Η άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 από τους σταυροφόρους σήμανε και το τέλος της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ως κράτος υπερεθνικό[1]. Στα κατακερματισμένα εδάφη της Ρωμανίας (Βυζαντίου) δημιουργήθηκαν πλήθος μικρών ή μεγαλύτερων ηγεμονιών που τελούσαν υπό την κατοχή των Λατίνων: Ο κόμης της Φλάνδρας Βαλδουίνος έγινε αυτοκράτωρ της Κωνσταντινούπολης. Ο Βιλλαρδουίνος ίδρυσε το πριγκιπάτο της Αχαΐας. Αττική και Βοιωτία έγιναν ηγεμονία του...
Γάλλου Όθωνα ντε λα Ρος, τα Σάλωνα κομητεία, και η Κρήτη, η Κύπρος, η Μεθώνη, η Κορώνη, η Χαλκίδα κτήσεις της Βενετίας. Η Ρόδος έπεσε στα χέρια των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ. Τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου μετατράπηκαν σε δουκάτα κι ο Βονιφάτιος πήρε, για λίγα μονάχα χρόνια, τη Θεσσαλονίκη.
Πλήρης επαναφορά της Ελληνικής Παιδείας στο κράτος της Νίκαιας
Γάλλου Όθωνα ντε λα Ρος, τα Σάλωνα κομητεία, και η Κρήτη, η Κύπρος, η Μεθώνη, η Κορώνη, η Χαλκίδα κτήσεις της Βενετίας. Η Ρόδος έπεσε στα χέρια των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ. Τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου μετατράπηκαν σε δουκάτα κι ο Βονιφάτιος πήρε, για λίγα μονάχα χρόνια, τη Θεσσαλονίκη.
Ωστόσο, ορισμένοι Ρωμιοί (Βυζαντινοί) άρχοντες και στρατηγοί κατάφεραν και δημιούργησαν αυτόνομα κράτη με συμπαγής ελληνικής καταγωγής πληθυσμούς: Ο Θεόδωρος Λάσκαρις ίδρυσε την αυτοκρατορία της Νίκαιας, στις ανατολικές ακτές της θάλασσας του Μαρμαρά και ο Αλέξιος Κομνηνός την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας στον Πόντο της Μικράς Ασίας. Στο Ιόνιο Πέλαγος, ο Μιχαήλ Άγγελος Δούκας έφτιαξε το δεσποτάτο της Ηπείρου με πρωτεύουσα, από το 1299, την Άρτα.
Η διάλυση της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και η κατάργηση της κεντρικής ρωμαϊκής διοίκησης είχε ως αποτέλεσμα τα ελληνόφωνα κράτη που τη διαδέχθηκαν, να αρχίσουν να στρέφονται προς τις ελληνικές τους καταβολές. Και αν κανείς αναζητά να βρει την εποχή κατά την οποία συνέβη η πρώτη ουσιαστική αναγέννηση του Ελληνισμού, αυτή δεν είναι άλλη από την επάρατη κατ’ όλα τ’ άλλα, περίοδο της φραγκοκρατίας.
Το επίκεντρο της ελληνικής αναγέννησης αυτή την εποχή είναι το κράτος της Νίκαιας. Ο Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης, απαντώντας στον Πάπα, με περηφάνια του τονίζει: «Από τον καιρό των Δουκών τε και Κομνηνών τους από γενών ελληνικών άρξαντας». Ο λόγιος καλόγερος Νικόλαος Βλεμμύδης, κάνοντας εξαίρεση από τους άλλους κληρικούς της εποχής του, που γι’ αυτούς το όνομα «Έλλην» εξακολουθούσε να είναι διαβλητό, έλεγε την αυτοκρατορία της Νίκαιας «ελληνίδα επικράτειαν» και ο μαθητής του, ο αυτοκράτωρ Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις (1254-1258) την ονόμαζε «ελληνικόν» και «Ελλάδα», και συνήθιζε να μιλά για τα κατορθώματα της «ελληνικής ανδρείας» ενώ λογάριαζε τους υπηκόους του «απογόνους των αρχαίων Ελλήνων».
Ο Φωτιάδης αποκαλεί τον Λάσκαρι, «έναν αρχαιολάτρη με τη σημασία που δίνομε σήμερα στη λέξη. Στέκεται με θαυμασμό μπροστά στα μνημεία της Περγάμου, έργα “ελληνικής μεγαλονοίας μεστά και σοφίας ταύτης ινδάλματα”. Ποτέ πριν ούτε μίλησε ούτε ένιωσε άλλος αυτοκράτορας τόσο τον εαυτό του Έλληνα όσο ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις»[2]. Και ο Κορδάτος συμφωνεί και συμπληρώνει: «Ο Θεόδωρος Β΄ όμως τα χάλασε με τους βαλκανικούς λαούς, γιατί πίστεψε, πως μόνος του μπορούσε να τα βγάλει πέρα. Οραματιζόταν να νεκραναστήσει την αρχαία Ελλάδα και πίστευε πως η ελληνική φυλή μπορούσε μόνη της να παίξει πάλι σπουδαίο ρόλο. Γι’ αυτό τόνιζε, πως δεν περιμένει καμιά βοήθεια από τους άλλους λαούς της βαλκανικής (Σέρβους, Βουλγάρους κλπ.) και πως το ελληνικό Γένος, “μόνον αυτό βοηθεί εαυτώ”».
»Ακολουθώντας τέτοια πολιτική, τα χάλασε με τους Βουλγάρους και τους έδιωξε από τις μακεδονικές περιοχές που κατείχανε. Επίσης τους Αλβανούς και τους Ηπειρώτες του Ιωάννη Άγγελου τους χτύπησε και τους ανάγκασε να τραβηχτούν στα βουνά. Έζησε όμως μόνο τέσσερα χρόνια και έτσι τα σχέδια του έμειναν στη μέση»[3].
Προσπάθειες δημιουργίας εθνικού ελληνικού κράτους
Ωστόσο, είναι να θαυμάζει κανείς τη μεγαλοφυΐα του Θεόδωρου Β΄ Λάσκαρι όχι μόνο γιατί στράφηκε καθ’ ολοκληρία προς την πατρώα Ελληνική Παιδεία και την ελληνική εθνική συνείδηση ζητώντας μέσα από την Ελλάδα να βρει τη δύναμη για να υλοποιήσει τους στόχους του, αλλά κυρίως γιατί διέκρινε με μοναδική διορατικότητα την απειλή που αποτελούσαν Σλάβοι και Βούλγαροι για την επιβίωση του ελληνικού έθνους. Γνωρίζοντας, ο Λάσκαρις πως οι λαοί αυτοί, αν και ορθόδοξοι, δεν είχαν ταυτιστεί απολύτως με τη ρωμαίικη ορθόδοξη συνείδηση (πράγμα που τους συνέβη επί τουρκοκρατίας), σε αντίθεση με τους Έλληνες που είχαν απολέσει την εθνική τους συνείδηση εξαιτίας της ρωμαϊκής, ορθώς αντιλήφθηκε πως η ορθόδοξη ταυτότητα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως ύπουλο μέσο εκσλαβισμού ή εκβουλγαρισμού των ελληνικής καταγωγής πληθυσμών Μακεδονίας και Ηπείρου και απορρόφησης τους από τα βαρβαρικά φύλα των Σλάβων και των Βουλγάρων (ως ομόδοξων λαών).
Οι ελληνικοί πληθυσμοί εκείνη την εποχή ήταν επιρρεπείς στην αλλοίωση της εθνικής τους συνείδησης, επειδή ακριβώς δεν είχαν εθνική συνείδηση αλλά θρησκευτική, δηλαδή, του ρωμαίικου (ρωμαϊκού) ορθόδοξου γένους. Για τον λόγο αυτό όχι μόνο δεν στηρίχτηκε σε συμμαχίες με Σλάβους, Βούλγαρους ακόμα και Αλβανούς για να εκδιώξουν από κοινού τους σταυροφόρους, αλλά, στράφηκε κιόλας εναντίον τους διώχνοντάς τους από τις ελληνικές περιοχές.
Ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις, με την καθάρια ελληνικότητα που τον διέκρινε, ενδιαφερόταν αποκλειστικά για τα ζωτικά και κυρίαρχα συμφέροντα του ελληνικού έθνους. Για τον Λάσκαρι εξίσου εχθροί ήταν οι Φράγκοι, οι Σλάβοι, οι Βούλγαροι, οι Τούρκοι ακόμα και οι Αλβανοί. Για τον σοφό βασιλιά της Νίκαιας που θέλησε να ξαναδώσει πνοή στην αρχαία Ελλάδα, οι λυκοφιλίες με τους ομόδοξους βαρβάρους δεν είχαν κανένα νόημα. Και η ιστορία επιβεβαίωσε την πολιτική του τέλη 19ου αρχές 20ου αιώνα, όταν Σέρβοι και Βούλγαροι προσπαθώντας να καρπωθούν οφέλη από τη διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας δεν δίστασαν να επιχειρήσουν εκ νέου συστηματικό αφελληνισμό της Μακεδονίας και της Θράκης. Είτε δημιουργώντας το ανύπαρκτο έθνος και κράτος της σκοπιανής Μακεδονίας, είτε με τις συμμορίες των Βούλγαρων κομιτατζήδων που δολοφονούσαν και λυμαίνονταν την μακεδονική ύπαιθρο, είτε προσπαθώντας μέσω της ορθοδοξίας να τοποθετήσουν βούλγαρους παπάδες στα ελληνικά χωριά για να θεωρηθούν έτσι και οι κάτοικοι Βούλγαροι. Για να μην λησμονούμε και τους σύγχρονους «Σλαβομακεδόνες», έμμισθους πράκτορες άλλοτε του κομμουνισμού και ενίοτε του σερβικού μεγαλοϊδεατισμού, οι οποίοι ως νέοι γενίτσαροι στράφηκαν κατά της Ελλάδας υπηρετώντας αλλότρια συμφέροντα.
Τους κινδύνους αυτούς είχε εντοπίσει από τότε ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις, αλλά δυστυχώς δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τα σχέδια του εξαιτίας της βραχύβιας βασιλείας του.
Δικέφαλος αετός: Μία ελληνική σημαία
Επίσης ο εν λόγω αυτοκράτωρ ήταν εκείνος που υιοθέτησε ως έμβλημά του τον ελληνικό δικέφαλο αετό, αντικαθιστώντας την παλαιότερη ρωμαϊκή σημαία του Ηράκλειου. Ο αυτοκράτωρ Ηράκλειος (610-641) πρώτος χάραξε το θρησκευτικό σύμβολο της χριστιανικής πλέον Ανατολικής αυτοκρατορίας, το οποίο είναι τέσσερα κεφαλαία Β τοποθετημένα σε κάθε γωνία ενός σταυρού και τα οποία δηλώνουν την τετραβασιλεία, δηλαδή την επί των τεσσάρων περάτων της γης βασιλεία της Ρώμης και του Χριστού. Το σύμβολο αυτό ως σημαία ήταν ένας χρυσός σταυρός πάνω σε πορφυρό βαμμένο πανί με τέσσερα χρυσά Β στις γωνίες και ήταν η επίσημη σημαία των χριστιανών Ρωμαίων της Ανατολής[4]. Ο Λάσκαρις από την άλλη είχε για έμβλημα του τον δικέφαλο αετό, που κατόπιν χρησιμοποίησαν και οι Παλαιολόγοι.
Αν και ο αετός ήταν παμπάλαιο ρωμαϊκό σύμβολο και αποτελούσε την αρχαία σημαία-σύμβολο της Ρώμης, ήταν πάντα μονοκέφαλος. Ο δικέφαλος εισήχθη από τον Λάσκαρι[5] και έχει υποστηριχτεί πως απεικόνιζε τους δύο αετούς του Διός[6]. Αυτή η υπόθεση δεν πρέπει να ξενίζει τον αναγνώστη, εφόσον ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις, ήταν συνειδητοποιημένος αρχαιολάτρης και Έλλην. Στο ελληνικό κράτος που ήθελε να δημιουργήσει δεν μπορούσε να έχει ως σημαία εκείνη της Ρώμης, γι’ αυτό και την αντικατέστησε με τον ελληνικό δικέφαλο αετό ως σύμβολο του νέου Ελληνισμού.
Γι’ αυτό τον λόγο σήμερα (2004) υπάρχουν ιερείς, γραφικοί νοσταλγοί της ρωμιοσύνης, οι οποίοι κατεβάζουν από τις εισόδους των Εκκλησιών τον δικέφαλο αετό και στη θέση του υψώνουν τη ρωμαϊκή κόκκινη σημαία με τον χρυσό σταυρό και τα τέσσερα χρυσά Β. Εμείς επισημαίνουμε στους ρωμιούς παπάδες και δεσποτάδες, ότι η ύψωση της ρωμαϊκής σημαίας στις εισόδους των εκκλησιών τους ισούται με πράξη εσχάτης προδοσίας, εφόσον πρόκειται για κατοχικό σύμβολο, ενώ ο κυματισμός της αποτελεί άμεση αμφισβήτηση της εθνικής μας ανεξαρτησίας. Βεβαίως την κυρίως ευθύνη φέρει η Πολιτεία που οφείλει να εφαρμόσει τους νόμους του κράτους και να απονείμει τις τιμωρίες που προβλέπει το Σύνταγμα για όσους Έλληνες πολίτες προσβάλλουν τα εθνικά μας σύμβολα και εργάζονται κατά των συμφερόντων του ελληνικού έθνους.
Πλήρης επαναφορά της Ελληνικής Παιδείας στο κράτος της Νίκαιας
Επίσης, ο Θεόδωρος ο Β΄, ήταν μέγας προστάτης της Ελληνικής Παιδείας και φιλοσοφίας. Στα χρόνια της βασιλείας του την επανέφερε πλήρως και την πρόσφερε απλόχερα σε όλους τους υπηκόους του. Ο Κωνσταντίνος Σάθας[7] αναφέρει δε, ότι: «Ο εν Νικαία αναπτυχθείς ελληνισμός εφάνη προς στιγμήν απειλών και αυτό το χριστιανικόν καθεστώς, γεγονός οπωσούν δικαιολογούν το προς τους Έλληνας μίσος της εκκλησίας, ήτις εκ πείρας εγίνωσκεν ότι αι θρησκείαι εν μόνω τω σκότει γεννώνται και θριαμβεύουσι, και ότι αμείλικτος αυτών εχθρός εισί τα γράμματα, δηλαδή το ελληνικόν πνεύμα». Την εποχή λοιπόν που αυτοκράτωρ της Νίκαιας ήταν ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις ο Ελληνισμός γιγαντώθηκε τόσο πολύ που απείλησε με κατάρρευση τον Χριστιανισμό! Η Εκκλησία, σημειώνει ο Σάθας, μισούσε τους Έλληνες, γιατί οι θρησκείες μπορούν να γεννηθούν και να γιγαντωθούν μόνο μέσα στο απόλυτο σκότος (πνευματικό). Έτσι, μοναδικός πραγματικός εχθρός όλων των θρησκειών είναι τα γράμματα, δηλαδή η μόρφωση, το ελληνικό πνεύμα. Μάλιστα σε υποσημείωσή του ο Σάθας αναφέρει πως στην Νίκαια είχαν δημιουργηθεί σημαντικές βιβλιοθήκες που διέθεταν ελληνικά χειρόγραφα, τα οποία βρίσκονταν στην ελεύθερη και ανεμπόδιστη διάθεση όλων των υπηκόων. Από την καταστροφή του Σαραπείου της Αλεξάνδρειας το έτος 391 είχε να συμβεί κάτι ανάλογο, δηλαδή η δημιουργία δημόσιας ελληνικής βιβλιοθήκης. Σε αυτό πάνω επικαλείται τη μαρτυρία του Ανώνυμου χρονικογράφου που έγραψε το έργο «Σύνοψις Χρονική»[8], και αναφέρει πως ο Θεόδωρος ο Β΄ Λάσκαρις:
«Αλλά και βιβλιοθήκας κατά πόλεις συνήθροισεν εκ βίβλων πασών τεχνών και επιστημών». Ο ίδιος Ανώνυμος συμπληρώνει αρκετές σελίδες παρακάτω, ότι: «Και βίβλους δε συνηγάγετο, ουδ’ ούσας ο επί τούτω μεγαλυνόμενος Πτολεμαίος, παντοίων τεχνών τε και επιστημών, και ταύτας ταις πόλεσιν εναποτιθείς, τοις βουλομένοις εις ανάγνωσιν και των εν αυταίς σπουδασμάτων ανάπτυξιν εθέσπισε μεταδίδοσθαι»[9].
Μαθαίνουμε ακόμα, ότι ο Έλλην αυτοκράτωρ Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις δεν περιορίστηκε μόνο στη δημιουργία δημόσιων βιβλιοθηκών αλλά προχώρησε και στην επίσημη θέσπιση διδασκαλίας της κλασικής Ελληνικής Παιδείας. Επίσης ο ίδιος, «και Μουσών συνίστασθαι θέατρα, και πάντα σχεδόν τόπον, αγοραίς πλήθει ελλογίμων ανδρών επιστημονικών ζητημάτων παραθέσεις και αντιθέσεις ασχολουμένων, και πονουμένων επί λογικάς προτάσεις και συμπεράσματα»[10]. Πλήρης ήταν λοιπόν η αναβίωση της Ελληνικής Παιδείας στο κράτος της Νίκαιας.
Μικρογραφία του Θεόδωρου Β’ Λάσκαρη, από τον τόμο Θ’ της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους (Εκδοτική Αθηνών, 1979). |
Ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις αρνήθηκε τον Χριστιανισμό
Η συγκλονιστικότερη αποκάλυψη όλων είναι, ότι ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις είχε απαρνηθεί τον Χριστιανισμό και είχε προσχωρήσει στον Ελληνισμό. Σύμφωνα με τον Ανώνυμο χρονικογράφο, ο αυτοκράτωρ λίγο πριν ξεψυχήσει κάλεσε κοντά του τον πατριάρχη Αρσένιο και τον αρχιεπίσκοπο Μυτιλήνης και εξομολογήθηκε σε αυτούς ότι είχε εγκαταλείψει τον Χριστιανισμό: «Και ούτω την των εσφαλμένων αυτώ εξαγορείαν πεποίηκε, το Εγκατέλιπόν σε, Χριστέ, συχνάκις επιφωνών»[11]. Ο Σάθας θεωρεί πως ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις έπαψε να είναι χριστιανός αφού πρώτα πήρε μέρος σε ελληνική τελετή, η οποία έγινε στον ερειπωμένο και υπόγειο ναό του αγίου Τρύφωνος. Τον εν λόγω άγιο ο αυτοκράτωρ είχε εισάγει ως προστάτη του στρατού. Ο Σάθας θεωρεί τον άγιο Τρύφωνα μία υπό χριστιανικό μανδύα καλυμμένη ελληνική θεότητα, εφόσον αυτός ο δρεπανηφόρος και χηνοβοσκός νεαρός, προστάτης της βλάστησης, των κήπων και των αμπελώνων, με την επίκληση του οποίου διώχνονται οι κάμπιες, οι ακρίδες, οι μύγες και άλλα έντομα που φθείρουν τους καρπούς, είναι στην ουσία διαιώνιση αρχαίας ελληνικής τελετής απόδοσης τιμών ως προς το Θείον. Ο Σάθας βλέπει τη λατρεία του αγίου Τρύφωνα συγγενή με του Σμινθέα Απόλλωνα και του ελληνοαιγυπτιακού Σάραπη. Αλλά και ο πατριάρχης Νίκαιας Αρσένιος, στον οποίο ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις είχε εξομολογηθεί λίγο πριν πεθάνει, είχε εισάγει στην υμνωδία της Κυριακής της Λαμπρής, εκκλησιαστικούς ανακρεόντειους ύμνους που δοξολογούσαν τους αρχαίους θεούς των Ελλήνων! Ένας από αυτούς αναφέρει:
«Λογικοί νέοι μοι δεύτε
έαρος καιρός σκιρτάτε,
ο αίμων ήδη τυρίσδει,
εαρινόν άσμα μέλπει,
θαλεροίς επί ρεέθροις
ανάπαυσιν ευτρεπίζει.
Χελιδών άρτι Τηρήος
καταλαλεί του φθορήος,
τον Ίτυν ζητεί δε πάλιν
κασιγνήτη ταύτη σφόδρα.
Ο Παν της Ηχούς εράει,
ο Κύκλωψ της Γαλατείας,
Αδώνιδος Αφροδίτη.
Λογικοί μοι νέοι δεύτε,
έαρος καιρός σκιρτάτε.
Τριάς, αμέριστε φύσις…»[12].
έαρος καιρός σκιρτάτε,
ο αίμων ήδη τυρίσδει,
εαρινόν άσμα μέλπει,
θαλεροίς επί ρεέθροις
ανάπαυσιν ευτρεπίζει.
Χελιδών άρτι Τηρήος
καταλαλεί του φθορήος,
τον Ίτυν ζητεί δε πάλιν
κασιγνήτη ταύτη σφόδρα.
Ο Παν της Ηχούς εράει,
ο Κύκλωψ της Γαλατείας,
Αδώνιδος Αφροδίτη.
Λογικοί μοι νέοι δεύτε,
έαρος καιρός σκιρτάτε.
Τριάς, αμέριστε φύσις…»[12].
Στον ελληνότροπο εκκλησιαστικό ύμνο οι πιστοί δεν αποκαλούνται «δούλοι του θεού» όπως θέλουν οι ιουδαιοχριστιανικές αντιλήψεις, αλλά «Λογικοί νέοι» όπως προτάσσουν οι ελληνικές! Ο Σάθας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο εξελληνισμός της αυτοκρατορίας της Νίκαιας εις βάρος του ρωμαιοχριστιανικού χαρακτήρα της επήλθε εξαιτίας του εχθρικού πνεύματος που επικρατούσε προς τη φραγκοκρατία, τον Πάπα αλλά και στην ενδοτική πολιτική των Ρωμαίων-Ρωμιών (δηλ. βυζαντινών) αυτοκρατόρων της Ανατολής έναντι των Τούρκων πριν την κατάληψη της Πόλης από τους Λατίνους. Οι ελληνικής καταγωγής πληθυσμοί αισθανόμενοι περικυκλωμένοι από παντού, Φράγκους και Τούρκους, μοιραία στράφηκαν προς το αρχαιοελληνικό τους παρελθόν και την Ελληνική Παιδεία, η οποία αποτελεί ιδεολογία αντίστασης σε κατακτητές και τυράννους, κοσμοθεωρία ελεύθερων ανθρώπων. Την ίδια άποψη συμμερίζεται και ο Τζον Φρίλι: «Η περιφρόνηση των Βυζαντινών προς τη λατινική Δύση οδήγησε τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης ν’ αναζητήσουν τις ρίζες τους στην αρχαία Ελλάδα κι άρχισαν να αποκαλούν με περηφάνια τους εαυτούς τους Έλληνες»[13]. Η αυτοκρατορία της Νίκαιας, ως η μόνη ισχυρή δύναμη αντίστασης, αγκάλιασε τον Ελληνισμό και τον ανέδειξε σε επίσημη κρατική ιδεολογία της. Τον ίδιο καιρό και στις υπόλοιπες ρωμαίικες ηγεμονίες που σχηματίστηκαν πάνω στα εδάφη της κατακερματισμένης Ρωμανίας, πολλές είναι οι προσωπικότητες που αρχίζουν και θεωρούν εαυτούς Έλληνες επηρεασμένοι από το ίδιο κλίμα, ακόμα και ιεράρχες όπως ο Απόκαυκος, ο Χωματιανός και ο Βαρδάνης στο δεσποτάτο της Ηπείρου. Ωστόσο, ο ραγδαίος εξελληνισμός της Νίκαιας και κατά προέκταση όλου του ρωμαίικου διακόπηκε μετά την εκθρόνιση του δεκάχρονου Ιωάννη Δ΄ Λάσκαρι (1258-1261), γιο του Θεόδωρου του Β΄, από τον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο το έτος 1261. Ο Κωνσταντίνος Σάθας υποστήριξε, ότι: «Η αντίδρασις αύτη προς τον εν Νικαία ελληνισμόν οφείλεται εις τους Παλαιολόγους, οίτινες, αρπάσαντες το κράτος απ’ εκείνων των οποίων οι αληθώς αξιοθαύμαστοι αγώνες εδημιούργησαν εκ του μηδενός νέαν και σεβαστήν αυτοκρατορίαν…»[14]. Εδώ όμως οφείλουμε να πούμε πως αντίθετα με ό,τι υποστηρίζει ο Σάθας, δεν ήταν όλοι οι Παλαιολόγοι αντίθετοι με τον εξελληνισμό του κράτους. Αν ήταν δεν θα είχαμε ούτε τον Πλήθωνα Γεμιστό, ούτε τη νεοπλατωνική σχολή του Μυστρά, που επιχείρησε με θέρμη κατά τον 15ο αιώνα να αναγεννήσει τον Ελληνισμό την ύστατη στιγμή που οι Τούρκοι έζωναν ασφυκτικά από παντού την Πόλη.
Τελικά, όπως και προείπαμε, η βραχύβια βασιλεία του Θεόδωρου Β΄Λάσκαρι (μόλις τέσσερα χρόνια) δεν επέτρεψε να ολοκληρωθούν τα σχέδια του. Ωστόσο, οι βάσεις που έθεσε είχαν ως αποτέλεσμα το ξέσπασμα μίας πρώιμης αναγέννησης, η οποία μπορεί να μην ολοκληρώθηκε στις ελληνικές χώρες εξαιτίας της οθωμανικής κατάκτησης, πέρασε όμως μαζί με τους εξόριστους Έλληνες λόγιους και φιλοσόφους στην Ιταλία και έτσι δημιουργήθηκε ο σύγχρονος δυτικός πολιτισμός που κατά βάση στηρίχτηκε στον κλασικό ελληνικό πολιτισμό.
Παραπομπές:
[1] Runciman.
[2] Φωτιάδης, «Η επανάσταση του 1821», τόμος α΄, σελίδα 100, εκδόσεις «Μέλισσα».
[3] Γιάννης Κορδάτος, «Ακμή και Παρακμή του Βυζαντίου», σελίδα 396, εκδόσεις «Μπουκουμάνη», 4η έκδοση, Αθήνα 1974.
[4] Κωνσταντίνος Σάθας, «Περί του Θεάτρου και της μουσικής των Βυζαντινών – ήτοι εισαγωγή εις το Κρητικόν Θέατρον», σελίδα ρογ΄, Βενετία 1878.
[5] Γιάννης Κορδάτος, «Ακμή και Παρακμή του Βυζαντίου», σελίδα 392, υποσημείωση 5, εκδόσεις «Μπουκουμάνη», 4η έκδοση, Αθήνα 1974.
[6] Περί της ταύτισης του δικέφαλου αετού με τους δύο αετούς του Δία, βλέπε τη μελέτη του Ι. Ν. Σβορώνου «Πως εγεννήθη και τι σημαίνει Ο ΔΙΚΕΦΑΛΟΣ ΑΕΤΟΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ», σελίδες 48-66, εκδόσεις «Βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ», Αθήνα 1914, ανατύπωση από τις «Αναστατικές Εκδόσεις – Διονυσίου Νότη Καραβία», σειρά «Βιβλιοθήκη Ιστορικών Μελετών».
[7] Κωνσταντίνος Σάθας, «Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη», τόμος 7ος , εισαγωγή, σελίδες κβ΄-κδ΄, Βενετία 1894.
[8] Κωνσταντίνος Σάθας, «Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη», τόμος 7ος , Ανωνύμου «Σύνοψις Χρονική», σελίδα 507, Βενετία 1894.
[9] Κωνσταντίνος Σάθας, «Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη», τόμος 7ος , Ανωνύμου «Σύνοψις Χρονική», σελίδα 535, Βενετία 1894.
[10] Κωνσταντίνος Σάθας, «Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη», τόμος 7ος , Ανωνύμου «Σύνοψις Χρονική», σελίδα 536, Βενετία 1894.
[11] Κωνσταντίνος Σάθας, «Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη», τόμος 7ος , Ανωνύμου «Σύνοψις Χρονική», σελίδα 534, Βενετία 1894.
[12] Migne, Patrol. Graeca CXL, σ. 939, (πηγή: Κωνσταντίνος Σάθας, «Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη», τόμος 7ος , εισαγωγή, σελίδα κδ΄, Βενετία 1894).
[13] Τζον Φρίλι, «Κωνσταντινούπολη, Από τον Χριστιανισμό στο Ισλάμ», σελίδα 164, εκδόσεις «Περίπλους», Αθήνα 2001.
[14] Κωνσταντίνος Σάθας, «Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη», τόμος 7ος , εισαγωγή, σελίδα κη΄, Βενετία 1894.
(από metafysiko)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου