Χέζουν οι αρκούδες στο δάσος; |
Του Οδυσσέα Ιωάννου
Όλες οι ελπίδες κάπου αλλού, έξω από εμάς. Σε κάτι που –δεν μπορεί- θα γίνει την τελευταία στιγμή. Δυο γενιές Ελλήνων δίχως καμμία θητεία στην τραγωδία, ελπίζουν στον από μηχανής Θεό –το μόνο που μάθαμε από το μάθημα των μεγάλων αρχαίων δραματουργών μας… Τον από μηχανής Θεό και το «έρως ανίκατε μάχαν». Τα υπόλοιπα διδάγματα ήταν επιλογής και κάναμε τσιγάρο στις...
τουαλέτες. Όπως όλοι κι εγώ, δεν έχω ιδέα τι θα γίνει αλλά εκείνο που μου έμαθαν τα βιβλία είναι πως κανένας δεν βρίσκεται έξω από τον κύκλο της φρίκης. «Έλα μωρέ, είναι ποτέ δυνατόν μία ευρωπαϊκή χώρα να μείνει χωρίς βενζίνη, χωρίς γάλα για τα παιδιά, δίχως ένα νόμισμα στην άκρη να πληρώσουμε την θέρμανση;»Τους απαντώ με το γνωστό «χέζουν οι αρκούδες στο δάσος;» (do bears shit in the woods?”)
Δεν ξέρω αν είναι δυνατόν σύμφωνα με τους οικονομολόγους αλλά είναι παραπάνω από πιθανό σύμφωνα με τους μεγάλους της σκέψης και των ανθρώπινων. Και εκείνο που δεν χωράει ο νους μας είναι το πόσο γρήγορα θα το συνηθίσουμε και θα το θεωρήσουμε ως «από πάντα». Η ικανότητα του reset και της επανεκκίνησης είναι τόσο βαθιά ριζωμένη στο κύτταρο της επιβίωσης –θα έλεγα και της εξέλιξης- που αρκεί μία εβδομάδα για να μην θυμάσαι πια πώς ζούσες πριν. Πάντα το μπροστά ήταν απείρως δυνατότερο από το πίσω πλην των περιπτώσεων που σκάλωσαν άσχημα και ταμπουρώθηκαν σπίτι αγκαλιά με παλιές φωτογραφίες, μέχρι που τους βρήκαν οι γείτονες από την μυρωδιά…
Για λόγους ανεξιχνίαστους, ακόμη και την τελευταία στιγμή θεωρούμε πως ζούμε μέσα σε ένα κουκούλι προστασίας, το οποίο μπορεί να το διαπεράσει μόνο η χαρά, η ευτυχία, ο μεγάλος έρωτας, η επιτυχία, άντε και λίγη στενοχώρια, καμμιά λύπη, κανα δυο μικροστραβές, πάντως σίγουρα όχι ο τρόμος με όλο τον στρατό του, η ερείπωση, το «ποτέ ξανά».
Όμως, πραγματικά, δεν έγινε και τίποτα. Δεν είναι γραμμική η ζωή μας, είναι λίγο άτακτα τα σημεία μας επάνω στην απεικόνιση της συνάρτησης. Στις 30 Απριλίου 1999, μπήκα σε ένα πούλμαν και κατάφερα να φτάσω στο αποκλεισμένο Βελιγράδι, πέντε μέρες μετά τον βομβαρδισμό του κέντρου του από τους Αμερικάνους. Το χώμα μύριζε ακόμη, το κτήριο της τηλεόρασης σχισμένο στα δύο, η σειρήνα επερχόμενου βομβαρδισμού να χτυπάει δίπλα μου, να μου κόβονται τα γόνατα, και να περιμένω να δω τον φόβο και την απόγνωση στα πρόσωπα των νεαρών Σέρβων. Τίποτα. Ξημέρωσε μια ηλιόλουστη Πρωτομαγιά, βγήκαν όλοι στους δρόμους, αισθανόμουν πως ήμουν στο Μοναστηράκι, στο Θησείο, παιδιά σε καρότσια, σκυλιά στα παρτέρια, γέλια, αστεία, λέω πλάκα μου κάνουν, μήπως γυρίζουμε όλοι μαζί ταινία; Πότε πρόλαβαν και το συνήθισαν, πότε έγινε «κανονικό» όλο αυτό το κακό; Κανονικό γίνεται αμέσως ό,τι ζεις. Μπορεί απάνθρωπο, άδικο, αλλά κανονικό. Με την έννοια, «γιατί όχι και σε σένα;».
Συμπερασματικά, δεν υπάρχει από μηχανής Θεός, θα ζήσουμε, θα χτίσουμε πάλι, θα σηκωθούμε, θα πέσουμε –συγγνώμη για αυτές τις κοινοτοπίες- και ναι, οι αρκούδες χέζουν στο δάσος, έστω κι αν αυτό γκρεμίζει όλον σου τον κόσμο όπως τον ήξερες.
(Πηγή)
τουαλέτες. Όπως όλοι κι εγώ, δεν έχω ιδέα τι θα γίνει αλλά εκείνο που μου έμαθαν τα βιβλία είναι πως κανένας δεν βρίσκεται έξω από τον κύκλο της φρίκης. «Έλα μωρέ, είναι ποτέ δυνατόν μία ευρωπαϊκή χώρα να μείνει χωρίς βενζίνη, χωρίς γάλα για τα παιδιά, δίχως ένα νόμισμα στην άκρη να πληρώσουμε την θέρμανση;»Τους απαντώ με το γνωστό «χέζουν οι αρκούδες στο δάσος;» (do bears shit in the woods?”)
Δεν ξέρω αν είναι δυνατόν σύμφωνα με τους οικονομολόγους αλλά είναι παραπάνω από πιθανό σύμφωνα με τους μεγάλους της σκέψης και των ανθρώπινων. Και εκείνο που δεν χωράει ο νους μας είναι το πόσο γρήγορα θα το συνηθίσουμε και θα το θεωρήσουμε ως «από πάντα». Η ικανότητα του reset και της επανεκκίνησης είναι τόσο βαθιά ριζωμένη στο κύτταρο της επιβίωσης –θα έλεγα και της εξέλιξης- που αρκεί μία εβδομάδα για να μην θυμάσαι πια πώς ζούσες πριν. Πάντα το μπροστά ήταν απείρως δυνατότερο από το πίσω πλην των περιπτώσεων που σκάλωσαν άσχημα και ταμπουρώθηκαν σπίτι αγκαλιά με παλιές φωτογραφίες, μέχρι που τους βρήκαν οι γείτονες από την μυρωδιά…
Για λόγους ανεξιχνίαστους, ακόμη και την τελευταία στιγμή θεωρούμε πως ζούμε μέσα σε ένα κουκούλι προστασίας, το οποίο μπορεί να το διαπεράσει μόνο η χαρά, η ευτυχία, ο μεγάλος έρωτας, η επιτυχία, άντε και λίγη στενοχώρια, καμμιά λύπη, κανα δυο μικροστραβές, πάντως σίγουρα όχι ο τρόμος με όλο τον στρατό του, η ερείπωση, το «ποτέ ξανά».
Όμως, πραγματικά, δεν έγινε και τίποτα. Δεν είναι γραμμική η ζωή μας, είναι λίγο άτακτα τα σημεία μας επάνω στην απεικόνιση της συνάρτησης. Στις 30 Απριλίου 1999, μπήκα σε ένα πούλμαν και κατάφερα να φτάσω στο αποκλεισμένο Βελιγράδι, πέντε μέρες μετά τον βομβαρδισμό του κέντρου του από τους Αμερικάνους. Το χώμα μύριζε ακόμη, το κτήριο της τηλεόρασης σχισμένο στα δύο, η σειρήνα επερχόμενου βομβαρδισμού να χτυπάει δίπλα μου, να μου κόβονται τα γόνατα, και να περιμένω να δω τον φόβο και την απόγνωση στα πρόσωπα των νεαρών Σέρβων. Τίποτα. Ξημέρωσε μια ηλιόλουστη Πρωτομαγιά, βγήκαν όλοι στους δρόμους, αισθανόμουν πως ήμουν στο Μοναστηράκι, στο Θησείο, παιδιά σε καρότσια, σκυλιά στα παρτέρια, γέλια, αστεία, λέω πλάκα μου κάνουν, μήπως γυρίζουμε όλοι μαζί ταινία; Πότε πρόλαβαν και το συνήθισαν, πότε έγινε «κανονικό» όλο αυτό το κακό; Κανονικό γίνεται αμέσως ό,τι ζεις. Μπορεί απάνθρωπο, άδικο, αλλά κανονικό. Με την έννοια, «γιατί όχι και σε σένα;».
Συμπερασματικά, δεν υπάρχει από μηχανής Θεός, θα ζήσουμε, θα χτίσουμε πάλι, θα σηκωθούμε, θα πέσουμε –συγγνώμη για αυτές τις κοινοτοπίες- και ναι, οι αρκούδες χέζουν στο δάσος, έστω κι αν αυτό γκρεμίζει όλον σου τον κόσμο όπως τον ήξερες.
(Πηγή)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου