Σκότωσα το μικρό παιδί.
Βρέθηκα αντιμέτωπος με τ'αγοριού τις σφαίρες
και εφιάλτες κλόνισαν τον ύπνο μου για μέρες
βδομάδες, μήνες και χρονιές, πικρές δεκαετίες
τα χέρια μου στιγμάτισα για δέκα χιλιετίες
Σκότωσα το μικρό παιδί.
Δεν είχε ρούχα καθαρά, παπούτσια να φορέσει
μονάχα χέρια βρώμικα το όπλο να χωρέσει
του μάθαν να πυροβολεί τους άντρες με στολές...
κι εκείνο σα φοβότανε του λέγανε ''μην κλαις''
Σκότωσα το μικρό παιδί.
Κρυβόταν σε χαλάσματα, σε γκρίζα σπίτια, άδεια
τα μάτια του αντίκριζαν των παιχνιδιών σημάδια
σκασμένες μπάλες, χρώματα, κούκλες και μαρκαδόρους
αποκομμένο απ'του ουρανού τους μπλε ομφάλιους λώρους
Σκότωσα το μικρό παιδί.
Καθώς ανέβαινα γοργά, ενός σπιτιού τη σκάλα
φεύγει απ'το μάτι ξαφνικά, λαθραία μία στάλα
είναι που είδα αιμόφυρτο να τρέμει ένα κορίτσι
κι εγώ σα σκλάβος περπατώ στο veni vidi vici
Σκότωσα το μικρό παιδί.
Τ'αντίκρισα στα ξαφνικά, το όπλο να ζυγίζει
κι από το βάρος το πολύ, το σώμα του λυγίζει
μ'είδε, τρομοκρατήθηκε με στόχευσε μιλώντας
με όπλα πλαστικά παλιά το έκανε γελώντας
Σκότωσα το μικρό παιδί.
Της επιβίωσης ταγή, στο χέρι μου εστάλη
σε μια στιγμή στοιχειωτική, πάτησα τη σκανδάλη
η σφαίρα μου διαπέρασε το τρυφερό του στήθος
πλημμύρες από αίματα μου μόλυναν το ήθος
Σκότωσα το μικρό παιδί.
Με κλόνισε ένας κεραυνός, ''τι έκανα Θεέ μου;''
είσαι καλός στο θέατρο, έτσι δεν είν μικρέ μου;
Όχι, δεν είσαι υποκριτής, τρέμεις σαν ξεψυχάς
κι ο άντρας που σε χαιρετά δεν είναι ο μπαμπάς
Σκότωσα το μικρό παιδί.
Πήγε να παίξει μακριά, δίχως να πει κουβέντα
το σκέπασα, το τύλιξα με μια παλιά κουβέρτα
Τη σκάλα την κατέβηκα, στο δρόμο βγήκα έξω
μετέφερα το όνειρο, νεκρό, πόσο ν'αντέξω;
Στρατιώτες με κοιτάζουνε, εχθροί, γυναίκες, γέροι
και αναπνέω δύσκολα το μολυσμένο αγέρι
πετώ το όπλο, τη στολή και παίρνω ένα φτυάρι
σπόρο νεκρό η στείρα γη μέσα της για να πάρει
Του χάρισα με στεναγμό, της νιότης το τραγούδι
κι αμέσως μέσα από τη γη, ξεπρόβαλε λουλούδι
Σκότωσα το μικρό παιδί.
(από ramnousia)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου