Eάν μέχρι να πέσει η πρώτη σταγόνα βροχής και να σκοτωθεί το καλοκαίρι δεν συμβεί κάτι το εντελώς απρόοπτο που να χαλάσει το θετικό κλίμα που, από δεκαημέρου, έχει αρχίσει να διαμορφώνεται στην οικονομία, τότε σίγουρα ο Σεπτέμβριος δεν θα είναι τόσο κρίσιμος για την κοινωνική συνοχή και την κυβερνητική σταθερότητα, όπως οι περισσότεροι προέβλεπαν…
Ή καλύτερα θα είναι κρίσιμος, αλλά για τον...
εντελώς αντίθετο λόγο. Τον Σεπτέμβριο δεν θα αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για την κυβέρνηση, αλλά θα ξαναρχίσει να μετρά υπέρ της.
εντελώς αντίθετο λόγο. Τον Σεπτέμβριο δεν θα αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για την κυβέρνηση, αλλά θα ξαναρχίσει να μετρά υπέρ της.
Για να συμβεί αυτό, θα πρέπει να υπάρξουν «καλά νέα» και να πνεύσει ούριος επενδυτικός άνεμος, που είναι απαραίτητος ώστε να μαλακώσουν τα τραχιά και εν πολλοίς απωθητικά χαρακτηριστικά που έχουν προσδώσει στο πρόσωπο της κυβέρνησης τα επώδυνα μέτρα δημοσιονομικής εξυγίανσης.
Μπορεί όμως να το καταφέρει αυτό η κυβέρνηση; Nα διατηρήσει δηλαδή το θετικό momentum; Δεν είναι σίγουρον. Υπάρχουν ορισμένες χτυπητές αδυναμίες, οι οποίες εφόσον δεν διορθωθούν θα διατηρήσουν το «σημαδεμένο» της πρόσωπο. Ποιες είναι αυτές;
Πρώτον, απουσιάζει μια συνεκτική στρατηγική για την «επόμενη μέρα» μετά τα μέτρα. Οι περισσότεροι από τους πολίτες αισθάνονται σαν ζαλισμένα κοτόπουλα και τρέμουν για το επόμενο χτύπημα που θεωρούν ότι σχεδιάζεται σε βάρος τους από την κυβέρνηση καθ’ υπαγόρευσιν και κατ’ απαίτησιν της τρόικας.
Μπορεί ο υπουργός Οικονομικών να δηλώνει ότι δεν υπάρχουν νέα μέτρα, αλλά ελάχιστοι είναι αυτοί που τον πιστεύουν. Μια κοινωνία αγχωμένη και φοβισμένη δεν μπορείς να την πείσεις με δηλώσεις. Και δεν μπορεί η κυβέρνηση να την πείσει επειδή βλέπει ότι και οι ίδιοι οι υπουργοί, οι βουλευτές και τα κομματικά και συνδικαλιστικά στελέχη δεν είναι πεπεισμένοι για την αναγκαιότητα και την αποτελεσματικότητα των μέτρων.
Τα καθημερινά επεισόδια διαφωνιών και διαπληκτισμών μεταξύ κυβερνητικών και κομματικών στελεχών θολώνουν το τοπίο και επιτείνουν τη σύγχυση. Η πολιτική της «βαριάς καρδιάς» και της «στεναχώριας» με την οποίαν δήθεν λαμβάνονται και ψηφίζονται τα μέτρα δεν είναι πολιτική. Ούτε σε κάνει συμπαθή ούτε αποφεύγουν κάποιοι, όπως νομίζουν, το πολιτικό κόστος. Αντί η κυβέρνηση να έχει αμυντική στάση, θα πρέπει να γίνει επιθετική.
Οι πολίτες δεν συμπαθούν τους κακομοίρηδες πολιτικούς και ειδικά στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε προτιμούν τους «πατερούληδες». Αυτούς δηλαδή που λαμβάνουν σκληρά μέτρα, επειδή είναι αναγκαία, και ταυτόχρονα δίνουν την αίσθηση της πυγμής αλλά και της αποτελεσματικότητας. Αυτούς που πείθουν ότι αυτά τα μέτρα θα οδηγήσουν σ’ αυτό το θετικό αποτέλεσμα. Οι πολίτες εμπιστεύονται τους πολιτικούς που, μαζί με τα σκληρά μέτρα, τους δίνουν ταυτόχρονα την ελπίδα και την προοπτική.
Αυτή είναι η δεύτερη αδυναμία της κυβέρνησης. Η απίσχνανση δηλαδή της ελπίδας και της προοπτικής σε σχέση με την ακολουθητέα πολιτική. Ακόμη και σε συνθηματολογικό επίπεδο τη λέξη «ελπίδα», που επικοινωνιακά και κατ’ επέκτασιν εκλογικά και πολιτικά είναι μια πολύ δυνατή λέξη, την έχουν εκχωρήσει στην αξιωματική αντιπολίτευση.
Ανεξαρτήτως των όποιων αδυναμιών και προβλημάτων έχει σήμερα η Ν.Δ., υπό την ηγεσία του Αντ. Σαμαρά, το γεγονός ότι η λέξη «ελπίδα», έστω και συνθηματολογικά, τείνει να κατοχυρωθεί στην επικοινωνιακή φαρέτρα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, προσμετράται στα υπέρ της.
Εάν η κυβέρνηση δεν επανασυνδέσει την πολιτική της στρατηγική με την ελπίδα και την προοπτική, οι μέρες της θα δυσκολέψουν. Στο τέλος ο ένας, ο Γ. Παπανδρέου, θα υπηρετεί το εφικτό και ο άλλος, ο Αντ. Σαμαράς, το αναγκαίο. Ο ένας θα πολιτεύεται με βάση την αναγκαιότητα και ο άλλος θα κάνει σημαία την επιθυμία του λαού για αλλαγή σελίδας και καλύτερες ημέρες.
Σήμερα ο Αντ. Σαμαράς μπορεί να είναι στριμωγμένος στη γωνία και να πληρώνει βαρύ «φόρο αίματος» στον Κ. Καραμανλή και στις κυβερνήσεις του, όμως εφόσον βρει το θάρρος και λάβει, εν τοις πράγμασι, ουσιαστικές αποστάσεις από το φαύλο πρόσφατο παρελθόν της παράταξης της οποίας ηγείται, ανανεώσει το πολιτικό προσωπικό της και συγκροτήσει εναλλακτική κυβερνητική στρατηγική, έχει αρκετές ελπίδες, «προμοτάροντας» την ελπίδα και σε συνάρτηση με τις εξελίξεις, να κατισχύσει του βασικού πολιτικού του αντιπάλου.
Βέβαια, προσώρας, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται πιθανό, αφενός επειδή στην περίπτωση Καραμανλή εν τινι τρόπω κοπιάρει την πολιτική Παπανδρέου, την περίοδο 2004-2007, σε σχέση με τον Κ. Σημίτη και αφετέρου επειδή το ΠΑΣΟΚ έχει επιλέξει -και θα συνεχίσει να το κάνει και μετά το θέρος- να του θυμίζει την καταστροφική διακυβέρνηση Καραμανλή, που οδήγησε τη χώρα στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Όταν σταματήσει όμως να απολογείται, όπως έκανε και ο Γ. Παπανδρέου, για το παρελθόν, μπορεί η τύχη του να γυρίσει.
Ίσως χρειαστεί να μεσολαβήσει μια εκλογική ήττα, όπως και στην περίπτωση του Γιώργου, αλλά σε κάθε περίπτωση η πολιτική της ελπίδας είναι μια ελκυστική και εκλογικά ωφέλιμη στρατηγική.
Η τρίτη χτυπητή αδυναμία της κυβέρνησης έχει άμεση συνάφεια με το προηγούμενο, με την ελπίδα. Καλώς ή κακώς, το μνημόνιο έχει καταγραφεί στη συνείδηση των Ελλήνων ως κάτι το καταστροφικό. Οι περισσότεροι το αντιλαμβάνονται ως ταφόπλακα του μέλλοντός τους.
Εξαιτίας του γεγονότος ότι -και με ευθύνη της κυβέρνησης- το μνημόνιο έχει εσωτερικευθεί ως αναίρεση της ελπίδας, η στρατηγική εξόδου από το μνημόνιο καθίσταται μια ελκυστική στρατηγική. Ο Αντ. Σαμαράς μπορεί, και ορθώς, να κατηγορήθηκε για λαϊκισμό και ανευθυνότητα καταψηφίζοντας το μνημόνιο. Όμως με την πράξη του αυτή έβαλε υποθήκη για το μέλλον.
Σίγουρα σκέφτηκε παραταξιακά και όχι με γνώμονα το συμφέρον της χώρας, όμως η πολιτική κουλτούρα της Ελλάδας είθισται να προσπερνά τα «μικρά εθνικά εγκλήματα» και να επιβραβεύει τον κομματικό λαϊκισμό των αντιπολιτεύσεων.
Το έκανε πάντα και δεν βλέπω γιατί θα αποστεί αυτής της συνηθείας και στο μέλλον. Αυτή είναι η ωμή αλήθεια. Ο λαός εμπιστεύεται τις κυβερνήσεις για να βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά, όταν όμως τα βγάλουν θυμάται πάντα το τίμημα της σωτηρίας που πλήρωσε. Μάλιστα, προσπαθεί να βρίσκει και λόγους για να πνίξει τις ενοχές του για την ατιμία που διαπράττει σε βάρος του σωτήρα του. Και πάντα βρίσκει.
Εάν λοιπόν η κυβέρνηση δεν θέλει να την πατήσει και να τιμωρηθεί επειδή έσωσε, εάν σώσει, τη χώρα από την πτώχευση και τη χρεοκοπία, θα πρέπει, αντί της πολιτικής να «ξαναβγούμε το 2011 στις αγορές για δανεισμό», να επεξεργαστεί μια πολιτική εξόδου από το μνημόνιο όσο το δυνατόν ενωρίτερον.
Θα πρέπει διαγενομένου του χρόνου να διαφοροποιήσει τη ρητορική της. Για να γίνει όμως αυτό πιστευτό, θα πρέπει να παραγάγει αποτελέσματα και επί τη βάσει αυτών να αναμορφώνει σταδιακά την πολιτική της.
Αυτή είναι η τέταρτη αδυναμία της κυβέρνησης. Η εντύπωση δηλαδή που δίδεται ότι είναι αυστηρά «μνημονική». Ότι αρκείται στα δημοσιονομικά μέτρα και συνεχώς παραπέμπει για το μέλλον την «ανάσα».
Τα κοινωνικά αντίμετρα και η στάγδην αποκατάσταση των απωλειών, αρχής γενομένης από τους χαμηλόμισθους και χαμηλοσυνταξιούχους, είναι το ένα σκέλος. Το δεύτερο, που είναι και το πιο σημαντικό, είναι οι επενδύσεις και η επιστροφή στην ανάπτυξη.
Κι εδώ επιστρέφουμε στην αρχή του κειμένου. Στο να μη χαθεί το θετικό momentum που αρχίζει να διαμορφώνεται στην οικονομία με τα καλά δημοσιονομικά νέα, με την υπερψήφιση του Ασφαλιστικού χωρίς να κινδυνεύσουν η κυβερνητική συνοχή και η κοινωνική γαλήνη και με την προοπτική αποκρατικοποιήσεων που πυροδότησε η πρόταση Σάλλα για την εξαγορά της Αγροτικής Τραπέζης και του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου και η οποία οδηγεί στις συγχωνεύσεις τραπεζών, όρος απαραίτητος για να εξυγιανθεί και να ισχυροποιηθεί το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Τα θετικά μηνύματα που αρχίζουν να εκπέμπονται κυρίως από το εξωτερικό, τους εταίρους στην Ε.Ε. και τις διεθνείς αγορές δεν θα πρέπει να παγώσουν από τυχόν υποχωρήσεις της κυβέρνησης.
Όσοι διαφωνούν με το μνημόνιο και την ασκούμενη πολιτική έχουν κάθε λόγο να εναντιώνονται και να λένε ακόμη και ακρότητες ή και αστειότητες. Όμως η κυβέρνηση δεν μπορεί να υποκύψει σε τυχόν εκβιασμούς είτε ιδεοληπτικών κρατικιστών είτε κρατικοδίαιτων κομματικών και συνδικαλιστικών στελεχών και ν’ αφήσει το εγχείρημά της στη μέση.
Αφ’ ης στιγμής η επιλογή της ήταν το μνημόνιο, θα πρέπει να ακολουθήσει με συνέπεια και μέχρι τέλους αυτήν της την επιλογή. Είτε πιστεύει ότι είναι η μόνη πολιτική εξόδου από την κρίση είτε δεν την πιστεύει. Εάν δεν την πιστεύει, δεν έπρεπε να την έχει ξεκινήσει. Έπρεπε να έχει επιλέξει άλλον δρόμο. Αφού την επέλεξε, θα ήταν εγκληματικό να την εγκαταλείψει μεσοπέλαγα. Το μόνο που θα καταφέρει θα είναι να πνιγεί.
Αυτό, λοιπόν, που πρέπει να κάνει είναι να αιμοδοτήσει έτι περαιτέρω την πολιτική της και όχι να την παγώσει. Αν την παγώσει, θα παγώσει και το κλίμα, αλλά και αυτούς που επέλεξε ως συμμάχους για να βγει από την κρίση, και θα βρεθεί σε πολύ άσχημη θέση. Θα ήταν σαν να γκρεμίζει ό,τι έχτιζε. Επεδίωκε την αλλαγή του κλίματος και της ψυχολογίας, γνωρίζοντας ότι ειδικά στην οικονομία είναι το ήμισυ του παντός, και δείχνει ότι το καταφέρνει.
Να συνεχίσει λοιπόν πρέπει αυτή την πολιτική, αφενός εξυγιαίνοντας τον τοξικό δημόσιο τομέα μέσω και αποκρατικοποιήσεων και αφετέρου προσελκύοντας επενδυτικά, ξένα και εγχώρια, κεφάλαια. Το συμπλήρωμα των περιοριστικών μέτρων και της δημοσιονομικής εξυγίανσης είναι οι επενδύσεις και η ανάπτυξη.
Μάλιστα, εάν εγκαταλείψει αυτή την πολιτική, το κακό που θα υποστεί θα ‘ναι διπλό. Αφενός η χώρα θα μπει σε περιπέτεια και αφετέρου οι μόνοι πολιτικά ωφελημένοι θα είναι οι αντίπαλοί της. Είτε από τα αριστερά, ως συνεπείς πολέμιοί της, είτε από τα δεξιά, ως οπορτουνιστές σύμμαχοί της.
Ειδικά η Ν.Δ., που πολιτικά απομονώθηκε στο εσωτερικό από το υγιές επιχειρηματικό κεφάλαιο και τους νουνεχείς πολίτες και στο εξωτερικό ακόμη και από τους ομοϊδεάτες στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, μπορεί να επαναπροσεγγίσει τα τμήματα που έχασε, καθώς τάσσεται ανοιχτά υπέρ των αποκρατικοποιήσεων και της προσέλκυσης επενδυτικών κεφαλαίων, που είναι το αναγκαίο συμπλήρωμα της πολιτικής που επέλεξε η κυβέρνηση για να επανακτήσει η χώρα την αξιοπιστία και να βγει από την κρίση.
Η πέμπτη αδυναμία της κυβέρνησης είναι η πολυφωνία όχι μόνο ως προς το πώς θα συνεχίσει σε επίπεδο μέτρων, μεταρρυθμίσεων και πολιτικής, αλλά και ως προς την προοπτική της.
Αιφνιδίως κάποιοι πολιτικά ευήθεις άρχισαν να θέτουν θέμα εκλογών προκειμένου δήθεν να υπάρξει δημοκρατική νομιμοποίηση της κυβέρνησης για τα μέτρα που πήρε. Επειδή η κυβέρνηση δεν είναι χούντα, αλλά δημοκρατικά εκλεγμένη, θέμα δημοκρατικής νομιμοποίησης δεν υφίσταται και ούτε το μνημόνιο συνιστά αντιδημοκρατική εκτροπή.
Προφανώς αυτοί οι πολιτικά ευήθεις, όταν λένε να γίνουν εκλογές, εννοούν ότι υπάρχει θέμα λαϊκής νομιμοποίησης των μέτρων, επειδή αυτά δεν περιλαμβάνονταν στο προεκλογικό πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ. Τέτοιο θέμα επίσης δεν υφίσταται. Αυτό θα κριθεί στις επόμενες εκλογές. Αν κάθε φορά που οι κυβερνήσεις ασκούσαν διαφορετική πολιτική από αυτή που υπόσχονταν ως αντιπολίτευση γίνονταν εκλογές, τότε θα έπρεπε ανά εξάμηνο να στήνονται κάλπες.
Αν λοιπόν η κυβέρνηση σκοπεύει να επιμείνει στην πολιτική που επέλεξε, τότε περίπτωση εκλογών δεν υπάρχει. Θα περιμένει ν’ αρχίσουν να αποδίδουν τα μέτρα, οι αλλαγές και οι μεταρρυθμίσεις.
Αν αντίθετα προσφύγει πρόωρα στις κάλπες, θα επιβεβαιώσει όσους υποστηρίζουν ότι δεν έχει νομιμοποίηση, θα είναι σαν να ομολογεί ότι δεν μπορεί να κυβερνήσει, ακόμη κι αν κερδίσει τις εκλογές θα είναι λιγότερο ισχυρή, κοινοβουλευτικά και πολιτικά, από ό,τι σήμερα και βέβαια η χώρα θα απολέσει εκ νέου την αξιοπιστία της, ενώ η χρεοκοπία θα έλθει πιο κοντά.
Συμπερασματικά, το παιχνίδι η κυβέρνηση θα το κερδίσει εφόσον αποκτήσει συνεκτική στρατηγική για την «επόμενη μέρα». Εάν καταφέρει να πείσει ότι αυτή παρέχει την ελπίδα να βγει η χώρα, μετά το μνημόνιο, πιο ισχυρή και οι πολίτες της να ζήσουν καλύτερες μέρες…
(από felnikos, realpolitics)
(από felnikos, realpolitics)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου