Πάνω από τους αθηναϊκούς δρόμους που έβραζαν, η Αγγελική Παπαθανασοπούλου – έγκυος τεσσάρων μηνών που δούλευε σε τράπεζα του αθηναϊκού κέντρου – προσπαθούσε να ηρεμήσει τη φοβισμένη μητέρα της στην άλλη πλευρά της τηλεφωνικής γραμμής. Ήταν το μεσημέρι της 5ης Μαΐου και οι αθηναϊκοί δρόμοι ξεχείλιζαν με λαϊκή οργή καθώς ο κόσμος διαμαρτύρονταν για τις...δραστικές περικοπές δημοσίων δαπανών που είχαν τεθεί ως όρος προκειμένου η Ελλάδα να εξασφαλίσει την ευρωπαϊκή διάσωση.
«Μην ανησυχείς», είπε η κ. Παπαθανασοπούλου στη μητέρα της. «Είμαι στον επάνω όροφο». Συν τοις άλλοις, η 32χρονη γυναίκα θα έφευγε νωρίς από τη δουλειά εκείνη την ημέρα, γύρω στις 3, γιατί είχε ραντεβού με ένα γιατρό προκειμένου να μάθει αν το παιδί που κυοφορούσε ήταν αγόρι ή κορίτσι.
Δεν πρόλαβε να το μάθει. Λίγο μετά τις 2 το μεσημέρι, και καθώς το πλήθος των διαδηλωτών βρίσκονταν πλάι στο κτίριο όπου εκείνη εργάζονταν, στην οδό Σταδίου, μια ομάδα μασκοφόρων έσπασε την τζαμαρία, έριξε βενζίνη στο εσωτερικό του κτιρίου και πέταξε μέσα μια βόμβα μολότοφ. Τοξικός καπνός διαχύθηκε παντού στο τριώροφο κτίριο της τράπεζας και οι 24 άνθρωποι που δούλευαν εκεί άρχισαν να σκαρφαλώνουν από τα παράθυρα και τις σκάλες για να βγουν στις στέγες των γειτονικών κτιρίων. Αλλά η κυρία Παπαθανασοπούλου και δύο συνάδελφοί της που είχαν παρευρεθεί στο γάμο της 9 μήνες πριν, υπέκυψαν δηλητηριασμένοι από τον τοξικό καπνό πριν καταφέρουν να βρουν μια έξοδο.
«Εγώ και εκείνη κάναμε τα πάντα μαζί. Ήμασταν οι καλύτεροι φίλοι», λέει ο σύζυγός της Χρήστος Καραπαναγιώτης. «Κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί κάτι τέτοιο».
Για πάρα πολλά χρόνια η Ελλάδα ανέρχονταν τις ταραχώδεις, ενίοτε και βίαιες, διαδηλώσεις ενάντια στο κράτος. Οι ριζοσπαστικές αναρχικές ομάδες της Αθήνας, από τις οποίες προήλθαν κατά την αστυνομία οι εμπρηστές της τράπεζας, ήταν ηθικά νομιμοποιημένες στα μάτια πολλών Ελλήνων. Η στάση αυτή αντανακλά τη βαθιά δυσπιστία της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στους κυβερνώντες και τον τελευταίο χρόνο την οργή της για την κρίση χρέους που έχει οδηγήσει την Ελλάδα στο χείλος της χρεοκοπίας.
Η 5η Μαΐου τα άλλαξε όλα. Οι θάνατοι των τριών αθώων εργαζομένων συγκλόνισαν την Ελλάδα, αλλάζοντας τις βασικές εθνικές τάσεις και την πορεία της κρίσης. Αντί της ενίσχυσης των κοινωνικών αναταραχών που πολλοί φοβούνταν, στην Ελλάδα εκδηλώνονται μόνο σποραδικές αντιδράσεις στα πιο δραστικά μέτρα λιτότητας που έχουν επιβληθεί ποτέ στην Ευρωζώνη. Ούτε η αναμενόμενη εξέγερση κατά της κυβερνώσας σοσιαλιστικής κυβέρνησης έγινε πράξη στις πρόσφατες δημοτικές και περιφερειακές εκλογές. Κι όταν την περασμένη βδομάδα η ίδια κυβέρνηση ανακοίνωσε νέες περικοπές δημοσίων δαπανών, οι δρόμοι παρέμειναν ως επί το πλείστον ήσυχοι.
Πολλοί Έλληνες θεωρούν πως η τραγωδία των τριών εργαζομένων ανέτρεψε μια ρομαντική ιδέα περί εξέγερσης που είχε τις ρίζες της στην αντιστασιακή ιστορία της χώρας και υποχρέωσε τα νηφάλια στρώματα της κοινωνίας να δουν κατά πρόσωπο την ανάγκη για ριζοσπαστικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Οι Έλληνες σχολιαστές επισήμαναν πως οι τρεις νεκροί της 5ης Μαΐου είχαν επιλέξει να εργαστούν αντί να διαδηλώσουν.
«Οι τρεις θάνατοι αποτέλεσαν την πρώτη ημέρα μιας νέας αναγνώρισης της πραγματικότητας», λέει ο Έλληνας οικονομολόγος Παναγιώτης Πετράκης. «Δεν είναι μια καλή πραγματικότητα, αλλά ο κόσμος αναγνωρίζει τώρα ότι το παλαιό οικονομικό μοντέλο που βασιζόταν στη συσσώρευση χρέους δεν μπορεί πια να μας θρέψει».
Η κυρία Παπαθανασοπούλου και οι φίλοι της που πέθαναν μαζί της – η 34χρονη Βιβή Ζούλια και ο 36χρονος Νώντας Τσακάλης – κατέληξαν να συμβολίζουν κάτι ακόμη: την προσπάθεια μιας γενιάς νέων Ελλήνων με καλή μόρφωση, που προσπαθούν να φτιάξουν τη ζωή τους μέσα σε μια συχνά αρτηριοσκληρωτική οικονομία. Επί σειρά εβδομάδων μετά την πυρκαγιά η πρόσοψη της τράπεζας ήταν γεμάτη λουλούδια για τους νεκρούς και αρκουδάκια για το αγέννητο παιδί τα οποία άφηνε ο κόσμος, καθώς η οργή ενάντια στις τράπεζες που είχαν συντελέσει στο γονάτισμα της χώρας έδινε τη θέση της στην ταύτιση με τους τρεις σκληρά εργαζόμενους υπαλλήλους.
«Κάψατε τη γενιά των 700 ευρώ και τα παιδιά της», διάβαζες στο χειρόγραφο σημείωμα που κάποιος κόλλησε έξω από την τράπεζα – μια σαφή αναφορά στους χαμηλούς μισθούς με τους οποίους ξεκινούν την εργασιακή τους ζωή οι Έλληνες νέοι που συρρέουν στην Αθήνα αναζητώντας την τύχη τους. Το μήνυμα αυτό σφύζει νοημάτων σε μια χώρα όπου οι οικογενειακοί δεσμοί παραμένουν ισχυροί και όπου ο καθένας έχει έναν συγγενή που κυνηγάει το ίδιο όνειρο.
Οι τρεις τραπεζοϋπάλληλοι έκαναν μια πολύ γνωστή διαδρομή: παιδικά χρόνια στις ειδυλλιακές ελληνικές ακτές και τοπία, πολύ καλές σπουδές στο εξωτερικό και μια επιλογή ανάμεσα στην προσπάθεια για συμβολή στη χώρα και τις καλύτερες ευκαιρίες που υπάρχουν εκτός Ελλάδας. Χιλιάδες Έλληνες μεταβαίνουν στην Αμερική, αποστερώντας τη χώρα από τα καλύτερα μυαλά. Κάπου 110.000 απόφοιτοι ελληνικών πανεπιστημίων, οι περισσότεροι με μάστερ και διδακτορικά, ζουν εκτός Ελλάδας – σχεδόν το 10% των Ελλήνων που έχει πανεπιστημιακή εκπαίδευση σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα.
«Αυτοί που παραμένουν στην Αμερική ή σε άλλες χώρες έχουν επιτυχείς καριέρες στις επιστήμες, τις επιχειρήσεις ή άλλα πεδία, ενώ όσοι επιστρέφουν στην Ελλάδα χάνονται», λέει ο Σταύρος Πολίτης, ένας 33χρονος κτηματομεσίτης που έχασε τον φίλο του Νώντα Τσακάλη στην πυρκαγιά. Ο κ. Πολίτης που έχει κάνει μάστερ στη Βρετανία αλλά επέστρεψε να εργαστεί στην Ελλάδα, γνώριζε τον κ. Τσακάλη από τα καλοκαίρια της παιδικής τους ηλικίας σε ένα μικρό ψαροχώρι στο Ιόνιο πέλαγος.
Η Marfin Egnatia Bank όπου δούλευαν τα θύματα δίνει στους εργαζόμενους της υψηλότερους μισθούς από τον μέσο όρο, αλλά κι αυτής οι μισθοί είναι χαμηλοί σε σχέση με τα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα. Οι φίλοι και συγγενείς των τριών νεκρών λένε ότι οι τρεις θεωρούσαν τη Marfin εργοδότη που διακρίνονταν από μεγαλύτερη αξιοκρατία, λιγότερο νεποτισμό και διαφθορά, παθογένειες που πλήττουν πολλά ελληνικά ιδρύματα.
Αλλά σύμφωνα με την αναφορά της επιθεώρησης του Υπουργείου Εργασίας που δημοσιεύτηκε τον Ιούλιο, το παράρτημα της τράπεζας Marfin στην οδό Σταδίου μετείχε σε ό,τι πολλοί παρατηρητές περιγράφουν ως ελληνικό εθνικό σπορ παραβίασης των κανόνων. Η έκθεση διαπίστωσε ότι το παράρτημα δεν είχε την απαραίτητη άδεια πυρασφάλειας, δεν είχε ελέγξει τα συστήματα αυτόματης πυρόσβεσης και είχε μόνο μία έξοδο κινδύνου που λειτουργούσε με ένα τηλεχειριστήριο το οποίο ήταν αδύνατο να βρεθεί μέσα στον καπνό. Σύμφωνα με στέλεχος της τράπεζας, η έξοδος δεν ήταν δυνατό να χρησιμοποιηθεί εξαιτίας της πυρκαγιάς και οι εργαζόμενοι προσπάθησαν να βρουν άλλους τρόπους εξόδου από το κτίριο.
Στην πρώτη τους συνέντευξη σε μέσο μαζικής ενημέρωσης, η οικογένεια της κυρίας Παπαθανασοπούλου κατηγορεί για το θάνατο της Αγγελικής πρωτίστως και κυρίως τους εμπρηστές, δείχνει όμως και προς την κατεύθυνση της προβληματικής διακυβέρνησης της Ελλάδας.
«Οι γονείς μας μάς μεγάλωσαν με τη ρομαντική πεποίθηση ότι τα πράγματα δουλεύουν σ' αυτή τη χώρα», λέει η μεγάλη αδερφή της Αγγελικής Σίσσυ, νομικός του δημόσιου τομέα που ζει στην Πάτρα. «Αυτό που συνέβη στην αδελφή μου μας έδειξε την αληθινή εικόνα. Τίποτα δεν δουλεύει στην Ελλάδα».
Οι αδερφές Παπαθανασοπούλου έζησαν μια ανέμελη παιδική ηλικία σε μια μικρή πόλη της δυτικής Ελλάδας που ονομάζεται Αίγιο, στις βορειοδυτικές ακτές της Πελοποννήσου κοντά στον Ισθμό της Κορίνθου. Η πόλη είναι γνωστή από την αρχαιότητα καθώς είχε στείλει καράβια στον Τρωικό Πόλεμο, ενώ στη σύγχρονη εποχή ζούσε από την εξαγωγή σταφίδας. Οι γονείς των κοριτσιών ταξίδευαν συχνά μαζί με τα παιδιά τους στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και τα πήγαιναν στο θέατρο και σε μουσεία της Αθήνας. Είχαν προτρέψει τις κόρες τους να κάνουν πιάνο και μπαλέτο. «Προσπαθούσαμε με όλη μας την καρδιά να τους δώσουμε όσο περισσότερα προσόντα γινόταν», λέει ο πατέρας τους Ζαχαρίας Παπαθανασόπουλος.
Η Αγγελική είχε μυαλό μαθηματικού και αρίστευσε στο σχολείο. «Ήταν το μυαλό της οικογένειας», λέει η Σίσσυ. Αφού τελείωσαν το Λύκειο στην πόλη τους τα κορίτσια μετέβησαν στην Αθήνα.
Εκεί η Αγγελική συνάντησε τον μέλλοντα σύζυγό της, κ. Καραπαναγιώτη, στο Μαθηματικό Τμήμα του Πανεπιστημίου της Αθήνας όπου σπούδαζαν μαζί. Ήταν 19 χρονών. Ο κ. Καραπαναγιώτης λέει ότι η γυναίκα του αγαπούσε τη φύση και έκαναν ορειβασία και περιπάτους στα βουνά. Μετά την αποφοίτησή του το ζευγάρι πήγε στο Λονδίνο να κάνει μάστερ το 2003.
Η μόνιμη εγκατάσταση στο Λονδίνο που προσέφερε πολύ περισσότερες ευκαιρίας καριέρας ήταν πειρασμός αλλά η έλξη της συγγένειας και της χώρας αποδείχθηκε ισχυρότερη. Η Ελλάδα είχε πρόσφατα υιοθετήσει το ευρώ, η οικονομία κατέγραφε σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης και η χώρα προετοιμάζονταν για τους Ολυμπιακούς του 2004.
Επιστρέφοντας στην Αθήνα το 2004, η Αγγελική προσελήφθη σε προκάτοχο σχήμα της Marfin, δουλεύοντας καθημερινά 12ωρα στο τμήμα επιχειρηματικών δανείων και κερδίζοντας μετά βίας 1000 ευρώ το μήνα.
“Τα λεφτά ήταν ελάχιστα αλλά επενδύαμε στην καριέρα μας για να έχουμε μια καλύτερη ζωή αργότερα”, λέει ο κ. Καραπαναγιώτης που εργάζεται σε ναυτιλιακή εταιρεία.
Το ζευγάρι ανέπτυξε φιλικές σχέσεις με τους συναδέλφους της κυρίας Παπαθανασοπούλου, τον κ. Τσακάλη και την κ. Ζούλια. Ο κ. Τσακάλης είχε γεννηθεί στη Λευκάδα, ένα πράσινο νησί στις δυτικές ακτές της Ελλάδας κοντά στην ομηρική Ιθάκη. Ήταν μοναχοπαίδι και είχε χάσει νωρίς τον πατέρα του, έτσι τον είχε μεγαλώσει η μητέρα του κι ο θείος του, καπετάνιος του εμπορικού ναυτικού που είχε γυρίσει όλο τον κόσμο.
Ο κ. Τσακάλης σπούδασε και αυτός στην Αθήνα. Παρομοίως έκανε μάστερ στην τραπεζική και τη χρηματοοικονομία στη Βρετανία. Ήταν ένας εσωστρεφής νέος χαμηλών τόνων, “καθόλου τυπικός έλληνας” σημειώνει ο παιδικός του φίλος κ. Πολίτης. Συχνά επέκρινε τη διαφθορά που έβλεπε στην Αθήνα και πίστευε ότι η γενιά του, με τις χαμηλές αμοιβές και τις περιορισμένες ευκαιρίες, πλήρωνε το κόστος των παλιών τρόπων της Ελλάδας.
Κάθε καλοκαίρι ο κ. Τσακάλης επέστρεφε στη Λευκάδα, έριχνε μια πετσέτα στην πλάτη του και κατέβαινε στην αγαπημένη του παραλία. “Ο τόπος αυτός ήταν ο παράδεισος του”, λέει ο κ. Πολίτης καθισμένος στο λιμανάκι του χωριού που βρίσκει τη χειμωνιάτικη ηρεμία του μετά τη λήξη της τουριστικής περιόδου.
Ο κ. Τσακάλης και η κ. Ζούλια, η οποία κατάγονταν από το νησί της Μήλου και που οι οικογένειές τους αρνήθηκαν να παραχωρήσουν συνεντεύξεις, ήταν μεταξύ των καλεσμένων που έφτασαν σε ένα μικρό χωριό έξω από το Αίγιο, τον Σεπτέμβριο του 2009, για να παραστούν στο γάμο της κυρίας Παπαθανασοπούλου και του κ. Καραπαναγιώτη. Οι καλεσμένοι είχαν χορέψει με κρητική μουσική, σπιτικό κρασί και δυνατή ρακί μέχρι τις 7 το πρωί όπου ο γαμπρός και η νύφη βούτηξαν στη θάλασσα.
Μετά την επιστροφή των νεόνυμφων από το ταξίδι του μέλιτος, άρχισε η πτώση της Ελλάδας. Οι εθνικές εκλογές του Οκτωβρίου οδήγησαν στην εκλογή μιας νέας σοσιαλιστικής κυβέρνησης που ανακοίνωσε ότι το ηττημένο συντηρητικό κόμμα είχε ανακοινώσει νούμερα για το ελληνικό έλλειμμα που ήταν πολύ χαμηλότερα των πραγματικών. Η αναθεώρηση του ελληνικού ελλείμματος κατά άνω του 12%, δηλαδή 3 φορές παραπάνω από τις προηγούμενες επίσημες εκτιμήσεις, συντάραξε τις διεθνείς αγορές.
Οι επενδυτές άρχισαν να ξεπουλάνε τα ελληνικά ομόλογα και η νέα κυβέρνηση υποσχέθηκε μεγάλες και δραστικές περικοπές δημοσίων δαπανών και αύξηση φορολογίας. Τα συνδικάτα άρχισαν να διαμαρτύρονται και βδομάδα τη βδομάδα οι διαμαρτυρίες τους αποκτούσαν μεγαλύτερη ένταση. Την άνοιξη έπρεπε να αποπληρωθούν μεγάλες εκδόσεις ελληνικών ομολόγων και όσο πλησίαζε ο καιρός η Αθήνα απειλούνταν με χρεοκοπία.
Η κρίση δεν μπορούσε να επισκιάσει την ευτυχία του ζευγαριού, λέει ο κ. Καραπαναγιώτης. “Ετοιμαζόμαστε να ξεκινήσουμε οικογένεια”.
Στην εθνική απεργία της 5ης Μαΐου πάνω από 100.000 άτομα κατέβηκαν στο δρόμο. Την επόμενη μέρα το κοινοβούλιο επρόκειτο να ψηφίσει περικοπές στις συντάξεις, τις αμοιβές του δημόσιου τομέα και των άλλων δημόσιων δαπανών, σε αντάλλαγμα για τη διάσωση της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Οι πάντες είχαν κατεβεί στο δρόμο: νέοι και γέροι, συντηρητικοί και ριζοσπάστες, πειθαρχημένα μέλη σωματείων και ταραχώδεις ομάδες αναρχικών, για να εκφράσουν την οργή τους ενάντια στις χρηματοπιστωτικές αγορές και τους πολιτικούς. Σύννεφα δακρυγόνων κάλυπταν την κεντρική Πλατεία Συντάγματος καθώς οι ειδικές αστυνομικές δυνάμεις των ΜΑΤ προσπαθούσαν να απωθήσουν τους διαδηλωτές που ήθελε να εισβάλουν στο κοινοβούλιο. Το κύριο μέρος της διαδήλωσης ήταν στην οδό Σταδίου, όπου τα καταστήματα και οι τράπεζες, συμπεριλαμβανομένης της Marfin, ήταν συνηθισμένα στις διαδηλώσεις. Τα περισσότερα είχαν κατεβάσει τα μεταλλικά προστατευτικά ρολά τους. Μόνο ένα, το κατάστημα της Marfin δεν είχε προστατευτικά ρολά και το προσωπικό μέσα δούλευε.
Ένα στέλεχος της Marfin είπε ότι η ελληνική νομοθεσία απαγορεύει τα προστατευτικά ρολά στα χαρακτηρισμένα ως νεοκλασικά κτίρια. Προστέθηκε ότι η απόφαση να παραμείνει το κατάστημα ανοικτό ελήφθη από τον διευθυντή του, αλλά η απόφαση για το αν οι εργαζόμενοι θα έρχονταν ή όχι στη δουλειά αφέθηκε στους ίδιους. “Ήταν δική τους ελεύθερη επιλογή”, είπε. Η τράπεζα αρνήθηκε ωστόσο την επικοινωνία με το διευθυντή προκειμένου να το σχολιάσει.
Ο Ανδρέας Τριανταφυλλίδης που έχει ένα μαγαζί ανδρικών ρούχων δίπλα στη Marfin είχε τα δικά του προστατευτικά ρολά κατεβασμένα, παρά τους κανονισμούς. “Αν θέλεις να προστατέψεις κάτι, το κάνεις” είπε.
Για τους υπαλλήλους της τράπεζας δεν υπήρχε περίπτωση να μην πάνε στη δουλειά. “Αν δουλεύεις στον ιδιωτικό τομέα γνωρίζεις ότι δεν υπάρχει περίπτωση απεργίας”, λέει ο κ. Καραπαναγιώτης. “Αν προσπαθείς να χτίσεις καριέρα δεν θέλεις να βρεθεί σε μαύρη λίστα”. Συν τοις άλλοις, η κυρία Παπαθανασοπούλου δεν ήθελε εκείνη την ημέρα να πάρει άδεια για να μην της περικοπεί από την άδεια μητρότητας. Και δεν ήταν η πρώτη διαδήλωση που γίνονταν στην Αθήνα. Οι επιθέσεις αφορούσαν ως τότε τα ακίνητα. Ένιωθε ασφαλής στη Marfin, λέει ο άντρας της. “Υποτίθεται ότι οι τράπεζες προστατεύονται”.
Γύρω στο μεσημέρι της τηλεφώνησε η αδελφή της Σίσσυ. “Μην ανησυχείς, θα φύγω νωρίς”, της είπε όπως είχε πει και στη μητέρα της.
Ο Βασίλης Χατζηιακώβου φύλαγε το βιβλιοπωλείο που διαχειρίζεται στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Λέει ότι ακόμα και μεγάλης ηλικίας άτομα, καθ' όλα αξιότιμοι άνθρωποι τραγουδούσαν “Να καεί η βουλή”. Είδε τους μασκοφόρους που έσπασαν της πρόσοψη της τράπεζας και έριξαν βενζίνη μέσα. “Μπορούσαν να δουν ότι υπήρχαν μέσα άνθρωποι”, λέει.
Μια κάμερα ασφαλείας που βρισκόταν στο εσωτερικό της τράπεζας κατέγραψε μια έκρηξη μολότοφ στις 2.08. Η κάμερα κατέγραψε τον κ. Τσακάλη να στέκεται όρθιος, μη μπορώντας να αντιδράσει. Μέσα σε 9 δευτερόλεπτα η κάμερα δεν κατέγραφε πια τίποτα εξαιτίας του πυκνού καπνού. Οι πυροσβέστες βρήκαν στη συνέχεια τον κ. Τσακάλη πεσμένο στη σκάλα του κτιρίου.
Η κ. Παπαθανασοπούλου είχε παγιδευτεί από τον καπνό στο γραφείο της που βρισκόταν στον τρίτο όροφο και τηλεφώνησε για βοήθεια στον άντρα της. Στην τελευταία ολιγόλογη συνομιλία τους του είπε ότι πεθαίνει. Εκείνος έσπευσε στο αυτοκίνητό του και κατευθύνθηκε στην τράπεζα αλλά η αστυνομία και οι πυροσβέστες τον απομάκρυναν. Η γυναίκα του βρέθηκε νεκρή κοντά στο γραφείο της, σύμφωνα με τον εισαγγελέα Φίλιππο Κουτσάφτη.
Κάτω στο δρόμο, η ηλικιωμένη μητέρα της Βιβής Ζούλια έψαχνε την κόρη της που πέθανε από ασφυξία σε ένα στενό μπαλκόνι του τρίτου ορόφου. Το μπαλκόνι δεν προεξείχε αρκετά για να της επιτρέψει να αποφύγει τον καπνό.
Τα νέα για τους τρεις θανάτους έριξαν τον τόνο των διαδηλώσεων. Την επόμενη μέρα το ελληνικό Κοινοβούλιο ενέκρινε το πρόγραμμα λιτότητας εν μέσω υποτονικών διαμαρτυριών. Χιλιάδες Αθηναίοι πέρασαν από την τράπεζα για να διαμαρτυρηθούν ενάντια στη βία.
Εκείνη τη νύχτα οι κάτοικοι του Αιγίου έκαναν μια ολονυχτία με κεριά για την κ. Παπαθανασοπούλου και την επόμενη εβδομάδα πολύς κόσμος συγκεντρώθηκε στην κηδεία της.
Ανάλογες σκηνές σημειώθηκαν στην κηδεία του κ. Τσακάλη στη Λευκάδα και της κυρίας Ζούλια σε ένα προάστιο των Αθηνών όπου ζούσαν η μητέρα και η αδελφή της. Η ελληνική τηλεόραση έδειξε τους συγγενείς της κ. Ζούλια που δάκρυζαν στη νεκρώσιμη πομπή πίσω από το φέρετρο μέσα σε μια σειρά από στεφάνια, εν των οποίων ένα είχε σταλθεί από τον πρωθυπουργό. Εκείνοι που έβαλαν τη φωτιά παραμένουν ασύλληπτοι.
(από sofokleous10, e-parembasis)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου