Η απαγόρευση του καπνίσματος. Όλοι το εφάρμοσαν, εύκολα ή δύσκολα, εμείς πάλι όχι. Δυσκολευόμαστε. Γιατί είμαστε «άλλο εμείς». Διαφορετικοί, λέει. Προικισμένοι, λέει. Ατίθασοι, τρομάρα μας. Ελεύθεροι -από πότε, άραγε; Και ωραίοι, πανάθεμά μας. Το κράτος νομοθετεί, οι πολίτες -κάποτε και οι ίδιοι οι πολιτικοί- εξευτιλίζουν αμέσως τους...
νόμους, παραβιάζοντάς τους. Μας κοροϊδεύει το σύμπαν. Αλλά αυτό, λίγο πειράζει. Το χειρότερο είναι ότι διαρκώς κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας.Θεωρίες και σαχλαμάρες. Η ελευθερία μου. Τα δικαιώματά μου. Ποτέ η ελευθερία του άλλου. Ποτέ οι υποχρεώσεις μου. Ένα συνοθύλευμα εγωιστικών γουρουνιών. Καλύτερα το ‘πε όμως ο Σαββόπουλος: Κράτος ασυστόλων, και πεσμένων κώλων. Εξ ού και Κωλοέλληνες!
νόμους, παραβιάζοντάς τους. Μας κοροϊδεύει το σύμπαν. Αλλά αυτό, λίγο πειράζει. Το χειρότερο είναι ότι διαρκώς κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας.Θεωρίες και σαχλαμάρες. Η ελευθερία μου. Τα δικαιώματά μου. Ποτέ η ελευθερία του άλλου. Ποτέ οι υποχρεώσεις μου. Ένα συνοθύλευμα εγωιστικών γουρουνιών. Καλύτερα το ‘πε όμως ο Σαββόπουλος: Κράτος ασυστόλων, και πεσμένων κώλων. Εξ ού και Κωλοέλληνες!
Απογοήτευση. Σκέτη απογοήτευση. Και γι’ αυτούς που σοφίζονται και ψηφίζουν τους νόμους, και γι’ αυτούς που τους παραβιάζουν -και μάλιστα με μαγκιά. Έξω από τα σύνορα αυτής της, θλιβερής όπως την κατάντησαν, χώρας, κάνουν και οι δύο, πολιτικοί και πολίτες, τις πάπιες. Και μάλιστα τις… ευρωπαϊκές. Δεν τους περνάει εκεί η μαγκιά. Δεν τους παίρνει.
Στέκονται στην ουρά, κλαρίνο, να ‘ρθει η σειρά τους. Φοράνε ζώνη ασφαλείας στο αυτοκίνητο, κράνος στη μοτοσικλέτα. Δεν παρκάρουν όπου να ‘ναι, γιατί έρχεται συνεργείο αμέσως και τους κλειδώνει το αυτοκίνητο, και για να το ξεκλειδώσουν θέλουν ταλαιπωρία μιας μέρας και πρόστιμο μισού μισθού. Δεν πετάνε σκουπίδια όπου να ‘ναι. Δεν τολμούν να πάνε σε φαρμακείο χωρίς κανονική συνταγή γιατρού, γιατί ο φαρμακοποιός εκεί, που δεν είναι «κλειστού επαγγέλματος»,(δηλαδή, κυκλώματος), δεν θα του κάνει το χατίρι – όχι επειδή δεν θέλει, ή επειδή ειναι «σκληρός κι αδίστακτος», αλλά επειδή «δεν επιτρέπεται», «it’s against the Law».
Στο εξωτερικό, οι ατίθασοι εδώ ελληναράδες φτάνουν στο θέατρο στην ώρα τους, δεν τους περιμένει απ’ έξω κανένας παρκαδόρος, αν είναι να πάνε μετά σε εστιατόριο και να πιουν, θα έχουν αφήσει το αυτοκίνητο σπίτι, και όπου απαγορεύεται το κάπνισμα δεν θα καπνίσουν.
Ευχάριστα δεν αισθάνονται. Βράζουν, και βρίζουν από μέσα τους. Λένε τους ξένους «ξενέρωτους», και πεθυμούν να γυρίσουν πίσω. «Σαν την Ελλάδα δεν υπάρχει», λένε. Όχι επειδή αγαπούν τη χώρα τους, αλλά επειδή τους αρέσει που μπορούν εδώ να κάνουν ό,τι θέλουν. Ό,τι τους καπνίσει. «Α, ρε Ελλάδα!» αναφωνούν με μάγκικη έκσταση, αλλά όταν επιστρέφουν εδώ, στα πάτρια εδάφη, πρώτοι-πρώτοι, όλοι αυτοί οι ψευτόμαγκες, κουραδοπολιτικοί και κουραδοπολίτες, παραπονούνται ότι «η χώρα είναι σκατά», και γκρινιάζουν ότι «τίποτα εδώ δεν δουλεύει σωστά».
Πρώτοι αυτοί, οι «επαναστάτες του καπνίσματος», κατακεραυνώνουν το Εθνικό Σύστημα Υγείας, επιβαρύνοντάς το οι ίδιοι, με δισεκατομμύρια ευρώ που ξοδεύονται για να θεραπευτούν ασθένειες (απ’ όσες θεραπεύονται) που έχουν σχέση με το κάπνισμα. Μου θυμίζουν τους άλλους, χάρτινους επαναστάτες των δρόμων, που βάζουν βόμβες και σκοτώνουν κόσμο για να ξηλώσουν και να διαλύσουν το σύστημα, λέει, αλλά ταυτόχρονα απαιτούν από τους άλλους να εφαρμόζουν γι’ αυτούς τα προβλεπόμενα από το Σύνταγμα, που πρώτοι αυτοί θέλουν να καταργήσουν. Φούμαρα παντού, σ’ αυτόν τον τόπο. Πνιγόμαστε πια.
Τα βράδια, βλέπω στις τηλεοράσεις τους Παπαργυρόπουλους και σία, στο ένα παράθυρο, τους πολιτικούς-νομοθέτες στο άλλο, και αόρατος, από πάνω τους, σαν να ίπταται ο Ιονέσκο, ετοιμάζοντας το επόμενό του έργο.
Ένας φίλος, που ‘χει μπάρ και εστιατόρια και έχει στις τράπεζες τόσα ώστε να ζήσουν άλλες πέντε γενιές στη χλίδα, με μάλωσε τις προάλλες που γράφω εναντίον του καπνίσματος γιατί κάνω, λέει, ζημιά στην επιχείρησή του. Όσο καπνίζουν οι πελάτες, τόσο πίνουν -μου είπε. Και ως γνωστόν, το ποτό είναι μεγάλη αρπαχτή στην ελληνική νύχτα, μέχρι και 500% κέρδος βγάζεις.
Ένα ποτήρι λευκό κρασί Μοσχοφίλερο, το πλήρωσα 25 στο μπαρ ενός εστιατορίου του. Την μπουκάλα ολόκληρη, στην κάβα, εγώ την αγοράζω 8,5 ευρώ – αυτός, πιθανώς, και πέντε. Κάνετε υπολογισμούς…
Με μάλωσε, γιατί αν απαγορευτεί το κάπνισμα, λέει, αυτός θα κλείσει, και θα μείνουν, λέει πάλι, στο δρόμο τόσες οικογένειες. Εδώ, αρχίζουν τα δράματα τύπου Μάρθας Βούρτση, για να συγκινηθούν τα πλήθη και να πάει το δάκρυ κορόμηλο. Πουλάνε, πάνοτε, και αυτά στον τόπο μου. «Τόσοι άνθρωποι θα χάσουν τις δουλειές τους….», λέει.
Σκοτίστηκα, φίλε! Σκοτίστηκα, γιατί είναι απείρως περισσότερες οι οικογένειες που έχουν τσακιστεί, έχουν διαλυθεί, έχουν τελειώσει εξαιτίας αυτού που εσύ θέλεις να μην απαγορευτεί, ώστε να θρέψεις με τα φράγκα σου και πέμπτη, και έκτη γενιά.
Κι αν αύριο, που δεν το επιθυμώ με τίποτα, δεις μέσα από τους καπνούς της δικής σου επιχείρησης, να εμφανίζεται μια σκιά άσχημη στην ακτινογραφία θώρακα του δικού σου παιδιού, εντάξει, θα έχεις όσα λεφτά θέλεις να το πας στους καλύτερους γιατρούς στον κόσμο, αλλά μπορεί πια να είναι αργά.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου