Το φθινόπωρο του 2008 οι υπερεθνικές οικονομικές ελίτ της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας διέσωσαν από την κατάρρευση τα χρηματοπιστωτικά τους ιδρύματα, διοχετεύοντας σ’ αυτά τεράστια χρηματικά ποσά από τα κρατικά ταμεία. Δεν είναι η πρώτη ούτε η τελευταία φορά που το κεφάλαιο κοινωνικοποιεί τις ζημιές και ιδιοποιείται τα κέρδη. Δεν πέρασε όμως μεγάλο χρονικό διάστημα και, παρά τις...
θριαμβολογίες για έξοδο από την κρίση, οι τράπεζες και τα πάσης φύσεως κερδοσκοπικά κεφάλαια, που διασώθηκαν με τη διοχέτευση προς αυτά 1 τρις δολαρίων από τα κράτη, τζογάρουν τώρα πάνω στα κράτη, ιδιαίτερα στον Ευρωπαϊκό Νότο και όχι μόνο. Στο επίκεντρο αυτής της επίθεσης βρίσκεται και η ελληνική οικονομία με πρόσχημα το υψηλό εξωτερικό και δημόσιο χρέος. Η Ελλάδα βέβαια δεν είναι η μόνη χώρα με υψηλό χρέος, 120% του ΑΕΠ. Την ξεπερνούν χώρες όπως η Ιαπωνία, η Ολλανδία, το Βέλγιο, η Ισπανία, η Ιταλία, κλπ.
θριαμβολογίες για έξοδο από την κρίση, οι τράπεζες και τα πάσης φύσεως κερδοσκοπικά κεφάλαια, που διασώθηκαν με τη διοχέτευση προς αυτά 1 τρις δολαρίων από τα κράτη, τζογάρουν τώρα πάνω στα κράτη, ιδιαίτερα στον Ευρωπαϊκό Νότο και όχι μόνο. Στο επίκεντρο αυτής της επίθεσης βρίσκεται και η ελληνική οικονομία με πρόσχημα το υψηλό εξωτερικό και δημόσιο χρέος. Η Ελλάδα βέβαια δεν είναι η μόνη χώρα με υψηλό χρέος, 120% του ΑΕΠ. Την ξεπερνούν χώρες όπως η Ιαπωνία, η Ολλανδία, το Βέλγιο, η Ισπανία, η Ιταλία, κλπ.
Βρίσκεται λοιπόν η χώρα στα πρόθυρα της χρεοκοπίας λόγω των διεθνών κερδοσκοπικών πιέσεων ή η κρίση έχει και ενδογενή χαρακτηριστικά;
Συγκεκριμένα:
Ι) Να σημειώσουμε εδώ ότι ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού χρέους ανακυκλώνεται συνεχώς από την προπολεμική περίοδο. Ως γνωστό, οι μετεμφυλιακές κυβερνήσεις, ως καλοί τοποτηρητές των συμφερόντων των νικητών, υποχρέωσαν τη χώρα να αποπληρώνει προπολεμικά δάνεια και μάλιστα ορισμένα μη εισπραχθέντα, παρά τις καταστροφές του πολέμου και το ρόλο που η χώρα έπαιξε εις όφελος των νικητών. Τι και αν η αριστερά και οι διαπρεπέστεροι των οικονομολόγων απαιτούσαν τη διαγραφή αυτών των χρεών; Αντίθετα η Γερμανία ποτέ δεν επέστρεψε το κατοχικό δάνειο που άρπαξε από τη χώρα.
ΙΙ) Το υψηλό εξωτερικό χρέος της χώρας έχει επίσης τις ρίζες του στο αναπτυξιακό μοντέλο που επέβαλλαν από την μεταπολίτευση και μετά οι κυρίαρχες οικονομικές ελίτ, δημιουργώντας μια καταναλωτική κοινωνία χωρίς παραγωγική βάση, με συνέπεια να καταναλώνουμε περισσότερα αγαθά από αυτά που παράγουμε και να εισάγουμε περισσότερα από όσα εξάγουμε. Αντίστοιχα το υψηλό δημόσιο χρέος δημιουργήθηκε από την χρηματοδότηση του όποιου κοινωνικού κράτους μέσω ενός υπέρμετρου δανεισμού και όχι μέσω της ανακατανομής του εισοδήματος με την φορολόγηση του πλούτου και των υψηλών εισοδημάτων των προνομιούχων κοινωνικά στρωμάτων.
ΙΙΙ) Η κρίση δανεισμού της χώρας είναι κυρίως όμως αποτέλεσμα των κερδοσκοπικών επιθέσεων της υπερεθνικής ελίτ, της οποίας η ισχύς σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης των αγορών υπερβαίνει την ισχύ των εθνικών κρατών, αλλά και των εγχώριων υπηρετών της αγοράς, που οδήγησαν σε εξασθένηση τον παραγωγικό ιστό της χώρας και διέπραξαν το ιστορικό «λάθος» να εντάξουν τη χώρα στην Ευρωζώνη.
Η απάντηση των ντόπιων ελίτ στην άμεση απειλή της πτώχευσης, της χρεοκοπίας της χώρας, είναι να τεθεί η χώρα, μέσω του βάρβαρου προγράμματος σταθερότητας, υπό την επιτήρηση της Ε.Ε., του ΔΝΤ και της Ε.Κ.Τ., με σκοπό να αποφευχθεί η χρεοκοπία των δανειστών μας (γαλλικές, γερμανικές, ελβετικές και εγχώριες τράπεζες) και με αποτέλεσμα να χρεοκοπήσει ο ελληνικός λαός. Πρόκειται για ένα πρόγραμμα, που όχι μόνο δεν αντιμετωπίζει το φάσμα της χρεοκοπίας, αλλά το πιθανότερο είναι ότι την επιταχύνει, γιατί μέσω της μείωσης των μισθών, της περικοπής των δημοσίων δαπανών, της αύξησης της φορολογίας, θα οδηγήσει την κατανάλωση σε κατάρρευση, θα μειώσει τις επενδύσεις, με συνέπεια να μπει η οικονομία σε ύφεση, να αυξηθεί η ανεργία και να συρρικνωθεί το ΑΕΠ.
Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής είναι να δοθεί μια προσωρινή λύση στο πρόβλημα της ρευστότητας και να μετατεθεί απλώς χρονικά η χρεοκοπία για το επόμενο διάστημα. Γιατί βέβαια με μια πολιτική που οδηγεί την οικονομία σε βαθιά ύφεση είναι αδύνατον να μπορέσει η Ελλάδα να επιστρέψει στις διεθνείς αγορές για να δανειστεί, τη στιγμή μάλιστα που για τα επόμενα πέντε χρόνια θα πληρώσουμε για τα τοκοχρεολύσια 240 δις ευρώ, όσο είναι το ΑΕΠ της χώρας σήμερα. Έτσι, είτε η χώρα θα χρεοκοπήσει, είτε τα προγράμματα σταθερότητας θα διαρκέσουν 20 χρόνια. Και στις δύο περιπτώσεις αυτό οδηγεί το βιοτικό επίπεδο της συντριπτικής πλειοψηφίας των πολιτών σε συνθήκες δεκαετίας του ’50 με εξαγορά «αντί πινακίου» φακής των αξιών χρήσης δημοσίου και ιδιωτών.
Σ’ αυτές τις συνθήκες η μοναδική εναλλακτική πολιτική είναι η εντατικοποίηση των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων με στόχο:
- Την παύση πληρωμών και την επαναδιαπραγμάτευση του χρέους με σκοπό τη διαγραφή μεγάλου μέρους του, πάνω από 50%. Για το υπόλοιπο χρέος θα πρέπει να διευρυνθεί ο χρονικός ορίζοντας αποπληρωμής του και να μειωθούν δραστικά τα επιτόκια. Οι Ευρωπαϊκές ελίτ των οποίων οι τράπεζες κατέχουν πάνω από το 75% των ελληνικών ομολόγων θα «προτιμήσουν» μια επαναδιαπραγμάτευση του χρέους από το να χάσουν τελείως τα χρήματά τους. Με την στάση πληρωμών βέβαια δεν θα σταματήσει το κράτος να πληρώνει μισθούς και συντάξεις, απλώς θα περικόψει τουλάχιστον στο μισό αυτά που χρωστάει στους πιστωτές του.
- Την έξοδο από το ευρώ με ταυτόχρονη υποτίμηση της δραχμής και την μετατροπή όλου του χρέους σε δραχμές. Η εμπειρία δείχνει ότι όσες χώρες προχώρησαν σε επαναδιαπραγμάτευση του χρέους και υποτίμηση του νομίσματος σύντομα, παρά τους αρχικούς κλυδωνισμούς της οικονομίας τους, ανέκαμψαν και επέστρεψαν στις χρηματαγορές χωρίς απαγορευτικό κόστος.
- Τον έλεγχο του τραπεζικού συστήματος μέσω της κοινωνικοποίησης - κρατικοποίησης των τραπεζών, έτσι ώστε το κράτος να έχει στα χέρια του ένα εργαλείο για την αναζωογόνηση της οικονομίας. Ταυτόχρονα πρέπει να τεθούν άμεσοι φραγμοί στην έξοδο των κεφαλαίων από την χώρα.
- Επανενεργοποίηση των δημόσιων επενδύσεων για τόνωση της παραγωγικής δραστηριότητας και άμεσης μείωσης της ανεργίας.
- Την ριζική αναδιανομή του εισοδήματος μέσω της υψηλής φορολόγησης της μεγάλης κινητής και ακίνητης περιουσίας.
Η ένταση των κοινωνικών αγώνων για να επιβληθεί η παραπάνω εναλλακτική λύση θα μπορούσε να ανοίξει το δρόμο για μια παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, για μια οικονομία αυτοδύναμη (όχι αυτάρκη). Οφείλουμε με ιδιαίτερο τόνο να παρατηρήσουμε ότι ήδη οι κοινωνικοί αγώνες αναγκαστικά μετατρέπονται σε πολιτικούς. Παίρνουν επίσης και ένα σύγχρονο «εθνικοαπελευθερωτικό» χαρακτήρα, λόγω της «νέας κατοχής» από την παγκόσμια τρόικα (Ε.Ε., Ε.Κ.Τ και Δ.Ν.Τ.), στην οποία οδηγηθήκαμε από την πολιτική ελίτ.
Ιδιαίτερα στη περιοχή μας, όπου πραγματοποιούνται αμερικανικά, κεντροευρωπαϊκά (Γερμανία, κλπ) γεωπολιτικά σχέδια με ένα επιπλέον παίκτη, δηλαδή τη σημερινή Τουρκία, τα πολιτικά πράγματα έχουν και άλλες σημαντικές πλευρές. Στους βαλκανικούς και μεσογειακούς λαούς η επίθεση αφορά και όλη την υπαρκτή εξελισσόμενη τρισχιλιετή πολιτισμική μας παράδοση. Το ανθρωπολογικό μας επομένως υπόστρωμά με κυρίαρχες τις έννοιες του συλλογικού, του αλληλέγγυου και του απείθαρχου απέναντι σε ιδιωτικά ή κρατικά ιδιοτελή συμφέροντα, αποτελεί τη βάση για τη δημιουργία ενός άλλου πολιτικού και οικονομικού υποδείγματος.
Η επίθεση δηλαδή που δέχονται οι κοινωνίες μας από το κεφάλαιο δεν περιορίζονται στην οικονομική εκμετάλλευση. Στόχος του δεν είναι μόνο να εμπορευματοποιήσει τα πάντα, αλλά να παραγάγει και εκείνον τον νέο ανθρωπολογικό τύπο, που θα αποδέχεται και θα επιζητά την κυριαρχία του εμπορεύματος, που θα έχει μετατραπεί ο ίδιος και σε εμπόρευμα και σε χρήστη.
Έτσι οι κοινωνικοί αγώνες οφείλουν να θέσουν άμεσα το ζήτημα αλλαγής του πολιτικού συσχετισμού δύναμης. Μια νέα πολιτική οντότητα είναι και αναγκαία και επίκαιρη, που ούτε θα συνδιαλαγεί με τις χρεοκοπημένες πολιτικές δυνάμεις της μεταπολίτευσης, αλλά ούτε θα μεταθέτει την εναλλακτική πολιτική, που προτείναμε σε αδρές γραμμές, στο απροσδιόριστο μέλλον.
Με άλλα λόγια τίθεται άμεσα η δημιουργία ενός πολιτικού δικτύου – μετώπου, που θα κτίζεται με μορφές άμεσης δημοκρατίας σε πανελλαδικό επίπεδο και θα εκφράσει κατά το δυνατόν εκείνο το ζωντανό όραμα, ώστε και οι κοινωνικοί αγώνες να μη είναι μάταιοι και αναποτελεσματικοί. Παράλληλα είναι δυνατόν να κτίζονται οριζόντιες συμμαχίες τόσο με τους λαούς της εγγύς περιοχής, όσο και με όλους τους λαούς (κυρίως του μεσογειακού νότου) που φαίνεται να ακολουθούν τη δικιά μας μοίρα.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου