Η θρησκειοποίηση του εκκλησιαστικού γεγονότος μοιάζει να κυριαρχεί στον ελληνικό χώρο σήμερα. Να θυμίσω: η θρησκεία είναι γέννημα της ατομοκεντρικής φύσης του ανθρώπου, ανάγκη ορμέμφυτη, ενστικτώδης. Γεννάει την ανάγκη ο πανικός μπροστά στο αίνιγμα του θανάτου, η αοπλία του ανθρώπου απέναντι στο «κακό»: στην αδικία, στο μίσος, στην ιδιοτέλεια του «άλλου», στην αρρώστια, στη φθορά, στον κίνδυνο. Κακεντρεχής, ίσως, όμως αποκαλυπτική η παρατήρηση ότι «μέσα σε ένα αεροπλάνο που μπαίνει σε ζώνη αναταράξεων, δεν υπάρχει κανένας άθεος»!
Η Εκκλησία εμφανίστηκε στην...Ιστορία ως άρνηση των όρων της ορμέμφυτης αναγκαιότητας, στους αντίποδες της θρησκείας. Δεν είναι θωράκιση του εγώ, είναι «κοινόν άθλημα», μετοχή σε αγώνισμα αλλαγής του «τρόπου της ύπαρξης». Οχι αλλαγής της συμπεριφοράς και ηθικοποίησης του χαρακτήρα, στόχος είναι να αλλάξει ο τρόπος που υπάρχει ο άνθρωπος.
Η λέξη είχε χρησιμοποιηθεί από τους Ελληνες για να δηλώσει τον «δήμο» ως «πόλη»: τη μετάβαση από την «κοινωνίαν της χρείας» στην «κοινωνίαν του αληθούς». Η Εκκλησία του Δήμου δεν ήταν απλώς μια συνέλευση για ανταλλαγή γνωμών και απόψεων, ήταν πριν από κάθε τι άλλο, γεγονός πραγμάτωσης και φανέρωσης της «πόλεως», ενός άλλου τρόπου ύπαρξης και συνύπαρξης:
Να συνυπάρχουμε όχι μόνο για να κοινωνούμε τη χρεία, τη χρησιμότητα του «καταμερισμού της εργασίας» (της Arbeitsteilung, που έλεγε ο Μαρξ), αλλά για την ελεύθερη, αυτοπροαίρετη μετοχή στην κοινή προσπάθεια να «αληθεύει» ο βίος: Να πραγματώνει τον τρόπο του «αληθούς», του πραγματικά υπαρκτού, τρόπο ύπαρξης ελεύθερον από αναγκαιότητες φθοράς και θανάτου – τρόπο του «αθανατίζειν». Και «αληθές» για τους Ελληνες ήταν ο «ξυνός (κοινός) λόγος»: η λογικότητα, αιώνια και αμετάλλαχτη, των σχέσεων αρμονικής συνύπαρξης των υπαρκτών, αυτή που αναδείχνει το σύμπαν σε «κόσμον» - κόσμημα.
Η χριστιανική εμπειρία βρήκε στην ελληνική λέξη «Εκκλησία», από την πρώτη στιγμή, τη δυνατότητα να δηλώσει και τη δική της θεσμική ταυτότητα: Δεν ήταν μια καινούργια θρησκεία (ατομικές πεποιθήσεις, ατομική ηθική, προσπάθεια ατομικής σωτηρίας), ήταν και πάλι ένα «κοινόν άθλημα» για την πραγμάτωση και φανέρωση του «αληθούς». Μόνο που τώρα το «αληθές» δεν ήταν η ανερμήνευτα δεδομένη (δίκην ειμαρμένης) συμπαντική λογικότητα (αδήριτος υπαρκτικός προκαθορισμός κάθε έκφανσης του υπάρχειν). Ηταν η «προσωπική» καταγωγή και αφετηρία του υπαρκτικού γεγονότος, η Αιτιώδης Αρχή του υπαρκτού ως ελευθερία από κάθε αναγκαίο προκαθορισμό φύσεως ή ουσίας, ενεργητική πραγμάτωση αυθυπερβατικής ετερότητας: η ύπαρξη που αυτοπραγματώνεται ως αγάπη.
Για την εκκλησιαστική εμπειρία και μαρτυρία η αγάπη δεν είναι συμπεριφορική αρετή, ατομικό ηθικό ιδίωμα. Είναι ο τρόπος τής όντως υπάρξεως, ο τρόπος της ελευθερίας από υπαρκτικούς περιορισμούς και αναγκαιότητες. Η φυσική νομοτέλεια αντιστρατεύεται τον λογικό - θελητικό αυτοκαθορισμό και πεδίο υποστατικής πραγμάτωσης της φυσικής νομοτέλειας είναι το φυσικό άτομο – η ατομική ύπαρξη ενεργείται με αναγκαίες ενορμήσεις ιδιοτέλειας (ιδίου τέλους): η ορμή της αυτοσυντήρησης, της κυριαρχίας, της ηδονής υπηρετούν το άτομο ως υπαρκτικό αυτοσκοπό. Η αν-ιδιοτέλεια, η προτεραιότητα της σχέσης, της κοινωνούμενης ύπαρξης, είναι το μόνο ενδεχόμενο υπαρκτικής ελευθερίας που μπορεί να σημάνει η ανθρώπινη γλώσσα. Είναι η αγάπη.
Ο Θεός της εκκλησιαστικής εμπειρίας και μαρτυρίας «αγάπη εστί». Οχι «έχει» αγάπη, αλλά «είναι» αγάπη, η ύπαρξή του δεν καθορίζεται από τη νομοτέλεια φύσης, έστω θεϊκής, πραγματώνεται ως ελευθερία, έλλογη αυτοσυνείδητη ελευθερία, δηλαδή αγάπη. Είναι ο Πατήρ: η λέξη δεν δηλώνει φυσικό άτομο (Δίας, Απόλλων), δηλώνει σχέση: Υπάρχει, επειδή ελεύθερα θέλει να υπάρχει, και τη θέλησή του την «υποστασιάζει» (την κάνει υπαρκτική πραγματικότητα) «γεννώντας» τον Υιό και «εκπορεύοντας» το Πνεύμα – τριαδική, αγαπητική η Αιτιώδης Αρχή της ύπαρξης, θρίαμβος ελευθερίας
Από πού τα συνάγει όλα αυτά η εκκλησιαστική μαρτυρία: από υποθετικούς συλλογισμούς (suppositiones) και ευρήματα φαντασίας; Πριν από την αλλοτρίωση και θρησκειοποίησή της η μαρτυρία της Εκκλησίας είναι μόνο εμπειρική κατάθεση, δηλαδή πρωτίστως Γιορτή: «Ο ακηκόαμεν, ο εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ο εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν», αυτό μόνο ευγγελιζόμαστε. Οτι ο Θεός είναι ελευθερία, δηλαδή αγάπη, δηλαδή ελεύθερος και από τη θεότητά του, δηλαδή βρέφος κείμενον εν σπαργάνοις, εν Βηθελεέμ της Ιουδαίας. Σε χρόνο ιστορικό, ακριβέστατα προσδιορισμένον: «Εν έτει πέντε και δεκάτω της ηγεμονίας Τιβερίου Καίσαρος, ηγεμονεύοντος Ποντίου Πιλάτου της Ιουδαίας και τετραρχούντος της Γαλιλαίας Ηρώδου, Φιλίππου δε του αδελφού αυτού τετραρχούντος της Ιτουραίας» – στο απόγειο η ακρίβεια της ευσυνειδησίας του ιστορικού.
Υπάρχει απόηχος αυτής της εμπειρικής μαρτυρίας στην Ελλάδα σήμερα; Μέγιστο, αν και μάλλον ανεπίγνωστο δώρημα ότι λειτουργεί ακόμα το τυπικό έστω της Γιορτής: Η λατρευτική δραματουργία, η ιλιγγιώδης ποίηση, η συναρπαστική ετερότητα της μουσικής γλώσσας συνήθως παρεφθαρμένη. Αλλά το εκκλησιαστικό γεγονός, επίσημα πάντοτε και αναντίρρητα, μένει θρησκειοποιημένο – δεν μοιάζει να υπάρχει ίχνος αντίρρησης που το Σύνταγμα ορίζει την Εκκλησία σαν «επικρατούσα θρησκεία». Επίσκοποι και πρεσβύτεροι περιφέρουν στολή θρησκευτικής εξουσίας σαν τους Αγιατολάχ, το κράτος λογαριάζει σαν Εκκλησία τη διοικητική οργάνωση του θεσμού, όχι το λαϊκό σώμα.
Το πιο απελπιστικό: Ο επίσημος εκκλησιαστικός λόγος είναι απόλυτα υποταγμένος στην ανάγκη να αποδείξει τη χρησιμότητά του, όχι να μαρτυρήσει εμπειρικές ψηλαφήσεις νοήματος της ύπαρξης και της συνύπαρξης, της ζωής και του θανάτου. Είναι λόγος σταματημένος στην «κοινωνία της χρείας», παγιδευμένος στις απαιτήσεις του κυρίαρχου Ιστορικού Υλισμού. Κουκουλώνει σκάνδαλα «κοινωφελών» ιδρυμάτων της επισκοπικής ματαιοδοξίας μετονομάζοντάς τα, ανέχεται να καθορίζουν τη ζωή της Εκκλησίας χρηματολάγνοι λογιστές της συμφοράς, να εξαντλούν το έργο της σε χρησιμοθηρικό ακτιβισμό.
Αλλά η Γιορτή λειτουργεί και ερήμην των διαχειριστών της. Το μεσότοιχο του φραγμού ανάμεσα στην ελευθερία και στη νομοτέλεια αναιρέθηκε «εν φάτνη αλόγων». Η αξιοποίηση της αναίρεσης είναι συνάρτηση της δωρηματικής ελευθερίας.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου