"Ήσαν δε τίνες Έλληνες εκ των αναβαινόντων ίνα προσκυνήσωσιν εν τη εορτή . ούτοι ουν προσήλθον Φιλλίπω τω από Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας και ηρώτων αυτόν λέγοντες∙ κύριε, θέλομεν τον Ιησούν ιδείν. έρχεται Φίλλιπος και λέγει τω Ανδρέα, και πάλιν Ανδρέας και Φίλλιπος τω Ιησού. ο δε Ιησούς απεκρίνατο αυτοίς λέγων∙ ελήλυθεν η ώρα ίνα δοξασθεί ο Υιός του ανθρώπου." (Ιωαν. 12, 20-24) Με αυτή τη ρήση του ο Ιησούς Χριστός προφητεύει την...
εξάπλωση και αποδοχή του ευαγγελικού μηνύματος μέσω του ελληνικού πνεύματος σε όλο τον κόσμο. Ο ευαγγελισμός των ανθρώπων που συντελείται σε όλη την οικουμένη έχει πολλά χαρακτηριστικά του ελληνικού πνεύματος. Ένα πνεύμα που λειτούργησε περίπου σα ζύμη, που ζύμωσε τεράστιες κοινωνίες-ποσότητες. Ένα πνεύμα που αναπτύχθηκε και συνδιαλέχθηκε στις περιοχές της Μέσης Ανατολής από τα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου.Με τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου και την εδραίωση των ελληνιστικών βασιλείων των διαδόχων του, ο ελληνισμός εξαπλώθηκε σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Με τη εξάπλωση αυτή ο ελληνισμός ήρθε σε αμεσότερη επαφή με τους αυτόχθονες πολιτισμούς των χωρών της κατάκτησής του, ορισμένοι εκ των οποίων, όπως λόγου χάρη οι πολιτισμοί της Αιγύπτου και της Περσίας, είχαν μακραίωνη και στιβαρή ιστορία πίσω τους και είχαν μάλιστα ενίοτε προκαλέσει όχι μόνο την περιέργεια αλλά και το θαυμασμό των Ελλήνων διανοητών. Μέσα από αυτή την επαφή οι επιδράσεις υπήρξαν αμφίρροπες. Ειδικά στους Ιουδαίους της διασποράς, η επίδραση του Ελληνισμού ενισχύθηκε ιδιαίτερα με την πολιτική της θρησκευτικής ανοχής που εφαρμόσθηκε από τους Πτολεμαίους και τους Σελευκίδες. Μια επίδραση που αρχίζει στο επίπεδο της πολιτικοκοινωνικής ζωής, για να κορυφωθεί στα γράμματα και στη θρησκεία ειδικότερα.
εξάπλωση και αποδοχή του ευαγγελικού μηνύματος μέσω του ελληνικού πνεύματος σε όλο τον κόσμο. Ο ευαγγελισμός των ανθρώπων που συντελείται σε όλη την οικουμένη έχει πολλά χαρακτηριστικά του ελληνικού πνεύματος. Ένα πνεύμα που λειτούργησε περίπου σα ζύμη, που ζύμωσε τεράστιες κοινωνίες-ποσότητες. Ένα πνεύμα που αναπτύχθηκε και συνδιαλέχθηκε στις περιοχές της Μέσης Ανατολής από τα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου.Με τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου και την εδραίωση των ελληνιστικών βασιλείων των διαδόχων του, ο ελληνισμός εξαπλώθηκε σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Με τη εξάπλωση αυτή ο ελληνισμός ήρθε σε αμεσότερη επαφή με τους αυτόχθονες πολιτισμούς των χωρών της κατάκτησής του, ορισμένοι εκ των οποίων, όπως λόγου χάρη οι πολιτισμοί της Αιγύπτου και της Περσίας, είχαν μακραίωνη και στιβαρή ιστορία πίσω τους και είχαν μάλιστα ενίοτε προκαλέσει όχι μόνο την περιέργεια αλλά και το θαυμασμό των Ελλήνων διανοητών. Μέσα από αυτή την επαφή οι επιδράσεις υπήρξαν αμφίρροπες. Ειδικά στους Ιουδαίους της διασποράς, η επίδραση του Ελληνισμού ενισχύθηκε ιδιαίτερα με την πολιτική της θρησκευτικής ανοχής που εφαρμόσθηκε από τους Πτολεμαίους και τους Σελευκίδες. Μια επίδραση που αρχίζει στο επίπεδο της πολιτικοκοινωνικής ζωής, για να κορυφωθεί στα γράμματα και στη θρησκεία ειδικότερα.
Κάθε συνάντηση αναπόφευκτα επηρεάζει όλους τους μετέχοντες, αν και όχι υποχρεωτικά στον ίδιο βαθμό. Ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα των αρχαίων πολυθεϊστικών θρησκειών, κατεξοχήν δε της ελληνικής, ήταν η ανεκτικότητα και η σχετική έλλειψη θρησκευτικής μισαλλοδοξίας. Ήταν εύκολο για τα αρχαία πολυθεϊστικά συστήματα η προσοικείωση ξένων θεοτήτων. Αυτό το φαινόμενο της ανάμειξης διαφορετικών ως προς την ιστορική προέλευση και λειτουργία Θεών είναι γνωστό στη θρησκειολογία ως θεοκρασία και αποτελεί έκφανση του συγκρητισμού, δηλαδή της συγχώνευσης διαφορετικών αρχικά θρησκειών, λατρειών, φιλοσοφικών απόψεων ή λαϊκών δοξασιών. Όταν ο συγκρητισμός αναφέρεται σε θέματα λατρείας ή μυθολογίας ονομάζεται θρησκευτικός συγκρητισμός. Η αρχαία ελληνική θρησκεία ήταν ανοιχτή σε άλλες θρησκείες. Για το λόγο αυτό κατάφερε και ήρθε σε επαφή τόσο με τις άλλες θρησκείες όσο και με τον Χριστιανισμό. Αυτή ήταν και μία από τις αιτίες-η ανεκτικότητα του ελληνισμού-να καρποφορήσει το ευαγγελικό μήνυμα στον ελληνικό χώρο και πολιτισμό.
Μετά τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου στη Μικρά Ασία και τη Μέση Ανατολή η ελληνική γλώσσα αναπτύχθηκε και έγινε γνωστή στους αριστοκρατικούς και στρατιωτικούς κύκλους της Ιουδαίας και της Παλαιστίνης ήδη από τα μέσα του 3ου αιώνα προ Χριστού και τελικά πέρασε και στις κατώτερες κοινωνικά τάξεις. Αυτό το γεγονός βοήθησε στο να συντελεστεί ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα για τον αρχικό Χριστιανισμό -που ήλθε ως αποτέλεσμα της διείσδυσης της ελληνικής παιδείας στον ιουδαϊσμό των χρόνων αυτών-και είναι η μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης στην ελληνική γλώσσα, γνωστή και ως μετάφραση των Εβδομήκοντα. Ένα άλλο σημείο που βοήθησε στην εξάπλωση και την αποδοχή του Χριστιανισμού στους λαούς της ανατολικής Μεσογείου, εκτός από τη γλώσσα, είναι πως ο ελληνισμός διαμόρφωσε και μία κοινή πολιτισμική παράμετρο. Ορισμένα καθοριστικά στοιχεία της ελληνιστικής κοινής στο χώρο των βασικών πολιτισμικών τάσεων είναι α) η λατρεία του κάλλους και της δύναμης ως ιδιωμάτων της θεότητας, γεγονός που οδήγησε στη θεοποίηση ανδρών όπως ο Μέγας Αλέξανδρος και βοήθησε αποφασιστικά στην κατοπινή λατρεία των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, β) η ποικιλόμορφη αναγνώριση της σύμπνοιας των μερών του κόσμου και της αρμονικής συμπλοκής τους, που εκφράστηκε με διάφορους τρόπους στην ελληνιστική φιλοσοφία και στη θρησκεία και γ) η επίμονη έμφαση στο "ενθάδε και νυν" της ζωής, παρά την εμφανή άνθηση εξωκοσμικών μυστηριακών τελετών.
Ένα ακόμα ιστορικό γεγονός που συντέλεσε στη διάδοση του Χριστιανισμού εκείνα τα χρόνια ήταν και το πολιτειακό καθεστώς της εποχής. Η εδραίωση των ρωμαίων στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου έχει σκοπό τη μεγαλύτερη κατά το δυνατόν ενοποίηση της οικουμένης κάτω από μία κεντρική εξουσία, δηλαδή την αυτοκρατορία. Την πορεία αυτή θα βοηθούσε η διάδοση και επικράτηση μιας ενιαίας για ολόκληρη την αυτοκρατορία οικουμενικής θρησκείας. Αυτό διότι η νέα απολυταρχική μορφή διακυβέρνησης της Ρώμης είχε έντονα τα στοιχεία των ασιατικών μοναρχιών. Η οργάνωση της πολιτείας με το συγκεντρωτισμό της κεντρικής εξουσίας γύρω από το πρόσωπο του αυτοκράτορα και της αυλής και την αυξημένη γραφειοκρατία δέχθηκε την επίδραση του μοντέλου των ανατολικών απολυταρχιών. Η μοναρχία της Ρώμης επέδρασε καθοριστικά στην εξάπλωση των μονοθεϊστικών τάσεων της εποχής.
Η ελληνική φιλοσοφία είχε βεβαίως προετοιμάσει το δρόμο. Υπήρχαν οι καθαρά φιλοσοφικές θέσης περί πρώτης αρχής (Δίας: μονοκράτορας του σύμπαντος). Ο Ζευς είχε καταστεί ήδη στον Όμηρο "πατήρ θεών τε ανδρών τε" και εκτελούσε καθήκοντα της ρυθμιστικής μοναρχίας του με το να δίνει λύσεις στις συχνές διενέξεις των άλλων θεών. Οι απαιτήσεις της εκλεπτυσμένης διάνοιας επέβαλαν την αποδοχή μιας πρώτης αρχής ως αρχής του παντός, ούτως ώστε οι υπόλοιποι θεοί να θεωρηθούν γεννήματα, εκφάνσεις ή απόρροιες της πρώτης. Ο θεωρητικός μονισμός επέδρασε στην εμπέδωση του μονοθεϊστικού προτύπου. Ο κατεξοχήν θεωρητικός του μονισμού είναι ο Παρμενίδης και η Ελεατική σχολή της Κάτω Ιταλίας. Η αναγνώριση μιας πρώτης αρχής του παντός ανιχνεύεται στη συντριπτική πλειονότητα των ελληνικών φιλοσοφικών συστημάτων. Πλην των Επικούρειων σχεδόν όλοι οι αρχαίοι φιλόσοφοι αποδέχονται ως πρώτη ειδετική, ποιητική και τελική αιτία μια μοναδική αρχή την οποία δε δίσταζαν να ονομάσουν "Θεό".
Παράλληλα ο ελληνισμός της Αλεξανδρινής (323-146π.Χ) και της Ρωμαϊκής εποχής (146π.Χ-324μ.Χ) δέχθηκε μεγάλη επίδραση από ανατολικές τελετές, τις εξελλήνισε σε σημαντικό βαθμό και τις έκανε αναπόσπαστο τμήμα του. Ο σπουδαιότερος λόγος αποδοχής των ανατολικών τελετών από τους Έλληνες ήταν ότι αυτές υπόσχονταν την αποκάλυψη του μυστηρίου της ύπαρξης που αδυνατούσε η φύση να προσφέρει. Αυτό το φαινόμενο ονομάζεται θεοκρασία, η κράση δηλαδή διαφορετικών θεοτήτων, η σύγχυση των διακριτών ρόλων τους και η μείξη των ιδιοτήτων και ξεχωριστών δυνάμεών τους. Η θεοκρασία σήμανε την έναρξη της πορείας προς τον ρωμαϊκό μονοθεϊσμό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η λατρεία του Θεού Μίθρα, Θεό των Περσών. Είναι Θεός του φωτός, της αλήθειας και της δικαιοσύνης. Ταυτίστηκε με τον ήλιο και έγινε ο αήττητος, δηλαδή ο "εσαεί αναγεννώμενος" ήλιος. Το αήττητο του Θεού εκλαμβανόταν προφανώς ως πολεμική αρετή, γεγονός που καθόρισε τη διάδοσή του στον ρωμαϊκό στρατό, αφού πρώτα είχε λάβει τις ευλογίες της κεντρικής εξουσίας. Βασικό στοιχείο του ήταν ο ταύρος που για το Μιθραϊσμό υπήρξε σύμβολο ζωής και η πόση του αίματός του ήταν διαδικασία αναγέννησης.
Εκτός από τη διδασκαλία περί θεότητας του Μίθρα ως του αήττητου ήλιου, ένα άλλο γεγονός που βοήθησε τη διάδοση του ευαγγελικού μηνύματος είναι η διδασκαλία του πάσχοντα Θεού. Πάσχων Θεός είναι μια αρσενική πάντοτε θεότητα που αναλαμβάνει το έργο να περάσει μέσα από τον κύκλο της ανάγκης, να τον κατακτήσει, να τον υπερβεί και να βγει κατ’ αυτόν τον τρόπο νικητής του κύκλου της φύσης. Είναι μια διδασκαλία Ορφική και, κατά τον Ορφισμό, Πάσχων Θεός είναι ο Διόνυσος-Ζαγρεύς, γιος της χθόνιας Περσεφόνης και του Δία. Η παρουσία του Πάσχοντος Θεού στον Ορφισμό κατέστησε δυνατή σε κύκλους με έντονη διάθεση θρησκευτικού συγκρητισμού και ελληνικής ή ελληνότροπης παιδείας την ταύτιση τόσο του Διονύσου όσο και του Ορφέα με τον Ιησού Χριστό.
Μια άλλη αιτία εξάπλωσης του Χριστιανισμού υπήρξε η ιστορικότητα του προσώπου του Χριστού. Ενώ οι άλλοι Θεοί χάνονταν στα βάθη των αιώνων, ο Ιησούς Χριστός ήταν χρονικά εγγύς και ο βίος του ακόμη νωπός στα μάτια των πρώτων αποστόλων. Την προαιώνια εποχή των αρχών όπου διαδραματίζονταν τα γεγονότα της μυθολογίας αντικατέστησε με τον χριστιανισμό το "εδώ και τώρα" της ιστορικής παρουσίας. Η εγγύτητα αυτή σε συνδυασμό με την πεποίθηση της ταχείας ελεύσεως της Δευτέρας Παρουσίας του Μεσσία, δημιούργησε μια εκρηκτικά δυναμική κατάσταση άμεσων προσδοκιών που συνέβαλε στη διάδοσή της. Το "εδώ και τώρα" βοήθησε στην επέκταση του Χριστιανισμού παρά τους σκληρούς διωγμούς που υπέστη. Η αναμονή της Δευτέρας Παρουσίας εμψύχωνε τους χριστιανούς μάρτυρες μπροστά στο μαρτύριό τους και με αυτή τη στάση τους ο χριστιανισμός κερδίζει οπαδούς από το στρατόπεδο της αρχαίας θρησκείας.
Η μαχητικότητα του χριστιανισμού προσέλκυσε πολλούς άνδρες από τις στρατιωτικές τάξεις των ρωμαϊκών λεγεώνων. Όπως η λατρεία του Μίθρα -λόγω του χαρακτήρα του αήττητου που είχε- έτσι και η λατρεία του Χριστού έδινε αγωνιστική διάθεση στους πιστούς γιατί τους παρείχε την πεποίθηση ότι αντιμάχονται τις δυνάμεις του σκότους, του θανάτου και του διαβόλου. Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι και οι δύο αυτές λατρείες είχαν έντονα ηλιοκεντρικά στοιχεία. Ο θρίαμβος του χριστιανισμού ξεκινά το 313μ.Χ., όταν ο Μέγας Κωνσταντίνος εκδίδει μαζί με τον Λικίνιο το διάταγμα των Μεδιολάνων με το οποίο θεσμοθετείται η ανεξιθρησκία για ολόκληρη την αυτοκρατορία. Ο Κωνσταντίνος διείδε το δυναμισμό της καινούργιας θρησκείας και την επιρροή που μπορούσε να έχει τόσο στις μάζες όσο και στις ανώτερες τάξεις, κυρίως μετά την πνευματική ανάπτυξη που είχε λάβει τον προηγούμενο αιώνα, και στοιχημάτισε υπέρ αυτής. Η θρησκευτική ενοποίηση της αυτοκρατορίας στην οποία είχαν αποσκοπήσει διάφοροι ρωμαίοι μονάρχες μπορούσε επιτέλους να επιτευχθεί με τον χριστιανισμό. Ο χριστιανισμός παρουσιαζόταν ως η μόνη αληθινή θρησκεία και οι ηγέτες της αναφέρονταν από τον 2ο ήδη αιώνα στο σύνολο των πιστών με τον όρο "Οικουμενική Εκκλησία". Έτσι και το ενοποιημένο κράτος με κεντρική διοίκηση για ολόκληρη την ενδοχώρα της Μεσογείου διευκόλυνε τη διάδοση του χριστιανισμού στα πέρατα της οικουμένης.
Σε αυτό το θρησκευτικό, ιστορικό και φιλοσοφικό πλαίσιο εμφανίζεται και παρουσιάζεται η Εκκλησία στον κόσμο. Έρχεται σε εποχή κατάλληλη, στο "πλήρωμα του χρόνου" (Γαλ. 4, 4), που παρασκεύασε εντέχνως η Σοφία του Θεού: Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, κατάργηση συνόρων και ελεύθερη διακίνηση, ελληνική γλώσσα κοινής συνεννόησης. Σε αυτό το πλαίσιο ανέλαβε το έργο της διάδοσης του Ευαγγελίου ο απόστολος Παύλος αναγκάζοντας τον ίδιο, να διαλεχτεί με τους οπαδούς άλλων θρησκειών. Για να έχει αποτέλεσμα η προσπάθεια ευαγγελισμού των εθνικών, ο απόστολος Παύλος έπρεπε να μιλήσει κατά τέτοιο τρόπο ώστε ο ελληνικός τρόπος θέασης του κόσμου να φαίνεται πως συμπληρώνεται από τη διδασκαλία του Χριστού. Γι’ αυτό, όταν ο απόστολος Παύλος παραθέτει αποσπάσματα από έλληνες ποιητές, όπως η αναφορά στο τετράστιχο του Άρατου "του γαρ και γένος εσμέν" (Πρ. Αποστ. 17, 30), στόχος του είναι να αποδείξει στο εγγράμματο κοινό της Ελλάδας ότι το νέο αποκαλυπτικό στοιχείο της θρησκείας που ευαγγελίζεται έχει ήδη προαγγελθεί από διακεκριμένους εκπροσώπους του Ελληνισμού. Γι’ αυτό και η πρώτη συνάντηση του χριστιανισμού με τον ελληνισμό οφείλεται στον απόστολο Παύλο, υπήρξε δε αναγκαία συνέπεια της οικουμενικότητας του χριστιανισμού.
Ανδρέας Φαρσάρης
Καθηγητής
(από ramnousia)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου