυασμούς των μικροσκοπικών αυτών στροβίλων. Ο άνθρωπος, το πολυπλοκότερο ων στο ζωικό βασίλειο, είναι ένα κέντρο δύναμης και ο ίδιος του. Το ίδιο το σύμπαν είναι ένα κέντρο δύναμης, αποτελούμενο από μικρότερα και μικρότερα. Κάθε τι είναι ένα κέντρο δύναμης, απαρτιζόμενο από ολοένα και μικρότερα, έως αυτούς τους μικροσκοπικούς λευκούς στροβίλους καθαρής ενέργειας, καθαρής συνείδησης. Όπου υπάρχει ύλη, αποτελείται από συνδυασμένους μεταξύ τους στροβίλους. Όπου υπάρχει κενό, γεμίζεται από τα συναισθηματικά ρεύματα ή αλλιώς τη λεγόμενη Δύναμη νεύματος, των κέντρων αυτών. Έτσι καταλήγουμε ότι η συνείδηση του «εγώ», που γεννιέται μέσα από τη συνειδητοποίηση του «μη εγώ», παρέχει τη δύναμη στο αντίστοιχο κέντρο. Τη δύναμη που εξωτερικεύεται στο οποιοδήποτε «μη εγώ» μέσω των συναισθηματικών ρευμάτων, επηρεάζοντάς το».
Το παραπάνω κείμενο, δεν είναι παρά η περιγραφή του κόσμου μας όπως τον αντιλαμβανόντουσαν οι αποκρυφιστές, πολύ πριν ανακαλυφθούν οι επιστήμες της ατομικής φυσικής, κβαντικής μηχανικής, ακόμα και της απλής χημείας. Τα σημεία όπου παρέθεσα κάποια σχόλια είναι εμφανή (αυτά μέσα στις παρενθέσεις). Δεν είναι κάποιο συμπέρασμα όπου καταλήγω ούτε και κάποια περιγραφή που πηγάζει από τα όσα παρέθεσα έως εδώ. Ωστόσο εμφανή είναι η ομοιότητα μεταξύ αυτού και της σύγχρονης αντίληψης του σύμπαντος. Σας αφήνω λοιπόν να συγκρίνετε μόνοι σας την ομοιότητα του τότε κόσμου με το σημερινό.
Οι ερωτήσεις που εμένα προβληματίζουν είναι πιθανότατα και αυτές που θα προβληματίσουν κι εσάς. Από πότε είχαν αυτή τη περιγραφή, πόσοι τη γνώριζαν και από που τη βρήκαν; Λυπάμαι που δεν έχω απάντηση εδώ, μα ίσως να είναι ο καρπός του δένδρου της γνώσης που κατανοώντας τον οι άνθρωποι θα γίνουν Θεοί. Πραγματικά ωστόσο το μόνο που ξέρω είναι ότι σιγά σιγά το ανθρώπινο γένος εξελίσσεται. Και μόνο η συνειδητοποίηση μέσω της θετικής επιστήμης, αυτού του γεγονότος ότι τόσο σαν σύνολο, όσο και σαν άτομο ο καθένας έχει τη δυνατότητα να επηρεάζει πιθανολογικά το μέλλον, σηματοδοτεί το ξεκίνημα μια νέας περιόδου. Αφήνοντας έτσι πίσω τη βιομηχανική εποχή, κατά τον ίδιο τρόπο που συνέβη και με τόσες άλλες του παρελθόντος οι οποίες έχουν ξεχαστεί. Όπως και κάθε αλλαγή όμως έτσι και αυτή θα απαιτήσει θυσίες, δε ξέρω πως θα γίνει αλλά έχω καταλάβει πως θα αρχίσει. Αυτή λοιπόν η Πραγματική Νέα Εποχή όπου μπαίνουμε θα είναι και αυτή της αβέβαιης πραγματικότητας, το μεταβατικό στάδιο που κάθε πολιτισμός περνά όταν αφήνει πίσω την εποχή της ήβης και αναλαμβάνοντας την ευθύνη των πράξεών του απλά ωριμάζει.
Οι γέφυρες της γνώσης
Η θεωρία της απροσδιοριστίας και η θεωρία του κυματοσωματιδιακού δυϊσμού, μας περιγράφουν ένα κόσμο αβέβαιο. Ένα σύμπαν φτιαγμένο από σωματίδια τόσο απρόβλεπτα σαν τις σταγόνες στη βροχή. Κι όμως είναι τα ίδια απρόβλεπτα σωματίδια που συνθέτουν τη πραγματικότητα που αντιλαμβανόμαστε. Περίτρανα λοιπόν είδαμε τη δυνατότητα της πραγματικότητος να είναι αβέβαιη όταν μηχανισμοί άγνωστοι προς το παρόν στην επιστήμη, ενεργοποιηθούν.
Η θεωρία του χάους μας έκοψε τα φτερά κάθε πιθανολογικής πρόβλεψης του μέλλοντος. Φυλάκισε όσους τη προσκυνούν σε μια αδυναμία να ελέγξουν το μέλλον. Γέννησε ένα κόσμο συνεχούς φόβου για όλους όσους προσπαθούν να προβλέψουν και να καθορίσουν το μέλλον στηριζόμενοι στην υλική τους δύναμη. Τους έριξε γυμνούς στο ‘σκοτεινό δωμάτιο’ και όπως πάντα, το σκοτάδι προκαλεί φόβο. Όλοι μας είμαστε μέσα σε τούτο το σκοτεινό δωμάτιο και όλοι μας προσπαθούμε να πολεμήσουμε το μέλλον που φοβόμαστε. Έτσι λοιπόν διακρίνουμε ανθρώπους να στηρίζονται είτε στην οικονομική τους ισχύ είτε στη πολιτική τους δύναμη είτε σε άλλους ανθρώπους που θεωρούν καθοριστές του μέλλοντος (ή ισχυρούς). Ανθρώπους πιστούς για τις μελλοντικές τους επιτυχίες εξ’ αιτίας των όσων τους επιτυχιών. Ανθρώπους που κλαψουρίζουν αδύναμοι επειδή υποκύπτουν στους φόβους τους. Ανθρώπους που μιλούν δυνατά επειδή στηρίζονται στο θεό τους, να τα φέρνει όλα βολικά. Ανθρώπους που ξέχασαν την εγγενή δύναμη κάθε συνειδητής ευφυΐας, τη δυνατότητα του « των μελλόντων καθορίζειν».
Σε ένα χαοτικό κατά το μέλλον σύμπαν, ο εκ του ιδίου μηχανισμός γεννημένος, οι συνειδητές ευφυΐες, μπορούν να καθορίζουν και να επιφέρουν σταθερότητα στις εξελίξεις. (κατά προσέγγιση διότι τα πάντα είναι σχετικά) Πέραν των μερικών δισεκατομμυριοστών του δευτερολέπτου πρόβλεψης της δράσης των βασικών σωματιδίων, πέραν των μερικών εκατομμυριοστών σταθερότητας των ατόμων, πέραν των μερικών χιλιοστών των μορίων, πέραν των ετών για τους κρυστάλλους, πέραν των χιλιετιών για τα συσσωματώματα (βουνά, πετρώματα κτλ), πέραν των εκατομμυρίων για τους πλανήτες, πέραν των δισεκατομμυρίων για τα ηλιακά συστήματα, πέραν της αιωνιότητας για το σύμπαν, μια συνειδητή ευφυΐα μπορεί να καθορίσει τους μηχανισμούς με τους οποίους αυτά θα παραμείνουν ανεπηρέαστα είτε επηρεασμένα από το χρόνο και στο χρόνο.
Ξανα-ανακαλύπτοντας τη μαγεία, κατανοούμε τον εγγενή μηχανισμό του σύμπαντος που φροντίζει για την συνέχιση της υπάρξεώς του, την συνείδηση. Και από την άλλη βλέπουμε την ευφυΐα με τη φαντασία της, να δημιουργεί τους μηχανισμούς που θα διέπουν τον τρόπο της συνέχισης αυτής της υπάρξεως. Τούτη η γνώση δεν είναι παρά το πέρασμα του κατωφλιού προς το δρόμο της αβέβαιης πραγματικότητος. Ενός δρόμου που διδάσκει ότι το σημαντικότερο είναι η κάθε συνειδητή ευφυΐα να ζει σε σχέση με αυτό που είναι (όπως εδώ περιγράφεται). Να είναι τέτοια ώστε να προωθεί αυτό που είναι (καλλιεργώντας τις ιδιότητές της). Και να γνωρίζει, ότι είναι έτσι όπως είναι (μαθαίνοντας να καθορίζει τον εαυτό της).
Ο καρπός της γνώσεως δεν αξίζει τίποτα, αν δεν η γνώση καρπωθεί με την αξία της, διότι τούτη η γνώση σημαίνει ότι «ζω σε σχέση με τα του μελλόντων καθορίζειν» διαβαίνοντας τα μονοπάτια του χρόνου σε μια αβέβαιη πραγματικότητα.
Επιλεκτική Βιβλιογραφία
Roger Penrose – Ο Νέος αυτοκράτορας
Στέφανος Τροχανάς – Κβαντομηχανική Ι
Tony Hey & Patrick Walters – Το κβαντικό σύμπαν
John Gribbin – Κβαντική φυσική και πραγματικότητα
William Walker Atkinson – Οι μαγικές δυνάμεις του πνεύματος
Hartman – Μαγεία λευκή και μαύρη.
H.P.Blavatsky – Ίσις Αποκαλυμμένη
(από metafysiko)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου