Η Παιδεία είναι ένας ευαίσθητος χώρος, που πλήττεται σφοδρά από την υφιστάμενη κρίση. Η θεσμοθέτηση ενός νέου νομικού πλαισίου για την Ανώτατη Εκπαίδευση σήμερα έχει στρατηγική σημασία, γεννώντας και ανάλογου μεγέθους προσδοκίες.
Το υφιστάμενο Προσχέδιο όμως διαψεύδει αυτές τις προσδοκίες.
Σε ό,τι αφορά τα ΤΕΙ, το Προσχέδιο υποβιβάζει τον θεσμό και δεν αναγνωρίζει το σημαντικό έργο που έχει επιτελεστεί τα τελευταία χρόνια, ενώ έρχεται σε αντίθεση με τις αλλαγές στον ευρωπαϊκό εκπαιδευτικό χάρτη, όπου η τεχνολογική εκπαίδευση έχει αναβαθμιστεί και έχει καταστεί ισότιμη της πανεπιστημιακής. Αυτό διεθνώς συνεπάγεται ότι ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα χαρακτηρίζεται ως ανώτατο μόνο όταν παρέχει ολοκληρωμένους κύκλους σπουδών και στα...
τρία επίπεδα (προπτυχιακό, μεταπτυχιακό, διδακτορικό), δεδομένο που δεν διασφαλίζεται για τα ΤΕΙ από τον προτεινόμενο Νόμο.
τρία επίπεδα (προπτυχιακό, μεταπτυχιακό, διδακτορικό), δεδομένο που δεν διασφαλίζεται για τα ΤΕΙ από τον προτεινόμενο Νόμο.
Ειδικότερα:
§ Ο ρόλος των ΑΕΙ:
Από το πρώτο άρθρο του Προσχεδίου γίνεται σαφές ότι τα Πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ συγκροτούν το ενιαίο πεδίο των ΑΕΙ. Ωστόσο η εμμονή στην διακριτή ονοματολογία που ακολουθείται (με πιο άδικο το φοιτητής/σπουδαστής) επιβάλλει μια αρχέγονη διαφοροποίηση, που επιβεβαιώνεται ρητά στο άρθρο 3, μετατρέποντας την ισοτιμία σε διακριτούς ιεραρχημένους ρόλους.
Η θέση μας είναι ότι ο ρόλος των ΤΕΙ στην Ανώτατη Εκπαίδευση, ιστορικά και μετά από ακολουθία μεταρρυθμίσεων, μπορεί να εννοηθεί μόνο ως εξής: Τα ιδρύματα του Τεχνολογικού τομέα, με την θεωρητική και πρακτική επιστημονική εκπαίδευση που προσφέρουν, δίνουν ιδιαίτερη έμφαση και αναπτύσσουν την εφαρμοσμένη διάσταση των επιστημών και των τεχνών στα αντίστοιχα γνωστικά πεδία.
Το διακριτό στοιχείο προκύπτει από την έμφαση στην εφαρμοσμένη μάλλον παρά στη βασική έρευνα και όχι από τη φύση της ακαδημαϊκής συγκρότησης, η οποία είναι απολύτως ισότιμη με την αντίστοιχη Πανεπιστημιακή. Αυτή η ισοτιμία δεν είναι διεκδικούμενο «προνόμιο», είναι προϋπόθεση για τον ανώτατο ακαδημαϊκό χαρακτήρα του θεσμού.
Αν περιοριστεί ο ρόλος των ΤΕΙ στην μεταφορά τεχνογνωσίας και όχι στην παραγωγή τεχνογνωσίας, δεν υπάρχει κανένας λόγος το στελεχιακό τους δυναμικό να έχει το ακαδημαϊκό προφίλ που απαιτείται σήμερα. Είναι αντιφατικό να απαιτούνται προσόντα απολύτως εξαρτώμενα από την δυνατότητα πρόσβασης σε έρευνα, η οποία όμως δεν είναι εφικτή εντός του ακαδημαϊκού χώρου τον οποίο υπηρετεί.
§ Χωροταξικός-θεματικός σχεδιασμός:
Αν πρέπει να συνοψίσουμε σε μια λέξη τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται ο ακαδημαϊκός των ΑΕΙ, αυτή είναι: κηδεμόνευση. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο μείζον ζήτημα που αφορά “καταργήσεις, συγχωνεύσεις, αλλαγής έδρας, κατατμήσεις μεταξύ Σχολών του Ιδρύματος και μεταξύ Ιδρυμάτων» (άρ. 5 και 6 των “διατάξεων αυτοδιοίκησης των ΑΕΙ”), δεν προβλέπεται καμιά συμμετοχή της ακαδημαϊκής κοινότητας πέρα από απλή γνωμοδότηση στο Συμβούλιο και την νέα ΑΔΙΠ.
Θέση μας είναι η εφαρμογή ενός νέου εθνικού χωροταξικού-θεματικού σχεδιασμού των ΑΕΙ, η οποία πρέπει να γίνει με διαυγή και εκ των προτέρων διατυπωμένα κριτήρια, που να είναι πρωτίστως ακαδημαϊκά, και με στόχο την αποκέντρωση του εκπαιδευτικού συστήματος, που θα συμβάλει στην άμβλυνση των περιφερειακών ανισοτήτων. Το ΕΣΥΠ θα μπορούσε να αναλάβει την διατύπωση των κριτηρίων αυτών, και να συνθέσει τις προτάσεις που τα Ιδρύματα θα δεσμευτούν να καταθέσουν περί αυτού σε συγκεκριμένο χρόνο
§ Διοίκηση ΑΕΙ:
Το Προσχέδιο περιλαμβάνει διατάξεις που ανατρέπουν ουσιαστικά όλη τη μέχρι σήμερα δομή και λειτουργία της Διοίκησης των Ιδρυμάτων. Αν και δε μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι απαιτούνται αλλαγές στο σημερινό σύστημα διοίκησης, η όλη φιλοσοφία του κειμένου δείχνει να επιβάλλει εκ των άνω ένα μοντέλο το οποίο όχι μόνο δεν διασφαλίζει την αντιμετώπιση όλων όσων εμμέσως προσάπτει στο προηγούμενο (διαπλοκή, αδιαφάνεια, κτλ.), αλλά αντίθετα δημιουργεί προϋποθέσεις για την νομιμοποίηση και επέκτασή τους.
Το (15μελές ή 9μελές) Συμβούλιο του Ιδρύματος συγκεντρώνει όλες τις σημαντικές αρμοδιότητες, συμπεριλαμβανομένου του ορισμού του Πρύτανη/Προέδρου και των Κοσμητόρων/Διευθυντών. Η Συνέλευση έχει μόνο γνωμοδοτικές αρμοδιότητες και μάλιστα σε περιορισμένα ζητήματα. Τα όργανα αυτά δεν λειτουργούν συμπληρωματικά, αλλά με σχέση ιεραρχίας.
Η φύση του προτεινόμενου Συμβουλίου είναι ο συγκεντρωτισμός και οι υπερεξουσίες: είναι χαρακτηριστικό ότι ορίζει και παύει από τα καθήκοντά τους όλα τα θεσμικά όργανα, ακόμα και τον κοσμήτορα/διευθυντή. Επιπλέον, ελέγχει αμιγώς ακαδημαϊκές δραστηριότητες, ακόμα και τα κριτήρια για την εκλογή των διδασκόντων. Με άλλα λόγια μπορεί να αναστείλει βασικά ακαδημαϊκά προσόντα, όπως ο διδακτορικός τίτλος, για τον οποίο το άρ. 17 ορίζει ότι επαφίεται στην κρίση του Οργανισμού. Είναι αυτονόητο ωστόσο ότι για τη διασφάλιση της ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση τα θέματα προϋποθέσεων και προσόντων κάθε βαθμίδας πρέπει να ρυθμίζονται από ενιαία αρχή (π.χ. ΕΣΥΠ) και με ενιαίο τρόπο για όλα τα ιδρύματα. Η αρχή αυτή και μόνο είναι αποδεκτό να αποφασίζει για τα γνωστικά αντικείμενα που δύνανται να εξαιρεθούν από την απαίτηση διδακτορικού.
Η στρατηγική ανάπτυξης ενός Ιδρύματος όμως δεν μπορεί να διαμορφώνεται ερήμην του σώματος των ακαδημαϊκών στελεχών, που στο Προσχέδιο εκπροσωπούνται ισχνά. Γενικά, το πνεύμα του Προσχεδίουπλήττει την άμεση δημοκρατία, η οποία νοηματοδοτεί την συνταγματική πρόβλεψη του αυτοδιοίκητου και η οποία αποτελεί ως σήμερα θεμελιώδες χαρακτηριστικό των ελληνικών ΑΕΙ, και συμβολικό πολιτικό μοντέλο για την Παιδεία και την Κοινωνία. Δεν αμφισβητούμε ότι το μοντέλο αυτό έχει τρωθεί πολλαπλώς και μάλιστα εν πολλοίς με ευθύνη του ακαδημαϊκού κόσμου, αλλά λύση είναι η αποκατάσταση και όχι η ανατροπή του, την οποία θεωρούμε ανιστόρητη και επικίνδυνη.
Για την διοίκηση των ΑΕΙ, θέση μας είναι η συγκρότηση ενός διακριτού οργάνου για την λογοδοσία, τη διαφάνεια και την εξωστρέφεια των Ιδρυμάτων. Αυτό θα καλείται Συμβούλιο Εποπτείας και η σύνθεσή του θα είναι αυτή που προβλέπεται από το Προσχέδιο νόμου για το Συμβούλιο του Ιδρύματος.
Η ευθύνη όμως της χάραξης της ακαδημαϊκής πολιτικής θα πρέπει να ανήκει στα ακαδημαϊκά στελέχη. Ανώτατο συλλογικό όργανο διοίκησης των ΑΕΙ πρέπει να παραμείνει η Σύγκλητος/Γενική Συνέλευση, της οποίας η σύνθεση θα πρέπει να διασφαλίζει εκπροσώπηση όλων των Σχολών.
Το Πρυτανικό συμβούλιο/Συμβούλιο ΤΕΙ πρέπει να εκλέγεται από την ακαδημαϊκή κοινότητα και να συγκροτείται από μέλη της.
Ο Πρύτανης/Πρόεδρος πρέπει να είναι καθηγητής πρώτης βαθμίδας, είτε του οικείου Ιδρύματος, είτε άλλου ελληνικού ΑΕΙ. Η εκλογή του πρέπει να γίνεται από το σύνολο των μελών ΔΕΠ/ΕΠ.
Η Σύγκλητος/Γενική Συνέλευση, μαζί με το Πρυτανικό συμβούλιο/Συμβούλιο και τον Πρύτανη/Πρόεδρο πρέπει να:
α) χαράσσουν και υλοποιούν την ακαδημαϊκή στρατηγική ανάπτυξης του ιδρύματος σε εθνικό και διεθνές επίπεδο,
β) έχουν την ευθύνη της εν γένει ακαδημαϊκής λειτουργίας του ιδρύματος
γ) διαμορφώνουν το πλαίσιο και τους κανόνες λειτουργίας όλων των μελών και δομών της ακαδημαϊκής κοινότητας.
§ Χρηματοδότηση των ΑΕΙ:
Η κατανομή της δημόσιας χρηματοδότησης στα ΑΕΙ είναι εξαιρετικά σημαντική και οι «δείκτες» χρηματοδότησης δεν μπορούν να εξαγγέλλονται αορίστως.
Θέση: Η δημόσια χρηματοδότηση αποτελεί τον κύριο πυλώνα της αυτονομίας των ΑΕΙ. Τα κριτήρια για τη δημόσια χρηματοδότηση θα πρέπει να είναι ενιαία, αντικειμενικά και διαφανή. Το θεσμοθετούμενο ΝΠΙΔ του άρ. 58 είναι απαραίτητο να λειτουργεί με όρους διαφάνειας, ως θεσμικό σχήμα στο οποίο εκπροσωπείται ευρύτερα το ακαδημαϊκό δυναμικό.
§ Ακαδημαϊκό προσωπικό:
Το πνεύμα του Προσχεδίου σηματοδοτεί επιστροφή στην παντοδυναμία της καθηγητικής έδρας, μέσω του ουσιαστικού αποκλεισμού της συμμετοχής των υπόλοιπων βαθμίδων στην «αυτο»-διοίκηση του Ιδρύματος(άρθρα 8, 9). Πολλά σημεία του αντιμετωπίζουν τον ακαδημαϊκό με αδικαιολόγητη επιφύλαξη, όπως στην περίπτωση της αξιολόγησης των καθηγητών, η οποία δεν προβλέπει την διασφάλιση του κρινόμενου από αυθαιρεσίες.
Η συρρίκνωση των βαθμίδων του ακαδημαϊκού προσωπικού και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται η εξέλιξή τους δημιουργεί ένα ασφυκτικό πλαίσιο κανόνων αγοράς ξένο προς τον πνευματικό χώρο των ΑΕΙ.
Η ίδια στάση διαπιστώνεται και απέναντι στο λοιπό προσωπικό των ΑΕΙ: π.χ. αγνοείται η κατηγορία του Εργαστηριακού Διδακτικού Προσωπικού (ΕΡΔΙΠ), η οποία είναι απολύτως αναγκαία για την λειτουργία κάποιων προγραμμάτων σπουδών, ενώ το Ειδικό Τεχνικό Προσωπικό (ΕΤΠ) διαβαθμίζεται με λογική που δεν συνάδει με το ακαδημαϊκό τους επίπεδο.
Θέση μας είναι ότι σε όλες τα όργανα διοίκησης και ευθύνης (με εξαίρεση τον Πρύτανη/Πρόεδρο) θα πρέπει να έχουν πρόσβαση οι βαθμίδες του καθηγητή και του αναπληρωτή καθηγητή.
Η αξιολόγηση, την οποία θεωρούμε εκ των ων ουκ άνευ, δεν μπορεί να στηρίζεται στην “τιμωρία” και την “επιβράβευση”, που δεν είναι κατηγορίες συμβατές με την ανώτερη βαθμίδα του πνευματικού έργου, και υποβιβάζουν την ακαδημαϊκή ζωή.
Σε ό,τι αφορά το ακαδημαϊκό προσωπικό, προτείνουμε τη διατήρηση τεσσάρων βαθμίδων με προσόντα κοινά σε Πανεπιστήμια και ΤΕΙ και δυνατότητα εξέλιξης μετά τετραετή θητεία. Ειδικά για την βαθμίδα του επίκουρου καθηγητή, προτείνουμε να δίνεται η δυνατότητα κρίσης για μονιμοποίηση μετά τετραετή θητεία. Οι σχετικοί κανόνες οφείλουν να είναι συμβατοί με την συνταγματική διασφάλιση του δημόσιου λειτουργού.
Το ειδικό προσωπικό όλων των κατηγοριών (ΕΤΠ, ΕΕΔΙΠ και ΕΡΔΙΠ) πρέπει να διατηρηθεί με τουφιστάμενο ελάχιστο ακαδημαϊκών προσόντων που προσιδιάζει στον ιδιαίτερο ρόλο κάθε κατηγορίας.
§ Μεταβατικές διατάξεις:
Είναι άκρως ανησυχητικό το γεγονός ότι στο Προσχέδιο απουσιάζει το κεφάλαιο των μεταβατικών διατάξεων, που είναι απαραίτητο για την ομαλή ένταξη στη νέα κατάσταση του ανθρώπινου δυναμικού, ιδιαίτερα δε των μελών ΕΠ / ΔΕΠ τα οποία εκλέχθηκαν και υπηρετούν συννόμως, με πρόβλεψη χρόνου προσαρμογής, σεβασμό στη θεσμική υπόσταση των ιδρυμάτων και την προσωπικότητα των ακαδημαϊκών λειτουργών, που υπηρετούν την επιστήμη, την κοινωνία και τον πολιτισμό της χώρας.
Θέση μας επ’ αυτού είναι ότι οι υπηρετούντες Λέκτορες/Καθηγητές εφαρμογών και Επίκουροι καθηγητές πρέπει να εντάσσονται στο διδακτικό προσωπικό των ΑΕΙ (άρ. 16) σε προσωποπαγείς θέσεις, με δυνατότητα εξέλιξης.
Σε περίπτωση συγχώνευσης, κατάργησης κλπ. ενός Τμήματος, Σχολής ή Ιδρύματος, το εκπαιδευτικό προσωπικό εν υπηρεσία να μεταφέρεται στο νέο Τμήμα, Σχολή ή Ίδρυμα και να διασφαλίζεται η μονιμότητά του με δημιουργία νέων θέσεων. Το ίδιο ισχύει και για όλες τις λοιπές κατηγορίες προσωπικού.
(από polylitoikairoi,
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου