Ο νέος νόμος για την ανώτατη εκπαίδευση προσδιορίζει αλλαγές που θα έπρεπε να είχαν γίνει εδώ και πολλά χρόνια (άρθρο μου στην Ελευθεροτυπία,20/8/1991). Έστω και αργά, τα όσα προβλέπει, για τη διοίκηση, την αυτονομία των ιδρυμάτων, το άσυλο, τα προγράμματα σπουδών και την αξιολόγηση είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Παρ’ όλα αυτά, ο νέος νόμος δεν επαρκεί για το...
μετασχηματισμό της ανώτατης παιδείας. Οι οργανισμοί και οι κοινωνίες δεν αλλάζουν με νόμους και διατάγματα. Για παράδειγμα, δεν ήταν ο προηγούμενος νόμος η αίτια που κυβερνήσεις (κυρίως του ΠΑΣΟΚ, άρθρο μου στην Καθημερινή 8/2006) έκαναν πράξη το σύνθημα της χούντας«κάθε πόλη και στάδιο, κάθε χωριό και γυμναστήριο», δηλαδή, κάθε πόλη και ΑΕΙ,κάθε κωμόπολη και ΑΤΕΙ, με εκατοντάδες τμήματα, χωρίς καμία επιστημονική ή επαγγελματική αναφορά. Δεν ήταν ζήτημα του νόμου να εισέρχονται φοιτητές με βαθμολογία κάτω του 10 και να οδηγούνται στην ανεργία ή την «αιώνια φοίτηση»,αφού το πτυχίο τους δεν έχει καμία ανταπόκριση στην αγορά εργασίας.
Από την άλλη, με τον ίδιο νόμο, υπάρχουν αρκετά πανεπιστημιακά τμήματα που είναι εξαιρετικά σε σύγκριση με τ’ αντίστοιχα πολύ καλών ξένων Πανεπιστημίων.Το θεσμικό πλαίσιο είναι σημαντικό, όπως είναι άλλωστε το οργανόγραμμα και οι κανονισμοί σε μια επιχείρηση ή οργανισμό. Όμως, η ποιότητα, οι επιδόσεις, η ανταγωνιστικότητα και η ανάπτυξη εξαρτώνται κυρίως από τη στρατηγική, τους διαθέσιμους πόρους και τους ανθρώπους που υλοποιούν τη στρατηγική. Συνεπώς,ένας σωστός νόμος αποτελεί μια αναγκαία, αλλά όχι ικανή συνθήκη για τις επιδόσεις και την ανάπτυξη της ανώτατης παιδείας.
Η στρατηγική, ασφαλώς, αφορά το κάθε ίδρυμα και αυτό το ευνοεί ο προτεινόμενος νόμος, αλλά πέραν αυτού και το πιο πρωταρχικό είναι η ύπαρξη μιας εθνικής στρατηγικής για την ανώτατη παιδεία συνολικά.
Ένα πρώτο θεμελιώδες ζήτημα στρατηγικής, είναι οι σχολές, τα προγράμματα σπουδών, σε συνδυασμό με τον αριθμό των φοιτητών και τους πόρους που διατίθονται σε αυτά. Σήμερα, ο αριθμός των φοιτητών και των προγραμμάτων σπουδών,είναι σε πλήρη αναντιστοιχία με τις ανάγκες της οικονομίας, της κοινωνίας και της επιστήμης.
Ένα πρώτο θεμελιώδες ζήτημα στρατηγικής, είναι οι σχολές, τα προγράμματα σπουδών, σε συνδυασμό με τον αριθμό των φοιτητών και τους πόρους που διατίθονται σε αυτά. Σήμερα, ο αριθμός των φοιτητών και των προγραμμάτων σπουδών,είναι σε πλήρη αναντιστοιχία με τις ανάγκες της οικονομίας, της κοινωνίας και της επιστήμης.
Οι διαθέσιμοι πόροι διαμοιράζονται σε σαράντα ιδρύματα με εκατοντάδες τμήματα για την εκπαίδευση ενός μεγάλου αριθμού φοιτητών που δεν προσθέτει ούτε στην επαγγελματική αποκατάσταση, ούτε στην ουσιαστική παιδεία και μόρφωση. Οι συγχωνεύσεις μεταξύ των ιδρυμάτων, δεν θα επιφέρουν καμία ουσιαστική αλλαγή, αν δεν καταργηθούν πολλά τμήματα ή προγράμματα σπουδών και δεν μειωθεί δραστικά ο αριθμός των φοιτητών.
Αυτό βεβαίως προϋποθέτει, εκτός των άλλων, μια ριζική αλλαγή νοοτροπίας στην Ελληνική κοινωνία, μέσω ουσιαστικού επαγγελματικού προσανατολισμού, πρώτα των γονέων και στη συνέχεια των παιδιών, ώστε να σταματήσει το πτυχίο ν’ αποτελεί πανάκεια ή την μόνη εναλλακτική για την επαγγελματική αποκατάσταση.
Ένα δεύτερο θεμελιώδες ζήτημα στρατηγικής είναι οι συνολικοί πόροι που θα επενδυθούν στην ανάπτυξη των υποδομών και της έρευνας. Είναι γνωστό ότι βρισκόμαστε αρκετά χαμηλά, σε σύγκριση με την Ε.Ε.
Τρίτο ζήτημα στρατηγικής, αφορά το ακαδημαϊκό προσωπικό. Οι αμοιβές του δεν είναι καθόλου ανταγωνιστικές, για να προσελκύσουν και να διατηρήσουν ακαδημαϊκούς υψηλού επιπέδου. Το ενιαίο μισθολόγιο για όλους τους πανεπιστημιακούς, δεν λαμβάνει υπόψη καθόλου τη προσφορά και τη ζήτηση και τις αμοιβές στην αγορά εργασίας. Σε χώρες της Ε.Ε, όσο και στις ΗΠΑ, οι αμοιβές των καθηγητών διαφέρουν μεταξύ των Πανεπιστημίων, μεταξύ των ειδικοτήτων στο ίδιο Πανεπιστήμιο, ακόμη και μεταξύ δυο καθηγητών στην ίδια πανεπιστημιακή βαθμίδα και ειδικότητα, ανάλογα των προσόντων και του επαγγελματικού κύρους.
Τέταρτον, σε ό,τι αφορά τη σύνδεση της εκπαίδευσης με την οικονομία και την κοινωνία, ο νόμος εμπεριέχει στοιχεία που την ευνοούν. Όμως, θέτει ένα πολύ σημαντικό εμπόδιο αφού προβλέπει ότι οι καθηγητές πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, δεν μπορούν να έχουν αμοιβές παρά μόνο από το στενό δημόσιο τομέα και για ελάχιστες συγκεκριμένες υπηρεσίες. Αυτό αναιρεί πολλά από τα θετικά στοιχεία του νόμου για πολλούς λόγους. Κατ’ αρχήν, για πολλές ειδικότητες, η επαγγελματική συνεργασία των καθηγητών με τον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα,είναι ουσιαστική για τη σύνδεση της θεωρίας με την πράξη, την ανάπτυξη των καθηγητών, τη συνεργασία των ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων ή οργανισμών.
Ένα δεύτερο θεμελιώδες ζήτημα στρατηγικής είναι οι συνολικοί πόροι που θα επενδυθούν στην ανάπτυξη των υποδομών και της έρευνας. Είναι γνωστό ότι βρισκόμαστε αρκετά χαμηλά, σε σύγκριση με την Ε.Ε.
Τρίτο ζήτημα στρατηγικής, αφορά το ακαδημαϊκό προσωπικό. Οι αμοιβές του δεν είναι καθόλου ανταγωνιστικές, για να προσελκύσουν και να διατηρήσουν ακαδημαϊκούς υψηλού επιπέδου. Το ενιαίο μισθολόγιο για όλους τους πανεπιστημιακούς, δεν λαμβάνει υπόψη καθόλου τη προσφορά και τη ζήτηση και τις αμοιβές στην αγορά εργασίας. Σε χώρες της Ε.Ε, όσο και στις ΗΠΑ, οι αμοιβές των καθηγητών διαφέρουν μεταξύ των Πανεπιστημίων, μεταξύ των ειδικοτήτων στο ίδιο Πανεπιστήμιο, ακόμη και μεταξύ δυο καθηγητών στην ίδια πανεπιστημιακή βαθμίδα και ειδικότητα, ανάλογα των προσόντων και του επαγγελματικού κύρους.
Τέταρτον, σε ό,τι αφορά τη σύνδεση της εκπαίδευσης με την οικονομία και την κοινωνία, ο νόμος εμπεριέχει στοιχεία που την ευνοούν. Όμως, θέτει ένα πολύ σημαντικό εμπόδιο αφού προβλέπει ότι οι καθηγητές πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, δεν μπορούν να έχουν αμοιβές παρά μόνο από το στενό δημόσιο τομέα και για ελάχιστες συγκεκριμένες υπηρεσίες. Αυτό αναιρεί πολλά από τα θετικά στοιχεία του νόμου για πολλούς λόγους. Κατ’ αρχήν, για πολλές ειδικότητες, η επαγγελματική συνεργασία των καθηγητών με τον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα,είναι ουσιαστική για τη σύνδεση της θεωρίας με την πράξη, την ανάπτυξη των καθηγητών, τη συνεργασία των ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων ή οργανισμών.
Πέραν αυτών, ο εν λόγω περιορισμός θα εμποδίσει τα ιδρύματα ν’ αντλούν πόρους από τον ιδιωτικό τομέα και διεθνή ανταγωνιστικά προγράμματα. Επίσης, αυτός ο περιορισμός κάνει ακόμη λιγότερα ανταγωνιστικά τα Πανεπιστήμια για την προσέλκυση Καθηγητών υψηλού επιπέδου. Γι’ αυτούς τους λόγους κυρίως, δεν υπάρχει αντίστοιχος περιορισμός στα ΑΕΙ των χωρών της Ε.Ε και των Η.Π.Α.
Ένα τελευταίο στρατηγικό ζήτημα αφορά τη συμβολή της ανώτατης εκπαίδευσης στην εξωστρέφεια και την οικονομική ανάπτυξη. Η χώρα μας, διαθέτει πολλά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα για να προσελκύσει ένα πολύ μεγάλο αριθμό ξένων φοιτητών, να δημιουργήσει χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας και ν’ αποκτήσει όλα τα προφανή οφέλη από τους ξένους πτυχιούχους που θα κάνουν καριέρα στη πατρίδα τους.
Ένα τελευταίο στρατηγικό ζήτημα αφορά τη συμβολή της ανώτατης εκπαίδευσης στην εξωστρέφεια και την οικονομική ανάπτυξη. Η χώρα μας, διαθέτει πολλά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα για να προσελκύσει ένα πολύ μεγάλο αριθμό ξένων φοιτητών, να δημιουργήσει χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας και ν’ αποκτήσει όλα τα προφανή οφέλη από τους ξένους πτυχιούχους που θα κάνουν καριέρα στη πατρίδα τους.
Αυτό όμως απαιτεί ένα ειδικό στρατηγικό και μακροπρόθεσμο σχέδιο επενδύσεων με συγκεκριμένους και μετρήσιμους στόχους και κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο. Εδώ τίθεται και το τεράστιο ζήτημα των μη κρατικών Πανεπιστημίων για το οποίο το πολιτικό σύστημα με υποκρισία και ανευθυνότητα, συνεχίζει ν’ αγνοεί, ενώ παράλληλα αποδέχεται σχολεία – ιδιωτικές επιχειρήσεις στις βασικές βαθμίδες εκπαίδευσης, όπως είναι η πρωτοβάθμια και η δευτεροβάθμια.
Τα όσα προηγήθηκαν, ασφαλώς δεν καλύπτουν όλα τα ζητήματα ενός εθνικού,στρατηγικού και συνετικού σχεδίου για την ανώτατη παιδεία, όπως για παράδειγμα τη σύνδεση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με τις άλλες βαθμίδες. Δείχνουν, όμως,ότι η κατεστημένη λογική όλων των κυβερνήσεων, ότι μπορεί να λυθεί το ζήτημα της ανάπτυξης, της φοροδιαφυγής ή της παιδείας με νόμους είναι ανεπαρκής.Διότι, οι νόμοι, όσο σωστοί και αν είναι, όσο σωστά και αν εφαρμοσθούν (πράγμα,όχι σύνηθες στη χώρα μας), αποτελούν αναγκαία και όχι ικανή συνθήκη για τη πρόοδο.
* Ο κ. Δημήτρης Μπουραντάς είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, συγγραφέας και συντονιστής της κίνησης πολιτών: «Ο κύκλος των χαμένων αξιών»
Τα όσα προηγήθηκαν, ασφαλώς δεν καλύπτουν όλα τα ζητήματα ενός εθνικού,στρατηγικού και συνετικού σχεδίου για την ανώτατη παιδεία, όπως για παράδειγμα τη σύνδεση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με τις άλλες βαθμίδες. Δείχνουν, όμως,ότι η κατεστημένη λογική όλων των κυβερνήσεων, ότι μπορεί να λυθεί το ζήτημα της ανάπτυξης, της φοροδιαφυγής ή της παιδείας με νόμους είναι ανεπαρκής.Διότι, οι νόμοι, όσο σωστοί και αν είναι, όσο σωστά και αν εφαρμοσθούν (πράγμα,όχι σύνηθες στη χώρα μας), αποτελούν αναγκαία και όχι ικανή συνθήκη για τη πρόοδο.
* Ο κ. Δημήτρης Μπουραντάς είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, συγγραφέας και συντονιστής της κίνησης πολιτών: «Ο κύκλος των χαμένων αξιών»
(από kourdistoportocali)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου