Εξήντα χρόνια μετά από το σχέδιο του Robert Schuman[1] για την δημιουργία ενός υπερεθνικού επιπέδου συνεργασίας στην Ευρώπη το οποίο θα κατέληγε τελικά στη δημιουργία μιας Ενωμένης Ευρώπης, το φάντασμα που πλανάται πλέον πάνω από τη «γηραιά ήπειρο» είναι αυτό της διάλυσης.
Η κρίση χρέους για κάποιες από τις χώρες της Ε.Ε. έβγαλε στην επιφάνεια τις...βασικές αντιλήψεις του πολιτικού συστήματος χωρών που πρωτοστατούν στην πολύχρονη προσπάθεια προς την ενοποίηση. Το πολιτικό σύστημα σε χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία αποδίδει στον εαυτό του το ρόλο του «καλού ποιμένα» που παραχωρεί τροφή και στέγη σε αδηφάγα και απείθαρχα «γουρούνια».
Από την εισαγωγή του Ευρώ (1-1-2002) μέχρι την κρίση χρέους του 2009 -2010 η πορεία προς την ενοποίηση (τρίτη φάση) συνδέθηκε με τη «διεύρυνση» της ΕΕ και την είσοδο χωρών της ανατολικής Ευρώπης και της Κύπρου στην ένωση. Επιπλέον, η πορεία προς την ενοποίηση συνδέθηκε με τις προσπάθειες για την υιοθέτηση ενός «αμφιλεγόμενου» Ευρωσυντάγματος το οποίο απορρίφθηκε σε δημοψηφίσματα στη Γαλλία και την Ολλανδία. Η τελευταία πολιτική πράξη που συνδέθηκε σε θεωρητικό αλλά και πραγματικό επίπεδο με την ευρωπαϊκή ενοποίηση ήταν η Συνθήκη της Λισσαβόνας[2] με την οποία οι πολιτικές ελίτ προσπάθησαν να επιβάλλουν την «ποιμενική» τους αντίληψη απο τη μία πλευρά αλλά και να διασκεδάσουν την αποτυχία επικύρωσης του Ευρωσυντάγματος από την άλλη.
Οι πιο πάνω εξελίξεις ενώ εμφανίστηκαν στη δημόσια συζήτηση να ενισχύουν την πορεία προς την ουσιαστική Ένωση στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά η άρρητη δήλωση μιας κατάστασης αδράνειας και στασιμότητας μπροστά σε ένα μεγάλο αδιέξοδο. Το αδιέξοδο αυτό σχετιζόταν με την πορεία της ενοποίησης, τις υποχωρήσεις που έπρεπε να γίνουν από όλα τα εμπλεκόμενα μέρη αλλά και την ώθηση που έπρεπε να δοθεί στη διαδικασία μέσα από πολιτική διαπραγμάτευση. Με απλά λόγια, μετά και την εισαγωγή του Ευρώ οι πολιτικές ηγεσίες έπρεπε να αρχίσουν τη συζήτηση γα την πραγματική ενοποίηση. Αντί αυτού, η συζήτηση και η δράση της ΕΕ αναλώθηκε στην οριζόντια διεύρυνση η οποία στην πραγματικότητα ακύρωνε κάθε όραμα για ουσιαστική ενοποίηση πρακτικά και διαδικαστικά.
Η σημερινή κρίση επαναφέρει στην επιφάνεια τις αντιλήψεις οι οποίες σχετίζονται με την αδιάφορη και παρελκυστική πορεία προς τη διεύρυνση που ακολούθησε η ΕΕ τα τελευταία χρόνια. Η αντίληψη των πλουσίων χωρών ήταν και είναι όπως αποδεικνύεται ότι οι φτωχές χώρες αποτελούν χρήσιμα «ζώα» τα οποία μπορούν να τύχουν εκτεταμένης εκμετάλλευσης. Τα ίδια τα «ζώα» από την άλλη θεώρησαν ότι στον «Ευρωπαϊκό σταύλο» θα στεγάζονται και θα τρώνε καλύτερα – πίστη που μεχρι ένα σημείο επιβεβαιώθηκε – χωρίς να ενδιαφέρονται να γίνουν και αυτά συνέταιροι στο σταύλο.
Πέρα από τα ευφυολογήματα, στην ουσία κανείς δεν προώθησε την δημιουργία μιας πολιτικής κοινής ευρωπαϊκής ταυτότητας βασισμένης στις αρχές της αλληλεγγύης και της κοινότητας. Αντίθετα η προώθηση των μηχανισμών της αγοράς μέσω της οικονομικής και νομισματικής ένωσης ισχυροποίησε τους ισχυρούς και έκανε ακόμη πιο ευάλωτους τους αδύναμους.
Στη ίδια βάση, αυτών των – απλουστευτικά παρουσιασμένων και άρρητων - αντιλήψεων είχε στηριχθεί αρχικά και η δεύτερη φάση της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης η οποία στην ουσία ξεκινάει από τη Συνθήκη του Μααστριχτ (1992)[3] και συνεχίζεται – αν συνεχίζεται - μέχρι σήμερα.
Είναι σαφές ότι η κρίση χρέους στη Ευρώπη αποκάλυψε τις πολιτικές αντιθέσεις, τις πολιτικές διαφοροποιήσεις αλλά και τις ασυμφωνίες των μελών της ΕΕ σε βαθιά πολιτικά ερωτήματα όπως αυτό της αλληλεγγύης. Είναι επίσης σαφές ότι πολιτικές ενώσεις οι οποίες στηρίζονται στο οικονομικό συμφέρον είναι καταδικασμένες να αποτύχουν. Μέχρι τον καθορισμό την επόμενης ρότας, όσοι πίστεψαν στη δυναμική του Ευρωπαϊκού οικοδομήματος θα είναι αναγκασμένοι να παρακολουθούν μια δημόσια συζήτηση με εξυπνάδες τύπου PIGS ή με διαβεβαιώσεις για την ενότητα της ΕΕ που δεν πείθουν κανένα και να αναμένουν την πρωτοβουλία που θα δηλώσει έμπρακτα την αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μελών.
Η κρίση χρέους για κάποιες από τις χώρες της Ε.Ε. έβγαλε στην επιφάνεια τις...βασικές αντιλήψεις του πολιτικού συστήματος χωρών που πρωτοστατούν στην πολύχρονη προσπάθεια προς την ενοποίηση. Το πολιτικό σύστημα σε χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία αποδίδει στον εαυτό του το ρόλο του «καλού ποιμένα» που παραχωρεί τροφή και στέγη σε αδηφάγα και απείθαρχα «γουρούνια».
Από την εισαγωγή του Ευρώ (1-1-2002) μέχρι την κρίση χρέους του 2009 -2010 η πορεία προς την ενοποίηση (τρίτη φάση) συνδέθηκε με τη «διεύρυνση» της ΕΕ και την είσοδο χωρών της ανατολικής Ευρώπης και της Κύπρου στην ένωση. Επιπλέον, η πορεία προς την ενοποίηση συνδέθηκε με τις προσπάθειες για την υιοθέτηση ενός «αμφιλεγόμενου» Ευρωσυντάγματος το οποίο απορρίφθηκε σε δημοψηφίσματα στη Γαλλία και την Ολλανδία. Η τελευταία πολιτική πράξη που συνδέθηκε σε θεωρητικό αλλά και πραγματικό επίπεδο με την ευρωπαϊκή ενοποίηση ήταν η Συνθήκη της Λισσαβόνας[2] με την οποία οι πολιτικές ελίτ προσπάθησαν να επιβάλλουν την «ποιμενική» τους αντίληψη απο τη μία πλευρά αλλά και να διασκεδάσουν την αποτυχία επικύρωσης του Ευρωσυντάγματος από την άλλη.
Οι πιο πάνω εξελίξεις ενώ εμφανίστηκαν στη δημόσια συζήτηση να ενισχύουν την πορεία προς την ουσιαστική Ένωση στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά η άρρητη δήλωση μιας κατάστασης αδράνειας και στασιμότητας μπροστά σε ένα μεγάλο αδιέξοδο. Το αδιέξοδο αυτό σχετιζόταν με την πορεία της ενοποίησης, τις υποχωρήσεις που έπρεπε να γίνουν από όλα τα εμπλεκόμενα μέρη αλλά και την ώθηση που έπρεπε να δοθεί στη διαδικασία μέσα από πολιτική διαπραγμάτευση. Με απλά λόγια, μετά και την εισαγωγή του Ευρώ οι πολιτικές ηγεσίες έπρεπε να αρχίσουν τη συζήτηση γα την πραγματική ενοποίηση. Αντί αυτού, η συζήτηση και η δράση της ΕΕ αναλώθηκε στην οριζόντια διεύρυνση η οποία στην πραγματικότητα ακύρωνε κάθε όραμα για ουσιαστική ενοποίηση πρακτικά και διαδικαστικά.
Η σημερινή κρίση επαναφέρει στην επιφάνεια τις αντιλήψεις οι οποίες σχετίζονται με την αδιάφορη και παρελκυστική πορεία προς τη διεύρυνση που ακολούθησε η ΕΕ τα τελευταία χρόνια. Η αντίληψη των πλουσίων χωρών ήταν και είναι όπως αποδεικνύεται ότι οι φτωχές χώρες αποτελούν χρήσιμα «ζώα» τα οποία μπορούν να τύχουν εκτεταμένης εκμετάλλευσης. Τα ίδια τα «ζώα» από την άλλη θεώρησαν ότι στον «Ευρωπαϊκό σταύλο» θα στεγάζονται και θα τρώνε καλύτερα – πίστη που μεχρι ένα σημείο επιβεβαιώθηκε – χωρίς να ενδιαφέρονται να γίνουν και αυτά συνέταιροι στο σταύλο.
Πέρα από τα ευφυολογήματα, στην ουσία κανείς δεν προώθησε την δημιουργία μιας πολιτικής κοινής ευρωπαϊκής ταυτότητας βασισμένης στις αρχές της αλληλεγγύης και της κοινότητας. Αντίθετα η προώθηση των μηχανισμών της αγοράς μέσω της οικονομικής και νομισματικής ένωσης ισχυροποίησε τους ισχυρούς και έκανε ακόμη πιο ευάλωτους τους αδύναμους.
Στη ίδια βάση, αυτών των – απλουστευτικά παρουσιασμένων και άρρητων - αντιλήψεων είχε στηριχθεί αρχικά και η δεύτερη φάση της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης η οποία στην ουσία ξεκινάει από τη Συνθήκη του Μααστριχτ (1992)[3] και συνεχίζεται – αν συνεχίζεται - μέχρι σήμερα.
Είναι σαφές ότι η κρίση χρέους στη Ευρώπη αποκάλυψε τις πολιτικές αντιθέσεις, τις πολιτικές διαφοροποιήσεις αλλά και τις ασυμφωνίες των μελών της ΕΕ σε βαθιά πολιτικά ερωτήματα όπως αυτό της αλληλεγγύης. Είναι επίσης σαφές ότι πολιτικές ενώσεις οι οποίες στηρίζονται στο οικονομικό συμφέρον είναι καταδικασμένες να αποτύχουν. Μέχρι τον καθορισμό την επόμενης ρότας, όσοι πίστεψαν στη δυναμική του Ευρωπαϊκού οικοδομήματος θα είναι αναγκασμένοι να παρακολουθούν μια δημόσια συζήτηση με εξυπνάδες τύπου PIGS ή με διαβεβαιώσεις για την ενότητα της ΕΕ που δεν πείθουν κανένα και να αναμένουν την πρωτοβουλία που θα δηλώσει έμπρακτα την αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μελών.
*O Γιώργος Γιούλος είναι Κοινωνιολόγος, με Μεταπτυχιακό στις Διεθνείς Σχέσεις και Υποψήφιος Διδάκτορας στην Οικονομική Θεωρία.
(από e-parembasis)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου