«Μα δεν βλέπω τίποτα», είπε ο Τίμαρχος, «παρά
μόνον αστέρια που πάλλονται γύρω από το χάσμα, άλλα που βυθίζονται σε αυτό και
άλλα πού πηδούν προς τα πάνω». «Βλέπεις επομένως», είπε η φωνή, «τους
ίδιους τους δαίμονες, αλλά δεν το ξέρεις» (Πολιτεία Πλάτωνος).
«Πολλοί σήκωναν ένα ποτήρι προς τιμή του Αγαθού Δαίμονος,
άλλοι προς τιμή του Δία σωτήρα, άλλοι προς τιμή της Υγείας και άλλοι επέλεγαν
άλλους θεούς». (Αθήναιος).
«Από παλιά να προσφέρεται σε όλους μετά το...
φαγητό μικρή ποσότητα ανέρωτου κρασιού, τόσο για τη γεύση όσο και για ένδειξη της δύναμης του Αγαθού Δαίμονος Διονύσου» (Φιλόχωρος).
φαγητό μικρή ποσότητα ανέρωτου κρασιού, τόσο για τη γεύση όσο και για ένδειξη της δύναμης του Αγαθού Δαίμονος Διονύσου» (Φιλόχωρος).
Πριν ξεκινήσουμε την ανάλυση του πολύ σημαντικού άλλα και συνάμα
δύσκολου αυτού θέματος, θα πρέπει ευθύς εξ αρχής να ξεκαθαρίσουμε: Ό όρος
δαίμων ουδεμία σχέση έχει με την διαστρεβλωτική ερμηνεία του όρου πού κατά
κόρον στις παραδόσεις των μονοθεϊστικών θρησκειών αναφέρεται. Δαίμων στην
αρχαία γλώσσα μας σημαίνει συνετός, όπως δηλαδή τους χαρακτήριζε ο Ησίοδος ως
δαήμονες = σοφούς, συνετούς.
Στην αρχαία Ελλάδα οι
επιφανείς νεκροί και οι ήρωες λατρεύονταν με την μορφή γενειοφόρου όφεως. Με
παρόμοιο τρόπο παριστάνονταν και οι θεοί.
Ο Σατανισμός και οι παρόμοιες εκδηλώσεις τους έχουν ως βάση
την Εβραϊκή θρησκευτική παράδοση και όχι την Ελληνική και ενεργεί ως αντίπαλο
δέος, και πάλι έτσι ουδεμία σχέση έχει με τους αγαθοδαίμονες, τις σοφές και
φωτεινές οντότητες της αρχαίας ελληνικής θρησκευτικής αντίληψης ούτε πουθενά
σχετίζονται ή συναντιόνται αυτά τα δυο.
Κάνουμε αυτές τις απαραίτητες διευκρινήσεις, γιατί μέσα από
την λάσπη τόσων αιώνων δογματικής εξουσίας και καταπίεσης, δύσκολα θα μπορούσε
να γίνει αντιληπτή ή σημασία του παρόντος άρθρου και ακόμα πιο δύσκολα θα
μπορούσε να προσεγγισθεί το θέμα χωρίς καχυποψία και σκεπτικισμό. Οι Σατανάδες,
οι Βελζεβούληδες και οι Μπαφομέτ δεν ανήκουν στην θρησκευτική παράδοση του
Ελληνικού λαού, και ας μείνουν άλλου, καταδικασμένοι στο σκότος, εκεί πού
άλλωστε ανήκουν.
Οι θείες και άγιες οντότητες μιας Ιερής λατρείας συχνά
περιγράφονται σαν αλάστορες (εκδικητικοί) δαίμονες σε μιαν άλλη, αντίπαλη
θρησκεία. Το καλύτερο παράδειγμα είναι αυτό των προχριστιανικών πολυθεϊστικών
λατρειών, των οποίων οι θεοί, οι δαίμονες και οι ήρωες έγιναν κακά στοιχειά και
σατανάδες στις παραδόσεις των μονοθεϊστικών θρησκειών. Ό Βαάλ για παράδειγμα
των Ελληνογενών Φιλισταίων γίνεται Βαλζεβούλ - Βελζεβούλ στους Εβραίους. Ό Πάνας
γίνεται Μπαφομέτ και Σατανάς στους Χριστιανούς. Την Αφροδίτη (Εωσφόρο), θεά
του έρωτα, πού το άστρο της εμφανίζεται με το φως της αυγής («Ἕως»), το γνωστό μας
λυκαυγές, αλλά και στο σούρουπο σαν άστρο του λυκόφωτος, την διαπλέκουν με
τον αρχηγό των εκπεσόντων αγγέλων. Τους Σιληνούς, τους χαρούμενους ερωτιάρηδες
ακόλουθους του Διονύσου, τους μετατρέπουν σε χυδαίους δαίμονες, γνωστούς σαν
Incubus. Ό μύθος του Σειληνού πού επισκέπτεται ερωτικά στον ύπνο της την Εστία,
από ένα μυθολογικό ερεθιστικό παιχνίδισμα, μετατρέπεται από τα μυαλά των
ανέραστων δογματικών του μονοθεϊσμού σε εγκληματική σεξουαλική διαστροφή
διαβολικών ονειρώξεων και όχι μόνον. Οι Σιληνοί έρχονται σαν λάγνα Incubus στον
ύπνο «αγνών» θεοσεβούμενων γυναικών και ασελγούν πάνω τους. Από την άλλη, με
τους ερωτολάγνους θηλυκούς δαίμονες Succubus οι δογματικοί θεοφοβούμενοι
προχωρούν στον εκχυδαϊσμό της γλυκιάς Νύμφης του ύπνου Βριζούς. Η Βρίζω πρόλεγε
τα μέλλοντα μπαίνοντας στα όνειρα των ανθρώπων, προστάτευε επίσης τους
θαλασσοπόρους συζύγους των καρτερικών Ελληνίδων γυναικών και αυτές της
πρόσφεραν εδέσματα σε αγγεία με σχήμα πλοίου, ενώ θεωρούσαν τόπο της το νησί
του φωτός, την Δήλο.
Είναι δεκάδες τα παραδείγματα πού αποδεικνύουν πώς το Ιερό
μιας θρησκείας γίνεται διαβολικό και κακοδαιμονικό στην άλλη. Το ουσιαστικό
όμως ερώτημα είναι: «Τι θα άξιζε να επιλέξουμε σαν ψυχοπνευματικό μονοπάτι, αν
νοιώθαμε την ανάγκη να κάνουμε κάτι τέτοιο;». Ποιους Άγιους, ποιους θεούς και
ποιους Δαίμονες θα άξιζε να επικαλεσθούμε;
Νομίζω ότι ο άνθρωπος για κάθε σημαντική επιλογή στην ζωή
του πρέπει πρώτα απ’ όλα να έχει διαμορφώσει μέσα από την παιδεία του και τις
εμπειρίες του το απαραίτητο κριτήριο αλήθειας και δικαίου. Εδώ ας μου επιτροπή
να παραφράσω τον εθνικό μας ποιητή Διονύσιο Σολωμό πού έλεγε «εθνικό είναι ό,τι
είναι αληθινό», και να πω ότι Ιερό είναι ό,τι είναι αληθινό». Και ή αλήθεια
είναι πώς αν ο θεός δεν ήθελε να έχουμε ερωτικές επιθυμίες πέραν από αυτές πού
είναι δέλεαρ για την τεκνοποιία, θα είχε φροντίσει να νοιώθουμε ηδονή αυστηρά
και μόνον όταν θα επρόκειτο να τεκνοποιήσουμε. Συνεπώς ο "Έρωτας είναι
ιερός έτσι όπως είναι και όχι όπως οι δογματικοί της θρησκείας θέλουν να τον
κάνουν. Τώρα αν σκεφθούμε ότι οι άνθρωποι πού συμπεριφέρονται με μία ελευθερία
ψυχής στα ερωτικά, στοχάζονται και ελεύθερα, είναι εύκολο να κατανόηση κανείς,
γιατί οι θρησκείες πού εξυπηρετούν σκληροπυρηνικές εξουσιαστικές δομές κτυπούν
με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τον έρωτα και τον ερωτισμό αποδίδοντας του
κακοδαιμονικές και διαβολικές επιρροές.
Επίσης τα ότι οι Δαίμονες πού στις μονοθεϊστικές θρησκείες
παρουσιάζονται ισοπεδωτικά σαν κακές αιμοδιψείς οντότητες, ενώ στην αρχαία
Ελληνική γραμματεία περιγράφονται, ως επί το πλείστον, σαν αγαθά θεία όντα,
πρέπει να μας βάλει σε σκέψεις.
Ό Πορφύριος π.χ. μιλά στα κείμενα του για «θείους αγγέλους
και καλούς δαίμονες». Όμως τις πια σπουδαίες αναφορές τις βρίσκουμε στα
κείμενα του Πλάτωνα.
Γράφει Ο Πλάτων στον Κρατύλο:
ΣΩΚΡΑΤΗ: Αλήθεια, Ερμογένη. Τι να σημαίνει άραγε το όνομα
«δαίμονες»; Πρόσεξε αν σου φανώ ότι λέω κάτι σπουδαίο.
ΕΡΜ. Λέγε.
ΣΩ, Γνωρίζεις ποιοι, κατά τον Ησίοδο, είναι οι δαίμονες;
ΕΡΜ. Δεν γνωρίζω.
ΣΩ. Δεν γνωρίζεις ούτε για το χρυσό γένος των ανθρώπων, πού
λέει ότι υπήρξε πρώτο;
ΕΡΜ, Αυτό το ξέρω.
ΣΩ. Λέει λοιπόν γι' αυτό: Μόλις το γένος τούτο χωρίστηκε σε
μέρη, οι δαίμονες αγνοί καΐ γήινοι ονομάζονται, λαμπροί, προστάτες από το κακό,
φύλακες των ανθρώπων.
ΕΡΜ. Δηλαδή τι εννοείς;
ΣΩ. Νομίζω πώς λέγοντας χρυσό γένος δεν εννοεί φτιαγμένο από
χρυσάφι, άλλα καλό και ωραίο. Απόδειξη θεωρώ το γεγονός, ότι για μας λέει πώς
είμαστε σιδερένιο γένος.
ΕΡΜ. Έχεις δίκιο.
ΣΩ. Πιστεύεις λοιπόν ότι, και αν κάποιος από τους σύγχρονους
μας είναι καλός, θα μπορούσε να πει πώς ανήκει στο χρυσό γένος;
ΕΡΜ. Βέβαια.
ΣΩ. Οι καλοί όμως είναι συνετοί ή τίποτε άλλο;
ΕΡΜ. Συνετοί.
ΣΩ. Κατά τη γνώμη μου, αυτό περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο
χαρακτηρίζει τους δαίμονες· επειδή ήταν συνετοί και «δαήμονες» (σοφοί), τους ονόμασε (ο Ησίοδος) «δαίμονες». Και στην αρχαία
γλώσσα μας το όνομα αυτό αντιστοιχεί αυτό ίδιο. Σωστά λοιπόν και αυτός και
άλλοι ποιητές λένε ότι, αν πεθάνει κάποιος ενάρετος, μεγάλη τύχη και τιμές
αποκτάει και γίνεται δαίμονας, σύμφωνα με την ονομασία της φρόνησης. Έτσι και
εγώ λοιπόν αντιλαμβάνομαι τον «δαήμονα»,
δηλαδή κάθε άνθρωπο, θεϊκό όσο ζει και αφότου πεθάνει, και νομίζω ότι σωστά
ονομάζεται «δαίμων».
Υπάρχουν φυσικά και άλλες ετυμολογικές ερμηνείες για την
λέξη δαίμων, όπως αυτές πού μας παραθέτει ο καθηγητής Βάλτερ Μπάρκετ στο πολύ
σημαντικό έργο του «Αρχαία Ελληνική θρησκεία», οπού γράφει: «η ρίζα δαι- έχει
πολλές σημασίες, ή συνηθέστερη ερμηνεία είναι «αυτός πού διανέμει». Προσκρούει
στην δυσκολία όμως ότι δαίω σημαίνει χωρίζω, διαμελίζω και όχι απονέμω,
διανέμω. Επίσης είναι δυνατόν να σημαίνει «αυτός πού φωτίζει».
Ανεξάρτητα όμως του τι ακριβώς σημαίνει ή λέξη Δαίμων
(συνήθως περιλαμβάνει όπως και όλες οι φορτισμένες με ενέργεια λέξεις όλες τις
ερμηνείες σε ένα σύστημα πολυσημαντικής), το βέβαιον είναι ότι δεν σήμαινε στην
αρχαία Ελλάδα αυτό πού του αποδίδει σήμερα ο μονοθεϊστικός κόσμος. Ό Πλάτων
ξανά και ξανά δίνει μέσα από τα κείμενα του αυτή την αγαθή υπόσταση των
δαιμόνων. Διαβάσαμε ήδη λίγο πιο πάνω στον Κρατύλο τα σχετικά. Οι απόψεις του
πάνω στο θέμα των δαιμόνων αναπτύσσονται πάντα κάτω από την ίδια καλοκάγαθη
οπτική.
Γράφει στον Πολιτικό αλλά και στον Φαιδρό:
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Γιατί τότε τον πρώτο λόγο στην φροντίδα όλης της
κυκλικής πορείας είχε Ο θεός, όπως και κατά τόπους συνέβαινε πάλι τα ίδιο, όλα
δηλαδή τα μέρη του κόσμου ήταν κατανεμημένα υπό την εξουσία των θεών. Μάλιστα
θείοι δαίμονες είχαν μοιράσει μεταξύ τους, σαν ποιμένες, τα ζώα σε γένη και
αγέλες, και ο καθένας κάλυπτε επαρκώς όλες τις ανάγκες των υπηκόων του, ώστε
ούτε ήταν άγρια ούτε αλληλοτρώγονταν, και υπήρχε ούτε πόλεμος ούτε και καθόλου
φιλονικίες.
Και συνεχίζει στον Φαιδρό:
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Ο μέγας Δίας λοιπόν, ηγεμόνας του ουρανού, πού
διευθύνει άρμα φτερωτό, πρώτος προχωρεί, διευθύνοντας τα πάντα και φροντίζοντας
για τα πάντα. Εκείνον τον ακολουθεί στρατιά θεοτήτων και δαιμόνων, διαιρεμένη
σε ένδεκα τμήματα, παραμένει δηλαδή μόνη της ή Εστία στον οίκο των θεών, οι
υπόλοιποι μάλιστα, όσοι συμπεριλαμβάνονται στον αριθμό δώδεκα και θεωρούνται
άρχοντες, παρατάσσονται σύμφωνα με την τάξη, στην οποία ο καθένας
τοποθετήθηκε. Πολλά θεάματα, επομένως και ευχάριστα, και διέξοδοι υπάρχουν στα
εσώτερα του ουρανού, τις οποίες περιδιαβαίνει η γενιά των ευτυχισμένων θεών,
εκτελώντας ο καθένας την δική του ιδιαίτερη λειτουργία, ακολουθεί μάλιστα την
πομπή όποιος πάντα θέλει και μπορεί ν' ακολουθήσει, γιατί ο φθόνος στέκεται
μακριά από την θεϊκή ακολουθία.
Αξίζει όμως να παραθέσουμε ένα ακόμη σημείο, αυτή την φορά
από τους «Νόμους» του Πλάτωνα, πού αναφέρεται στους δαίμονες.
«Ό Κρόνος με την σκέψη αυτή, όρισε για βασιλιάδες και κυβερνήτες
στις πολιτείες μας όχι ανθρώπους άλλα πλάσματα από ανώτερο και πιο θεϊκό
γένος, τους δαίμονες. Ό Κρόνος πού αγαπούσε τους ανθρώπους μας έβαλε κάτω από
την εποπτεία των δαιμόνων, πού ήταν ανώτεροι από μας, για να μας φροντίζουν.
Και αυτοί με μεγάλη ευκολία, τόσο για το δικό τους όσο και για το δικό μας
καλό, έδωσαν ειρήνη, σεβασμό προς τους άλλους, καλούς νόμους, δικαιοσύνη,
ευτυχία και ομόνοια ανάμεσα σε όλες τις φυλές του κόσμου». Την εποχή των δαιμόνων
«δεν υπήρχε πόλεμος ούτε και καθόλου φιλονικίες». Οι δαίμονες «ήταν
ανώτεροι από μας και έδωσαν ειρήνη δικαιοσύνη ευτυχία και ομόνοια σε όλες τις
φυλές», «ο φθόνος στεκόταν μακριά από την θεϊκή, δηλαδή την δαιμονική
ακολουθία», μας λέει ο Πλάτων, τονίζοντας με έμφαση την καλοσύνη των δαιμόνων.
Στην ουσία υιοθετεί τις σοφές απόψεις του μεγάλου ποιητή Ησίοδου, πού ήταν από
τους πρώτους πού είχε αναφερθεί στο χρυσό γένος και τους καλούς Δαίμονες
εκείνης της εποχής.
Γράφει Ο Ησίοδος στο «Έργα και Ημέραι»:
«Από τον καιρό πού σκέπασε η γη αυτό το γένος (όταν
πέθαναν δηλαδή οι άνθρωποι του χρυσού γένους), τούτοι είναι (οι δαίμονες - οι
ψυχές του χρυσού γένους), με την θέληση του Διός, τα καλά πνεύματα που γυρίζουν
στον κόσμο και είναι φύλακες των ανθρώπων και τούτοι παρακολουθούν τις δίκες
και τα εγκλήματα, γυρίζοντας σαν ομίχλη παντού στην γη και χαρίζουν πλούτη».
Για να συμπλήρωση παρακάτω ο ποιητής: «Αλήθεια τριάντα χιλιάδες (δαίμονες)
υπάρχουν από τον Δία, φύλακες αθάνατοι των θνητών ανθρώπων επάνω στην
πολύκαρπη γη κα»ι τούτοι παρακολουθούν τις δίκες και τα εγκλήματα γυρίζοντας
αχνοντυμένοι παντού στην γη». Από μία άλλη οπτική ο θείος Όμηρος ταυτίζει
τους Δαίμονες με τους θεούς, βοηθώντας μας έτσι να δούμε μέσα από τα «σκοτεινά»
του μάτια μια ακόμη αλήθεια της ελληνικής μυθολογίας:
ΙΛΙΑΣ: Με το δυνατό του χέρι [ο Αχιλλέας] κράτησε την
ασημένια λαβή και μέσα στην θήκη έσπρωξε το μακρύ του ξίφος, υπακούοντας στην
Αθηνά. Αυτή έφευγε για τον Όλυμπο, στο παλάτι του ασπιδοφόρου Δία, ν' αντάμωση
τους άλλους θεούς (δαίμονες)» [«μετὰ
δαίμονας ἄλλους» στο αρχαίο κείμενο]... Η Ελένη, του Δία κόρη,
ησύχασε. Τύλιξε γύρω της το άσπρο διάφανο πέπλο της και έφυγε, χωρίς να πει
λέξη. Ούτε μια απ’ τις Τρωάδες δεν την είδε να φεύγει δίπλα της προχωρούσε η
θεά (δαίμων)», [«ἦρχε δὲ
δαίμων» στο αρχαίο κείμενο]. Στην πορεία της Ελληνικής
αγαθοδαιμονολατρείας, σ' ένα κομμάτι της εμφανίζονται μεταξύ των δαιμόνων και
κακά όντα με ακόρεστη απληστία για αίμα, ηδονή και λαγνεία. «Ομως αυτοί οι
"δαίμονες" δεν είναι συνήθως τίποτε άλλο από ανήσυχες ψυχές νεκρών
που είχαν στις περισσότερες περιπτώσεις άγριο ή βίαιο θάνατο. Στα κείμενα του
Πλατωνικού Ξενοκράτους άλλα και του Πλουτάρχου γίνονται αναφορές σε τέτοιου
είδους δαίμονες. Φυσικά δαίμονες τιμωρούς ή εκδικητικούς βρίσκουμε και στα
ανώτερα πεδία, άλλα αυτό δεν είναι ο κανόνας. Π.χ. στις Ερινύες έδιναν μεταξύ
των άλλων τα επίθετα «ἠεροφοῖται»,
αυτές δηλαδή πού κατοικούν στο Έρεβος, ή «ἀλάστορες», δηλ. εκδικητικές- τιμωροί, ή «βροντοσκόποι», αυτές πού
κατασκοπεύουν τους θνητούς.
Και τώρα μπαίνουν τα μεγάλα ερωτήματα: «Αν υποθέσουμε ότι
οι Δαίμονες είναι πράγματι υπαρκτές οντότητες, ποια είναι τα χαρακτηριστικά
τους και οι ιδιότητες τους, σύμφωνα τουλάχιστον με την αρχαιοελληνική
παράδοση; Γιατί χάθηκαν; Ή μήπως δεν χάθηκαν; Σε τι σχέση βρίσκονται με το
φυσικό περιβάλλον και τους ανθρώπους; Ποιο κομμάτι από την ανθρώπινη κοινωνία
έχει την μεγαλύτερη πίστη στους Δαίμονες, στων οποίων την βοήθεια προσδοκεί;
Για διάφορες αίτιες, με κυρίαρχη αυτή πού διαιωνίζει την
εξουσία του κατεστημένου, η πραγματική μορφή της αρχαίας Ελληνικής θρησκείας
έχει φθάσει πολύ διαστρεβλωμένη στις μέρες μας. Βλέπουμε ξανά και ξανά
μονοθεϊστές θρησκειολόγους να προσπαθούν να ερευνήσουν κάτι πού στην ουσία δεν
τους ενθουσιάζει. Από την άλλη οι ευνοϊκά προσκείμενοι προς τον πολυθεϊσμό ερευνητές
και ιστορικοί έχουν μια μόνιμη τάση να ωραιοποιούν, να εξωραΐζουν οτιδήποτε
είναι αρχαίο, κάτι πού είναι τροχοπέδη για μια τίμια και αντικειμενική μελέτη.
Τελικά είτε έτσι είτε αλλιώς, ή εικόνα για την Ελληνική θρησκεία, κυρίως από
τους πρώτους και πολύ λιγότερο από τους δεύτερους, έχει παραμορφωθεί. Όπως και
να έχει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, επικράτησε ή άποψη ότι ή θρησκεία του
δωδεκαθέου ήταν ή κυρίαρχη θρησκευτική λατρεία στην αρχαία Ελλάδα. Το σωστό θα
ήταν όμως να πούμε ότι το δωδεκάθεο σαν επίσημη θρησκευτική λατρευτική
παράδοση των αρχαίων Ελλήνων κυριαρχούσε στα εξωτερικά λατρευτικά δόγματα. Η
ανάγκη όμως για κάλυψη της βαθιάς ανθρώπινης ψυχικής εσωτερικότητας ερχόταν
κυρίως από τις «συμπληρωματικές» λατρείες, όπως ήταν π.χ. (τουλάχιστον μετά
τον 6ο π.Χ. αιώνα) Ο Όρφικοδιονυσιασμός, η θεουργία αλλά και η Μαγεία. Αυτές οι
«συμπληρωματικές» λατρείες των αρχαίων στην ουσία εξέφραζαν και κατά κάποιο
τρόπο κάλυπταν τις ανάγκες των λιγότερο προνομιούχων λαϊκών μαζών, όπως και
διάφορων περιθωριακών ομάδων, καθώς και των γυναικών. Όλοι μαζί αποτελούσαν
και τότε την συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού.
Οι Δαίμονες είχαν την τάση να βοηθούν
τους πιο αδύναμους και τους λιγότερο προνομιούχους, μια πού από ό,τι φαίνεται
και αυτοί όπως και οι θεοί αντλούν την δύναμη τους με κάποιο μεταφυσικό τρόπο
από το συλλογικό ή φυλετικό ασυνείδητο. Για να είναι ισχυροί, χρειάζονται μια
κρίσιμη «ποσότητα» δύναμης, πού την παίρνουν από τις συντονισμένες μέσω της
πίστης ψυχές των πιστών τους.
Ίσως να μην είναι καθόλου συμπτωματικό ότι άπα το
μητροκεντρικό ιερατείο της Ελευσίνας και το σεβαστό γένος των Ιεροφαντών
Ευμολπιδών κατάγεται ο Κλεισθένης, ο θεμελιωτής της δημοκρατίας στην Αθήνα,
πού μ' όλες τις αδυναμίες της είναι πολύ κοντά σε ό,τι καλύτερο μπορούσαν να
δημιουργήσουν από πολίτευμα οι Έλληνες την εποχή εκείνη. Παρ' όλη την
κρυπτοελιτίστικη δομή της ή κοινωνία της αρχαίας Ελληνικής Δημοκρατίας έδινε
πολύ περισσότερες ευκαιρίες στους πολίτες από οποιοδήποτε άλλο σύστημα με
εξαίρεση κάποιες πλευρές του συστήματος της Σπάρτης, όπου εκεί ειδικά οι
γυναίκες απολάμβαναν σίγουρα μεγαλύτερη ελευθερία από τις Αθηναίες. Όμως και
στην Σπάρτη οι συμπιεσμένες από τα βαριά καθήκοντα ψυχές των ανθρώπων εύρισκαν
διέξοδο, όπως και σε όλη την Ελλάδα, στις συμπληρωματικές δαιμονοκεντρικές λατρείες.
Το γεγονός ότι υπάρχει μια παράδοση σχετικά με το όνομα Λακεδαίμων και
Λακεδαιμόνια, ότι δηλαδή Λακεδαίμων είναι ο Λάκων Δαίμων, η οποία μπορεί να μην
είναι απλά μια παραετυμολογική ερμηνεία, αλλά μια βαθύτερη εκδήλωση του συλλογικού
ασυνειδήτου των Λακώνων, ίσως δείχνει πώς μπορεί ή ελληνική λαϊκή ψυχή να
εκφράζει βαθιές μνήμες μέσω της λεξιπλασίας.
Οι Δαίμονες λοιπόν ξεκίνησαν να αγκαλιάζουν τους ανθρώπους
σαν θεοί και αυτή την θεία και αγαθή τους υπόσταση την κράτησαν μέχρι τους
Ελληνιστικούς χρόνους. Οι Δαίμονες είχαν την τάση να βοηθούν τους πιο αδύναμους
και τους λιγότερο προνομιούχους, μια πού από ό,τι φαίνεται και αυτοί όπως και
οι θεοί αντλούν την δύναμη τους με κάποιο μεταφυσικό τρόπο από το συλλογικό ή
φυλετικό ασυνείδητο. Για να είναι ισχυροί, χρειάζονται μια κρίσιμη «ποσότητα»
δύναμης, πού την παίρνουν από τις συντονισμένες μέσω της πίστης ψυχές των
πιστών τους. Όσο πιο ισχυρή είναι η καταπίεση στους «κάτω» της κοινωνίας, τόσο
πιο δυνατή γίνεται η πίστη τους στους Δαίμονες. Ταυτόχρονα όσο πιο φορτισμένο
είναι το ασυνείδητο των «κάτω», όσο πιο έντονες οι επικλήσεις τους, τόσο πιο
ισχυροί και δυνατοί γίνονται οι προστάτες τους, Δαίμονες και θεοί τους. Αν
κάποιοι νομίζουν ότι οι πιστοί εμπρός στο τείχος των δακρύων, στην Μέκκα, στον
Γάγγη ποταμό ή στην Παναγία της Τήνου είναι απλώς ένα γραφικά φαινόμενο κάνουν
κατά την γνώμη μου μεγάλο λάθος.
Ο Ανατόλ Φρανς λέει σχετικά με αυτό: «Οι αθάνατοι
οφείλουν περισσότερα από όσο νομίζετε σε αυτούς πού τους λατρεύουν. Τους
οφείλουν την ζωή. Οι θεοί παίρνουν την τροφή τους από τους ανθρώπους.
Τρέφονται από τον καπνό πού ανεβαίνει από το αίμα των θυσιών τους. Ξέρετε ότι
αυτό σημαίνει πώς η ουσία τους αποτελείται από όλες τις σκέψεις και από όλα τα
αισθήματα των ανθρώπων. Οι σπονδές των αγαθών ανθρώπων τρέφουν τους αγαθούς θεούς.
Οι μαύρες θυσίες της άγνοιας και του μίσους παχαίνουν τους αγροίκους θεούς»
Όσοι γνωρίζουν τι μπορεί να σημαίνει υλοποιήσεις ανωτέρων
οντοτήτων, κατανοούν το πόσο σημαντικές είναι οι δυνατές οσμές πού κυρίως
αναδύονται από τις θυσίες, όπως και οι συντονισμένες εκστασιασμένες ψυχές των
πιστών, για την ολοκλήρωση των υλοποιήσεων. Η ανάγκη του καταπιεσμένου
πληθυσμού να νοιώσει την παρουσία μιας θείας οντότητας πού θα τον βοηθήσει να
αποσπασθεί από την μιζέρια του, έστω και για λίγο, μετατρέπεται σε μια φοβερή
δύναμη επίκλησης προς τα ανώτερα οντά που ρουφούν με ευχαρίστηση αυτό το
ψυχικό δυναμικό.
Φαίνεται λοιπόν να 'χει πολύ δίκιο ο Νίτσε, όταν στο
έργο του «Ή Γέννηση της Τραγωδίας» περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο αυτόν τον
ανταγωνισμό των δυνάμεων της εξουσιαστικής κάστας από την μία, πού εκφράζεται
με την επίσημη θρησκεία και τον Ολύμπιο-Απολλώνιο τρόπο, και από την άλλη
αυτής των καταπιεσμένων και περιθωριοποιημένων, πού εκφράζονται με τις γήινες
(χθόνιες) θεότητες και κυρίως με τον Διόνυσο. Όμως και ο Βάλτερ Μπάρκερτ στα
βιβλίο του «Αρχαία Ελληνική θρησκεία» αφιερώνει ειδικά κεφάλαιο για τους «άνω»
θεούς του ουρανού και τους «κάτω», χθόνιους θεούς του κόσμου των νεκρών, των
νεκρών πού μπορούμε να τους δούμε, σε ένα συμβολικό επίπεδο, και σαν άψυχους
ανθρώπους, εξ αιτίας της έλλειψης πρόσβασης στις ομορφιές και στην ανάσα της
ζωής. Οι ουράνιοι και χθόνιοι θεοί και για τον Μπάρκερτ, πού υιοθετεί κατά
κάποιο τρόπο τις σχετικές με αυτό το θέμα απόψεις του Νίτσε, αφήνουν το στίγμα
τους πάνω στις κοινωνικο-θρησκευτικο-πολιτικές δραστηριότητες των ανθρώπων, με
την εξουσία να εκφράζει με τους άνω ουράνιους θεούς την δύναμη των ισχυρών και
τους κάτω χθόνιους θεούς και δαίμονες να γίνονται ενσαρκώσεις του πόθου των μη
προνομιούχων για δικαίωμα συμμετοχής σε μια αξιοπρεπή ζωή. Δεν είναι
συμπτωματικό ότι ο Διόνυσος σαν δαίμων Ίακχος, συνοδός της Δήμητρας, κυριαρχεί
στην μητροκεντρική λατρεία της Ελευσίνας, πού έχει άμεση σχέση και με τον κάτω
κόσμο, αλλά και με τα εσώψυχα του Ελληνικού λαού, καθώς επίσης και με την
Δημοκρατία, όπως θα δούμε πιο κάτω. Ούτε είναι συμπτωματικά ότι ο Διόνυσος
ταυτίζεται σε αρκετές περιπτώσεις στην Ελληνική Μυθολογία με τον Πλούτωνα, τον
άρχοντα του κάτω κόσμου. Ο Κερένυι στην «Μυθολογία» του μας μεταφέρει
τις απόψεις των αρχαίων ελλήνων συγγραφέων περί Διονύσου και Κάτω Κόσμου. «Ο
Διόνυσος εθεωρείτο ο κύριος του υπό της γης κόσμου. Άδης και Διόνυσος
ταυτίζονται». Βαθυστόχαστες αναλύσεις πάνω σ' αυτό το θέμα κάνει και ο
Έλληνας θεολόγος Μέγας Φαράντος στο βιβλίο του «Η φιλοσοφία του Άνω και
Κάτω - Η Δύναμης και οι μεταμορφώσεις της».
Όσοι γνωρίζουν τι μπορεί να
σημαίνει υλοποιήσεις ανωτέρων οντοτήτων, κατανοούν το πόσο σημαντικές είναι οι δυνατές
οσμές που κυρίως αναδύονται από τις θυσίες, όπως και οι συντονισμένες
εκστασιασμένες ψυχές των πιστών, για την ολοκλήρωση των υλοποιήσεων.
Απολογητής: Άλλες φορές ο
νέο-Εθνισμός διδάσκει υλισμό, άλλες φορές διδάσκει ανώτερα «δαιμόνια», άλλες
φορές σκέψη και άλλες φορές «πίστη». Αυτός και αν είναι νέο-ελληνικός
νέο-εποχίτικος «αχταρμάς». Μέγιστη προσοχή απαιτείται ως προς τις επιδιώξεις
τέτοιων άρθρων.
Ας δούμε όμως τι έχει να μας πει ο Μπάρκετ:
«Η ιδιαιτερότητα του ελληνικού πολιτισμού έγκειται στον
ριζικό και αποτελεσματικό τρόπο, με τον όποιο διαμορφώνεται η αντίθεση μεταξύ
της επικράτειας των θεών και της επικράτειας των νεκρών. Οι θεοί είναι
αθάνατοι, το επίθετο γίνεται ορισμός. Οι άνθρωποι αντιθέτως ως θνητοί, βροτοί,
είναι προορισμένοι να πεθάνουν... Αυτή η αντίθεση σαφώς έγινε έντονη και
ολοκληρώθηκε κατά τους Ιστορικούς χρόνους, σ' αυτό έπαιξε ρόλο η αρχόμενη
συνειδητή θεολογία. Στην λογοτεχνία η αντίθεση μεταξύ των «άνω» και των «κάτω»
θεών εμφανίζεται με σαφή τρόπο στα δράματα του Αισχύλου, ενώ με πολύ μεγάλη
συνέπεια προσπαθεί αργότερα να την εφαρμόσει ο Πλάτων με τους Νόμους του... Η
αντίθεση του Ολυμπίου και του χθονίου στοιχείου δημιουργεί μια πολικότητα,
κατά την οποία το ένα δεν μπορεί να ύπαρξη χωρίς το άλλο και κάθε φορά αποκτά
το πλήρες νόημα του από το άλλο. Στην Κόρινθο συνυπάρχουν αγάλματα του «Διός»
(απλά), του «Διός Χθονίου» και του «Διός Ύψιστου», δεν υπάρχει ανατολή του
ηλίου, αν δεν έχει προηγηθεί Νύκτα. Κατά τον ίδιο τρόπο ή χθόνια και ή ολύμπια
τελετουργία είναι συνεχώς αλληλένδετες».
Συνεχίζει όμως και αλλού ο Μπάρκερτ, τονίζοντας αυτήν
την φορά και την πολιτικοκοινωνική πλευρά του θρησκευτικού φαινομένου και
ιδιαίτερα του Απολλώνιου (Ολύμπιου) και Διονυσιακού, στηριζόμενος αρκετά σε
θέσεις του Νίτσε. Γράφει:
«Το πώς ακριβώς τα δύο στοιχεία, το «Απολλώνιο» και το
«Διονυσιακό», συμβαδίζουν, όπως οι πόλοι μιας αντιθέσεως, είναι ζήτημα της
ψυχολογίας του πολιτισμού, το οποίο έθεσε με εμπνευσμένο και πεισματικό τρόπο
ο Φρείντριχ Νίτσε... Σ' αυτήν την αντίθεση ο Νίτσε πίστεψε ότι ανακάλυψε
τρόπον τινά το κλειδί της ιστορίας του ελληνικού πνεύματος και της ουσίας της
τέχνης. Αυτά τα σύμβολα (Απόλλων-Διόνυσος) απέκτησαν την δική τους ιδιαίτερη
σημαία και την δική τους ιδιαίτερη ζωή και έτσι σχεδόν ανεξαρτητοποιήθηκαν από
την προέλευση τους, από την ελληνική θρησκεία... Κατά τον 4ο π.Χ, αιώνα
ισχυρίζονταν ότι ο Διόνυσος είχε ταφή στον ναό του Απόλλωνος στους Δελφούς,
δίπλα στον ιερό τρίποδα και τον ομφαλό. Εδώ φαίνεται ότι ο Διόνυσος έγινε ο
σκοτεινός, «χθόνιος» πόλος του Απόλλωνος. Από την άποψη της ιστορίας της θρησκείας
πρέπει αυτήν την συνύπαρξη να την αποδώσουμε σε ενέργεια του ιερατείου των
Δελφών, το οποίο κατά την αρχαϊκή εποχή αποδέχθηκε το Διονυσιακό κίνημα, το
νομιμοποίησε και ταυτοχρόνως το περιόρισε».
Ειδικά στα τελευταία λόγια του Μπάρκερτ διακρίνουμε τις
σαφέστατες αιχμές του για τις κοινωνικοπολιτικές διαστάσεις του
Απολλώνιου-Διονυσιακού θρησκευτικού φαινομένου. Πρέπει να κατανοήσουμε ότι
μεταξύ των αθανάτων θεών πού έχουν απέναντι τους οι τρομαγμένοι και ταλαιπωρημένοι
από τον χάρο θνητοί άνθρωποι, επιτέλους εμφανίζεται ένας θεός πού μπαίνει και
αυτός στην ίδια ανθρώπινη αγωνία, του να ζήση και να πεθάνει και μέσα από μία
υπέρβαση να αναστηθεί. Αυτός ο θεός είναι ο Διόνυσος, ο θεός της θυσίας, ο
θνήσκων, όπως και οί άνθρωποι, θεός. Ένας τέτοιος θεός πού καταδέχεται να ζήση
και να υποφέρει ότι και οι άνθρωποι δεν μπορεί παρά να είναι ο πολυαγαπημένος
θεός των ανθρώπων. Γι αυτό και οι δαίμονες πού περιτριγυρίζουν τον Διόνυσο, οι
Πάνες, οι Έρωτες, οι Σάτυροι και οι Σιληνοί είναι κατ' εξοχήν δαίμονες της
ευθυμίας, του έρωτα και του κεφιού, πού μεθούν με την χαρά της ζωής τους
ανθρώπους, για να ξεχνούν τον θάνατο. Οι θεοί πού δεν σκέπτονται τον θάνατο
των δημιουργημάτων τους είναι σκληροί θεοί. Οι δαίμονες, αν και ανώτερα όντα,
σαν «ενδιάμεσοι» μεταξύ θεών και ανθρώπων βρίσκονται σίγουρα συχνότερα κοντά
στις επιθυμίες, τους καημούς και τις προσδοκίες των πιστών και κατανοούν τα
ανθρώπινα πάθη, από την άλλη φυσικά έχουν και αυτοί τις ιεραρχίες τους.
Ο Ευσέβιος στην «Ευαγγελική προπαρασκευή» του
χωρίζει τον κόσμο σε τέσσερις κατηγορίες ανωτέρων όντων. Σε θεούς, Δαίμονες,
Ήρωες και Ψυχές. «Η υποσελήνια σφαίρα είναι η περιοχή των Δαιμόνων». Ίσως να
μην είναι καθόλου τυχαίος ο θρύλος πού κυκλοφορούσε στην αρχαιότητα και πού
ήθελε τον μέγα μύστη των εσωτερικών παραδόσεων Πυθαγόρα μεταξύ των άλλων να
είναι Δαίμων της Σελήνης.
Όμως και ο Σωκράτης έχει πράγματα να μας πει πάνω σε
αυτό:
«Στις περιοχές του κόσμου κρατούν τα κλειδιά οι θυγατέρες
της Ανάγκης, στον πρώτο ή Άτροπος, στον δεύτερο η Κλώθω, σε εκείνον στην
περιοχή της σελήνης η Λάχεσις και γύρω απ' αυτήν γίνεται η καμπή της γένεσης.
Τα άλλα νησιά κατέχουν θεοί, ενώ η σελήνη, πού ανήκει στους γήινους δαίμονες,
αποφεύγει την Στύγα, περνώντας ελαφρώς από πάνω της. Όταν η Στύγα πλησιάζει,
οι ψυχές φωνάζουν από τον τρόμο τους, διότι ο Άδης αρπάζει πολλές που γλιστρούν,
ενώ άλλες τραβάει από κάτω προς τα πάνω η σελήνη, καθώς την πλησιάζουν
κολυμπώντας, σε όσες το τέλος της γένεσης συνέπεσε την κατάλληλη στιγμή, έκτος
βέβαια απ' όσες είναι μιαρές και ακάθαρτες. Αυτές (η σελήνη), με αστραπές και
φοβερά μουγκρητά, δεν αφήνει να πλησιάσουν, οπότε, θρηνώντας για τη μοίρα τους
και απογοητευμένες, φέρονται προς τα κάτω πάλι και προχωρούν σε άλλη γένεση».
Αυτά περιγράφει ο Σωκράτης, αλλά για την ηγετική θέση της
δημοκρατούμενης Σελήνης πάνω στα γήινα πράγματα μας μιλά μεταξύ των άλλων σοφών
και ο αυτοκράτορας Ιουλιανός. Ας δούμε όμως τι έχει να μας πει ακόμη ο Εύσέβιος:
«Οι θεοί γενικά ελέγχουν τους Δαίμονες, όμως υπάρχουν επωδές με τις όποιες ένας
ανώνυμος Δαίμονας μπορεί να χρησιμοποιηθώ, για να απειλήσει τους θεούς».
Μεταξύ των αθανάτων θεών που
έχουν απέναντί τους οι τρομαγμένοι και ταλαιπωρημένοι από τον χάρο θνητοί
άνθρωποι, επιτέλους εμφανίζεται ένας θεός που μπαίνει και αυτός στην ίδια
ανθρώπινη αγωνία, του να ζήση και να πεθάνει και μέσα από μια υπέρβαση να
αναστηθεί. Αυτός ο θεός είναι ο Διόνυσος, ο θεός της θυσίας, ο θνήσκων, όπως
και οι άνθρωποι, θεός. Ένας τέτοιος θεός που καταδέχεται να ζήσει και να
υποφέρει ότι και οι άνθρωποι δεν μπορεί παρά να είναι ο πολυαγαπημένος θεός των
ανθρώπων.
Αυτή ή διαμάχη των άνω και κάτω δυνάμεων, όπως και για το
πώς μπορούν να απειληθούν ακόμα και θεοί από τους δαίμονες, περιγράφεται με
εντυπωσιακό τρόπο από τον Λατίνο συγγραφέα Λουκανό, ό όποιος γράφει για
τα δρώμενα των μαγισσών της Θεσσαλίας:
«Επιπλέον η γη της Θεσσαλίας παράγει δηλητηριώδη βότανα
στα βουνά, και τα βράχια το καταλαβαίνουν όταν οι μάγοι τραγουδούν τα θανατερά
τραγούδια τους. Πολλά φυτά, πού μπορούν να εξαναγκάσουν τους θεούς, φυτρώνουν
εκεί, και η γυναίκα πού ήρθε από την Κολχίδα (ή Μήδεια) μάζεψε στη Θεσσαλία
πολλά βότανα πού δεν είχε φέρει μαζί της. Οι ασεβείς μαγικές επωδές μιας
φρικτής ράτσας τραβούν την προσοχή των θεών, πού κάνουν τον κουφό απέναντι σε
τόσα έθνη, σε τόσους λαούς. Η φωνή της μάγισσας φτάνει στις απομακρυσμένες περιοχές
του στερεώματος και λέει εξαναγκαστικά λόγια ακόμη και σε μια διστακτική
θεότητα, μια θεότητα πού δεν νοιάζεται τόσο για τον ουρανό και το περιστρεφόμενο
στερέωμα. Μια θεσσαλή μάγισσα μπορεί να φτάσει με την απεχθή φλυαρία της στα
άστρα και εκεί μπορεί να απομακρύνει τους θεούς από κάθε βωμό έκτος από τον
δικό της, ακόμη κι αν άνοιγαν όλους τους ναούς των αρχαίων μάγων τους ή
περσική Βαβυλώνα και η γεμάτη μυστήριο Μέμφις. Μέσω του τραγουδιού μιας
θεσσαλής μάγισσας, ένας έρωτας πού δεν τον θέλει η μοίρα μπαίνει σε μια
αναίσθητη καρδιά, και αυστηροί γέροντες φλέγονται από απαγορευμένα πάθη. Γιατί
οι θεοί μπαίνουν στον κόπο να υπακούουν σ' αυτά τα ξόρκια; Γιατί φοβούνται να
τα αγνοήσουν; Ποια αμοιβαία συμφωνία ασκεί πίεση στους θεούς; Πρέπει να
υπακούουν ή ευχαριστιούνται να υπακούουν; Προκαλείται αύτη ή υποταγή οπό
κάποια σκοτεινή θρησκεία ή την επιβάλλουν οι μάγισσες με σιωπηλές απειλές;
Έχουν δύναμη πάνω σ' όλους τους θεούς οι μάγισσες ή είναι αποτελεσματικές οι
επωδές τους μόνο σε κάποιον μεμονωμένο θεό;».
Είναι σαφές ότι ο κόσμος των «κάτω» κυριαρχείται από τις
δυνάμεις των δαιμόνων, με τους οποίους σε άμεση επαφή βρίσκονται οι βαθιά
μυημένες ιατροφιλόσοφοι, ιατροφαρμακεύτριες μάγισσες.
Κάποιοι κατώτεροι δαίμονες παρουσιάζονται πολλές
φορές πολύ πιο εντυπωσιακοί απ’ ό,τι είναι στην πραγματικότητα. Άπλες
ταραγμένες και ανήσυχες ψυχές νεκρών πού δεν έχουν ησυχάσει, μπορούν να
εμφανισθούν σαν «ανώτερες θείες οντότητες». Αυτό όμως μπορεί να ανιχνευθεί από
έμπειρους θεουργούς ή μάγους. ο Ευνάπιος γράφει για ένα Αιγύπτιο μάγο, ο όποιος
έλεγε ότι καλούσε τον Απόλλωνα, τον ξεσκέπασε όμως ο Ιάμβλιχος αποδεικνύοντας
ότι ο δήθεν Απόλλων δεν ήταν παρά το φάντασμα ένας μονομάχου, θα πείτε, και
αυτά λίγο είναι; Όπως και να‘χει, άλλο πράγμα είναι η υλοποίηση ενός θεού. Μια
τέτοια άκρως εντυπωσιακή περίπτωση επίκλησης και υλοποίησης θεού
πού έγινε από τον μεγάλο φιλόσοφο Πλωτίνο μας περιγράφει ο Πορφύριος.
Και εδώ καλό θα είναι να προσέξουμε αυτό το συμβάν, για να κατανοήσουμε ότι τα
πράγματα αυτά μπορεί να είναι πολύ πιο σοβαρά από όσο θέλουμε να νομίζουμε ότι
είναι.
Ο Πορφύριος γράφει:
«Ἕνας Αἰγύπτιος
ἱερεύς, ἐλθὼν εἰς τὴν ‘Ρώμην, ἔκαμε
τὴν γνωριμίαν του (μὲ τὸν Πλωτῖνο) τῇ
παρεμβάσει ἑνὸς φίλου του. Ὀ ἱερεὺς οὖτος,
διὰ νὰ ἐπιδείξῃ τήν σοφίαν του, ἠθέλησεν,
ὃπως ὁ Πλωτῖνος παραστῇ εἰς τὴν θέαν
τοῦ δαίμονος ποὺ τὸν ἐπροστάτευε, τὸν
ὁποῖον καὶ ἐπεκαλέσθη. Ὁ Πλωτῖνος ἐδέχθη
καὶ ἡ ἐπίκλησις ἐγένετο εἰς τὸ Ἰσεῖον
(Ναὸς τῆς Ἲσιδος), διότι μόνον τὸν τόπον
τοῦτον εὖρεν ἐν‘Ρώμῃ καθαρόν. Πράγματι
ἐκλήθη ὁ δαίμων, ἂλλ’ ἐνεφανίσθη ἒνας
θεός, μὴ ἀνήκων εἰς τὸ γένος τῶν
δαιμόνων. Τότε ὁ Αἰγύπτιος ἰερεὺς ἠνεφώνησεν:
”Εἶσαι μακάριος, διότι ἒχεις προστάτην θεὸν
καὶ ὃχι κατώτερα ὄντα” Δὲν ἡδυνήθησαν
ν’ ἀπευθύνουν ἐρωτήματα πρὸς τὸν δαίμονα,
οὒτε νὰ τὸν κρατήσουν ἐπὶ μακρὸν θεατὸν
είς τοὺς ὀφθαλμούς των, διότι ἓνας τῶν φίλων
τοῦ Πλωτίνου, ὃστις παρευρέθη εἰς τὴν σκηνῆν
καὶ εἰς τὸν ὁποῖον εἶχον ἐμπιστευθῆ
τὰ πτηνὰ ποὺ τὰ ἐκράτει εἰς τὰς
χείρας του, τὰ ἒπνιξεν ἐκ φόβου. Ὂθεν ὁ
Πλωτῖνος ἐπροστατεύετο ἀπὸ ἓναν δαίμονα
συγγενεύοντα μὲ τοὺς θεούς, διαρκῶς δὲ κατηύθυνε
πρὸς αὐτὸν τὸ θεῖον του ὂμμα. Διὰ τοῦτο
ἒγραψε καὶ βιβλίον, ”Περὶ τοῦ δαίμονος, ὁ
ὁποῖος μᾶς ἐμοιράσθη διὰ κλήρου”, ὃπου
ζητεῖ νά ἐκθέσῃ τοὺς λόγους τῆς
διαφορᾶς μεταξῦ τῶν ὄντων, τῶν προστατευόντων
τόν ἂνθρωπον»
Απολογητής:
Μια μεταφυσική εμφάνιση της Ίσιδας στην σύγχρονη Ελλάδα και λεπτομέρειες σε βίντεο
μπορεί να βρει ο αναγνώστης στην σελίδα με τα περίεργα της αρχαίας
Ελλάδας και των Αιρετικών.
Το πόσο σημαντική είναι αυτή η περιγραφή γίνεται κατανοητό,
αν σκεφθούμε εκτός από την αξία του Πλωτίνου και του Πορφυρίου πού θεωρούνται
από τους πιο σημαντικούς ανθρώπους όλων των εποχών, το γεγονός ότι ένας από
τους φίλους του Πλωτίνου έπνιξε από τον φόβο του τα περιστέρια της θυσίας, κατά
την γνώμη μου είναι από τις πιο σοβαρές περιπτώσεις υλοποίησης και τις πιο
ακριβείς περιγραφές πάνω σε τέτοιου είδους φαινόμενα. Ο θεμελιωτής της
ατομικής θεωρίας, ο υλιστής φιλόσοφος Δημόκριτος, ο μυημένος στα μυστήρια της
Φύσης άπα τον Πέρση Μάγο Οσθάνη, στα έργα του κάνει συχνά αναφορές στην φύση
των δαιμόνων. Ο Δημόκριτος φαντάζεται τα πύρινα αυτά όντα, τους Δαίμονες, σαν
ένα είδος τεράστιων ειδώλων (εικόνες, Ομοιώματα) και τοποθετεί την κατοικία
τους στον αέρα. Όπως όλα τα άλλα δημιουργήματα της ύλης, έτσι και οι Δαίμονες
είναι κατά τον Δημόκριτο όντα φθαρτά και όχι άφθαρτα ή σύμφωνα με την ορολογία
του, είναι όντα δύσφθαρτα, ζουν δηλαδή περισσότερο από τους ανθρώπους κι απ΄
όλα τα άλλα έμβια όντα, αλλά τελικά πεθαίνουν, υπακούοντας κι αυτά στον νόμο
πού διέπει όλους τους σύνθετους σχηματισμούς της κινούμενης ύλης (τις ποικιλόμορφες
ενώσεις των ατόμων της ύλης), σύμφωνα με τον όποιο κάθε δημιούργημα της ύλης
αργά ή γρήγορα καταστρέφεται και μετατρέπεται σε άλλο δημιούργημα της ύλης ή
αποσυντίθεται στα πρωταρχικά συστατικά του στοιχεία (άτομα και κενό). Ο Πλούταρχος
έχει και αυτός πολλά σημαντικά να μας πει γι' αυτό το θέμα. Γράφει:
«Όσον άφορα λοιπόν τις μυστηριακές τελετές, μέσα στις
όποιες μπορεί να βρει κανείς τα πιο τρανά σημάδια πού φανερώνουν και αφήνουν να
διαφαίνεται η αλήθεια σχετικά με τους δαίμονες, "από ευλάβεια ας μη
μιλήσω", όπως λέει και ο Ηρόδοτος. Προσωπικά όμως έχω την εντύπωση πώς
περισσότερα και μεγαλύτερα προβλήματα έλυσαν εκείνοι πού εντόπισαν το γένος των
δαιμόνων, το μεταξύ θεών και ανθρώπων, πού συνδέει κατά κάποιο τρόπο και
ενοποιεί την κοινωνία μας. Στους Έλληνες, ο Όμηρος φαίνεται να χρησιμοποιεί
ακόμη από κοινού και τα δύο ονόματα και υπάρχουν περιπτώσεις, όπου αποκαλεί
τους θεούς δαίμονες. Ο Ησίοδος είναι ο πρώτος πού ξεκάθαρα προσδιόρισε τέσσερα
γένη των πλασμάτων με «λογικό»: τους θεούς, έπειτα τους δαίμονες, στην συνέχεια
τους ήρωες, τελευταίους τους ανθρώπους και, με βάση την διάκριση τούτη,
φαίνεται να δέχεται την μεταβολή του χρυσού γένους σε δαίμονες πολλούς και
αγαθούς, ενώ οι ημίθεοι πέρασαν στην κατηγορία των ηρώων. Άλλοι πάλι δέχονται
όμοια μεταβολή στα σώματα και στις ψυχές. Πράγματι, όπως ακριβώς βλέπει κανείς
από γη να προκύπτει νερό, από νερό αέρας, από αέρα φωτιά, εφόσον ή ουσία
φέρεται προς τα πάνω, έτσι και οι καλύτερες ψυχές μεταβάλλονται από ανθρώπους
σε ήρωες και από ήρωες σε δαίμονες, από δαίμονες πάλι, λίγες μόνο, σε μεγάλο
χρονικό διάστημα, αφού καθαρίστηκαν εντελώς μέσω της αρετής, μπόρεσαν να
συμμετάσχουν στην θεϊκή φύση. Με μερικές ψυχές όμως συμβαίνει να μην
κυριαρχούν πάνω στον εαυτό τους, να υποβιβάζονται, να περιβάλλονται πάλι με
σώματα θνητά και να ζουν ζωή αχνή σαν αναθυμίαση και χωρίς λάμψη...»
Ο Ησίοδος θεωρεί πώς και οι δαίμονες πεθαίνουν μετά από
συγκεκριμένα γυρίσματα του χρόνου. Το άθροισμα των χρόνων πού ζουν οι
δαίμονες είναι εννιά χιλιάδες επτακόσια είκοσι χρόνια, μικρότερο απ’ αυτό πού
πιστεύουν οι περισσότεροι μαθηματικοί, μεγαλύτερο όμως απ’ αυτό πού έχει
αναφέρει ο Πίνδαρος, λέγοντας πώς οι νύμφες ζουν και τους έχει λάχει τέρμα ζωής
'ίδιο με των δέντρων. Είτε περισσότερος είτε λιγότερος είναι ο χρόνος, είτε
τακτό είτε όχι το χρονικό διάστημα πού αλλάζει τρόπο ζωής ή ψυχή του δαίμονος ή
του ήρωα, θα έχει αποδειχθεί αυτό πού θέλει με μαρτυρίες ξεκάθαρες και παλιές,
το ότι δηλαδή ορισμένες φύσεις βρίσκονται στη μεθόριο περιοχή μεταξύ θεών και
ανθρώπων, υπόκεινται στα πάθη των θνητών και υφίστανται τις μεταβολές πού
προκαλεί η ανάγκη, τους οποίους σωστό είναι, σύμφωνα με την πατροπαράδοτη
συνήθεια, θεωρώντας τους και αποκαλώντας τους δαίμονες, να τους δείχνουμε
σεβασμό. «Από ευλάβεια ας μην μιλήσω», μας λέει λοιπόν ο Πλούταρχος και μας
περιγράφει όλα αυτά τα εντυπωσιακά πράγματα. Φανταστείτε να αποφάσιζε να
μιλήσει κιόλας γι' αυτά πού δεν πρέπει να μιλήσει.
Θα πρέπει να θυμηθούμε ότι ο Πλούταρχος ήταν μέγας μύστης
μυημένος στα πιο βαθιά μυστήρια του Διονύσου και για πάρα πολλά χρόνια
αρχιερέας των Δελφών, όπως επίσης και πολυγραφότατος πνευματικός άνθρωπος.
Όμως μια άλλη βαθιά μυημένη, η Ιέρεια Διοτίμα, μας λέει δια
στόματος Σωκράτη τα παρακάτω πολύ ενδιαφέροντα για τους δαίμονες:
«Αλλά τότε», είπα, «τι να είναι ο Έρως; θνητός;» «Κάθε
άλλο». «Μα τότε τι;» «Όπως και τα προηγούμενα παραδείγματα», είπε, «κάτι μεταξύ
θνητού και αθανάτου». «Δηλαδή, Διοτίμα, τι;» «Δαίμων μέγας, Σωκράτη. Άλλωστε
κάθε τι δαιμονικό ευρίσκεται μεταξύ θεού και θνητού». «Και ποία είναι», είπα
εγώ, «η δράσης του;» «Να μεταφράζει και να μεταβιβάζει εις τους θεούς τα
προερχόμενα εκ των ανθρώπων και εις τους ανθρώπους τα εκ των θεών, εκείνων μεν
τις προσευχές και τις θυσίες, τούτων δε τις προσταγές και τις ανταποδόσεις. Εις
το μέσον δε και των δύο, όπως ευρίσκεται, γεμίζει το κενόν, ώστε το σύμπαν να
έχει συνοχή εσωτερική. Δια μέσου τούτου προβαίνει εις το έργον της και η
μαντική ολόκληρος και των ιερέων η τέχνη η σχετική με τις θυσίες και τις
μυσταγωγίες και τις επωδές, και γενικώς με την μαγεία και την γοητεία. Το θείον
με τους ανθρώπους δεν έρχεται εις άμεσο συγχρωτισμό, αλλά δια της μεσολαβήσεως
τούτου συντελείται οιαδήποτε επικοινωνία και συνομιλία θεών και ανθρώπων, είτε
κατά την εγρήγορση είτε εις τον ύπνο τους. Όστις εις αυτά τα ζητήματα είναι
έμπειρος, είναι ένας άνθρωπος δαιμόνιος. Ενώ όστις είναι εις άλλα πράγματα
σοφός, εις επιστήμη π.χ. ή χειρωνακτική εργασία, είναι ένας βάναυσος. Οι
δαίμονες λοιπόν αυτοί είναι πολυάριθμοι και διαφόρων ειδών, ένας εξ αυτών είναι
και ο Έρως». Αυτά πληροφορούμαστε για τους δαίμονες από το Συμπόσιο του
Πλάτωνα.
Περί της φύσεως των δαιμόνων πολλά σημαντικά έχει να μας πει
και ο Μπάρκερτ.
«Οι θεοί ήσαν πολύμορφοι και αναρίθμητοι. Και όμως ο
χαρακτηρισμός «θεός» δεν επαρκεί, για να κατανοήσουμε τους «ισχυρότερους».
Παραλλήλως υπάρχει από την εποχή του Όμηρου μια άλλη λέξη, η οποία έκανε
εκπληκτική σταδιοδρομία και μέχρι σήμερα είναι ζωντανή στις ευρωπαϊκές
γλώσσες: Δαίμων, η δαιμονική ύπαρξη. Η έννοια έχει αποδειχθεί τόσο χρήσιμη,
ώστε μέχρι σήμερα δεν είναι δυνατόν να φαντασθούμε την περιγραφή της λαϊκής
πίστεως και των πρωτόγονων θρησκειών χωρίς αυτήν και αν στην θρησκεία γίνεται
αποδεκτή μία εξέλιξη από το κατώτερο στο ανώτερο επίπεδο, πρέπει η πίστη
στους δαίμονες να είναι παλαιότερη από την πίστη στους θεούς. Δαίμων είναι
αδιευκρίνιστη δύναμη, κάτι πού ωθεί τον άνθρωπο, χωρίς να είναι δυνατόν να
κατονομασθεί ο πρωταίτιος. Ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται ότι άλλοτε, σαν να τον
σπρώχνει μια δύναμη, ενεργεί «σὺν δαίμονι», και άλλοτε τα πάντα στρέφονται εναντίον
του, βρίσκεται «απέναντι στον δαίμονα», «προς δαίμονα», ιδίως όταν ένας «θεός»
ευνοεί τον αντίπαλο. Μια ασθένεια μπορεί να περιγραφή ως «μισητός δαίμων» πού
«επιτίθεται» εναντίον του ανθρώπου. Οι θεοί είναι αυτοί πού κατόπιν τον
σώζουν. Κάθε θεός μπορεί να ενεργή σαν δαίμων, άλλα ο θεός δεν αποκαλύπτεται
σε κάθε ενέργεια του. Ο δαίμων είναι η καλυμμένη έκφραση της θεϊκής ενέργειας.
Έτσι ο δαίμων είναι το απαραίτητο συμπλήρωμα της «ομηρικής» αντιλήψεως περί
των θεών ως όντων με ατομικά, προσωπικά χαρακτηριστικά. Σε μια εξαιρετική
περίπτωση ο δαίμων εμφανίζεται στην λατρεία και στην τέχνη: ως «Ἀγαθὸς Δαίμων». Η πρώτη
σπονδή, κατά την οινοποσία γενικώς και στο Ιερό του Διονύσου ιδιαιτέρως,
γινόταν προς τιμήν του και απεικονιζόταν ως ερπετό».
Ο Αγαθός Δαίμονας, σύμφωνα με αναφορές του Αθηναίου, του
Φιλόχορου, του Ευριπίδη άλλα και άλλων συγγραφέων των οποίων έχουμε
αποσπάσματα, ταυτίζεται με τον Διόνυσο. Η συγγένεια δε του Αγαθού Δαίμονος με
τον Δία και Διόνυσο Μειλίχιο, πού και αυτοί με την σειρά τους έχουν άμεση
σχέση με τον θεό του Ελέους, μας φέρνει μέσα από αυτήν την διαδικασία θρησκευτικού
συγκρητισμού μπροστά στην μία αγαθή και ελεήμονα οντότητα, πού είναι ο πυρήνας
όλης της θρησκευτικότητας των «κάτω. Ο αγαθός Δαίμων, η αγαθή Τύχη και ο θείος
Δαίμων, ο θεός του Ελέους, μέσα από τον θεό της θυσίας Διόνυσο και την
Ορφικοδιονυσιακή, όπως και την Ορθόδοξη παράδοση φτάνει μέχρι τις μέρες μας
σαν ο Άγιος πού πάντα ελεεί σαν Άγιος Παντελεήμων ή σαν Παναγιά Ελεούσα.
Και ο Ησίοδος όμως είναι από τους πρώτους πού μας έδωσε
πολλές πληροφορίες για τους Δαίμονες, τους παρεχώρησε επακριβή θέση σαν
«φύλακες» των ανθρώπων, περιγράφοντας παράλληλα μεταξύ των άλλων και μια πολύ
σπουδαία ιδιότητα τους, πού είναι ότι μπορούν να παραμένουν αόρατοι. Γράφει: «Παραμένουν
όμως αόρατοι και μόνο από τις πράξεις τους είναι δυνατόν να αναγνωρισθούν».
Ιδιαίτερη γνώση για τους δαίμονες καυχιόνταν ότι είχαν και
οι Πυθαγόρειοι. Έλεγαν ότι μπορούσαν να τους ακούν και να τους βλέπουν και
απορούσαν πώς δεν συνέβαινε αυτό και με τους άλλους ανθρώπους! Το γνωστό
λίγο-πολύ σε όλους Πυθαγόρειο θεώρημα των Ορθογωνίων τριγώνων μας υπενθυμίζει
έναν άλλο δυνατά νοητικό τρόπο πού χρησιμοποιούσαν οι Πυθαγόρειοι, για να
προσεγγίσουν τους ανώτερους κόσμους και τα θεία όντα. Επίσης η αναγκαιότητα
γνώσης μαθηματικών και γεωμετρίας, για να παρακολούθησης τις διδασκαλίες στην
Πλατωνική Ακαδημία δείχνει ότι και οι Πλατωνικοί ακολουθούσαν το ίδιο
μαθηματικό- νοητικό μονοπάτι.
Ο Ξενοκράτης, ο μαθητής του Πλάτωνα, εύρισκε γεωμετρικές
αντιστοιχίες στον κόσμο των θεών και των δαιμόνων και τις αναλογίες τους στα
τρίγωνα, παραβάλλοντας το ισόπλευρο με το θείο, το σκαληνό με το θνητό και τό
ισοσκελές με το δαιμόνιο στοιχείο, εκ των οποίων το ένα είναι ίσο από κάθε
πλευρά, το άλλο άνισο από κάθε πλευρά, ενώ το τρίτο έχει πλευρές εν μέρει ίσες
και εν μέρει άνισες, όπως ή φύση του δαίμονος διαθέτει και τα πάθη του θνητού
και την δύναμη του θεού.
Ο δαίμων είναι επίσης κάτι σαν την «μοίρα», κάποιο ον το
όποιο σχεδιάζει και δίνει εντολές, χωρίς όμως να είναι ορατό. Άλλωστε είδαμε
ήδη πριν τους δαίμονες να περιγράφονται σαν «αχνοντυμένα όντα», σαν «διαφανή ή
Ομιχλώδη».
Είναι άκρως εντυπωσιακή ή περιγραφή του Πλάτωνα στο έργο του
«΄Ἐπινομίς», για τους
θεούς και τους δαίμονες. Αναφέρει εκεί:
«Όσον αφορά τους θεούς, δηλαδή τον Δία, την Ήρα και όλους
τους άλλους, ο καθένας ας τους τοποθετεί όπου θέλει, σύμφωνα με τον προσωπικό
του νόμο, πού θα μένη σταθερός. Από τους Ορατούς θεούς όμως, τους πιο μεγάλους
και πιο σεβαστούς, πού βλέπουν πάρα πολύ καθαρά παντού, πρέπει να πούμε πρώτα
την φύση των άστρων και όσα πράγματα καταλαβαίνουμε μαζί με τούτα.
Έπειτα, και κάτω από εκείνους, πρέπει να βάλουμε στην σειρά τους
δαίμονες. "Όσον αφορά τώρα το αέριο γένος, πού είναι τρίτο στην σειρά και
βρίσκεται στην μέση ασχολούμενο με το καθήκον της ερμηνείας, πρέπει να το
τιμούμε με προσευχές πολλές ως αναγνώριση της καλής πορείας. Από τα δύο τούτα
ζωντανά, εκείνο πού είναι από τον αιθέρα κι εκείνο πού ακολουθεί και
προέρχεται από τον αέρα, ας πούμε πώς το καθένα είναι διαφανές, αφού, όταν μας
πλησιάζουν και βρίσκονται δίπλα μας, δεν μπορούμε να τα δούμε. Ας πούμε επίσης
πώς έχουν και τα δύο θαυμαστή εξυπνάδα, ανήκουν σε γένος πού μαθαίνει πολύ
εύκολα κι έχει δυνατή μνήμη, γνωρίζουν όλη την σκέψη μας και αγαπούν μοναδικά
όποιον ανάμεσα μας είναι καλός και σωστός, ενώ μισούν τον πολύ κακό, όπως ήδη
συμμετέχουν και στην λύπη».
Αόρατοι λοιπόν και αγαθοί, αν και όχι πάντα. Γενικά είναι
καλό κανείς να διατηρεί μαζί τους φιλικές σχέσεις. Έχουν φθάσει σε μας μέχρι
σήμερα φράσεις των αρχαίων Ελλήνων πού δείχνουν την σχέση τους προς τους
δαίμονες. Φράσεις όπως: «Τον δαίμονα πού με περιβάλλει πάντοτε συνειδητά θα τον
τιμώ, υπηρετώντας τον με τα μέσα πού διαθέτω». Χρησιμοποιούσαν επίσης συχνά
την επίκληση «Ὦ, δαίμων».
Πίστευαν δε ότι ο «μεγάλος νους του Διός κυβερνά τον δαίμονα των ανθρώπων
πού αγαπά». Ό Ηράκλειτος έλεγε: «Ο χαρακτήρας είναι για τον άνθρωπο ο
δαίμων του».
Οι δαίμονες σύμφωνα με τον Ησίοδο είναι οι τιμημένοι
μακάριοι νεκροί του χρυσού γένους των ανθρώπων. Ό δολοφονημένος Ρήσος γίνεται
ένας ανθρωποδαίμων προφήτης. Ο Πλάτων υποστηρίζει ότι οι ηρωικά πεσόντες στον
πόλεμο θα έπρεπε να τιμώνται σαν δαίμονες. Του Πλάτωνα λόγια είναι άλλωστε κι
αυτά στον «Φαίδωνα», όπου αναφέρει:
«Και κατά πώς λέγεται, μόλις πεθάνει κάθε άνθρωπος, Ο
δαίμων του καθενός, αυτό ακριβώς πού του είχε λάχει όσο ζούσε, αναλαμβάνει να
τον μεταφέρει σε έναν τόπο, όπου πρέπει να συγκεντρωθούν όλοι, για να περάσουν
από δίκη και έπειτα να πορευθούν προς τον Άδη, με Οδηγό εκείνον πού έχει ταχθεί
να τους πέραση από 'δώ προς τα εκεί». Αργότερα στην ελληνιστική εποχή, σε
διάφορες επιγραφές ο χαρακτηρισμός των νεκρών ως δαιμόνων γίνεται
συνηθισμένος. Η σχέση νεκρών και δαιμόνων είναι αμφίδρομη. Όπως ή ψυχή ενός
ανθρώπου μπορεί να δαιμονοποιηθή, αντίστοιχα μπορεί ένας δαίμων να καταλάβει το
σώμα ενός ανθρώπου, νεκρού ή ζωντανού. Ιδιαίτερα το δεύτερο αποτελούσε ύβρη
στις παραδόσεις της αρχαίας ελληνικής θρησκείας. Ο Δίας τιμωρεί τον Ασκληπιό,
επειδή ανασταίνει νεκρούς. Και για τον ίδιο λόγο δεν γίνεται δεκτός στα
Ελευσίνια Μυστήρια ο Απολλώνιος ο Τυανέας, επειδή εξ αίτιας αυτών των ικανοτήτων
του θεωρείτο μάγος. Στους μάγους απαγορευόταν ή μύηση στην Ελευσίνα.
Στην εικόνα ή θεά Αφροδίτη με τον
φτερωτό γιο της, Έρωτα
Αξίζει εδώ να αναφέρουμε κάποια εκπληκτικά γεγονότα που
συνέβησαν στον Απολλώνιο Τυανέα και πού μας τα περιγράφει ο Φιλόστρατος. Το
πρώτο περιστατικό είναι ή περίπτωση ενός εξορκισμού:
«Στην διάρκεια αυτής της κουβέντας παρουσιάστηκε στους
σοφούς ο αγγελιαφόρος, οδηγώντας τους Ινδούς πού είχαν ανάγκη σωτηρίας.
Παρουσίασε μπροστά τους μια γυναίκα πού παρακαλούσε νια το παιδί της. Έλεγε ότι
είχε γίνει δεκαέξι χρονών και δύο χρόνια ήταν δαιμονισμένο. Τα χαρακτηριστικά
του δαίμονα ήταν η ειρωνεία και η ψευτιά. Όταν κάποιος από τους σοφούς ρώτησε
από που βγάζει αυτό το συμπέρασμα, είπε: «Ο δαίμονας δείχνει προτίμηση στην
όψη αυτού του παιδιού, επειδή είναι όμορφο και δεν το αφήνει να βρει τα
λογικά του. Ούτε σε δάσκαλο το αφήνει να πάει ούτε να μάθη να τοξεύει ούτε να
μένη στο σπίτι. Το οδηγεί σε περιοχές έρημες κι έχει χάσει το παιδί την χροιά
της φωνής του και μιλάει βαριά και βαθιά, όπως οι άνδρες. Μάλλον βλέπει με αλλά
μάτια παρά με τα δικά του. Για όλα αυτά εγώ κλαίω και χτυπιέμαι και συμβουλεύω
τον γιο μου όσο μπορώ. Όμως αυτός δεν με αναγνωρίζει. Όταν αποφάσισα να έρθω
εδώ - πέρυσι έκανα αύτη τη σκέψη - ο δαίμονας αποκάλυψε τον εαυτό του
χρησιμοποιώντας το παιδί μου ως προσωπείο. Μου έλεγε λοιπόν ότι είναι είδωλο
ενός άνδρα πού κάποτε πέθανε στον πόλεμο επιθυμώντας την γυναίκα του. Επειδή
όμως η γυναίκα του τρεις μέρες μετά τον θάνατο του παντρεύτηκε με άλλον,
προσβάλλοντας το κρεβάτι τους, μίσησε από τότε τις σχέσεις με γυναίκες και
μεταπήδησε στο σώμα αυτού του παιδιού. Μου υποσχέθηκε να δώσει στο παιδί πολλά
και καλά, αν δεν τον πρόδιδα σε σας. Εγώ επηρεάστηκα από αυτές τις υποσχέσεις
κι έτσι τώρα εδώ και καιρό κυβερνάει μόνος του το σπίτι μου, χωρίς να
σχεδιάζει τίποτα έντιμο και αληθινό. Ό σοφός ρώτησε πάλι, αν ήταν μαζί της το
παιδί κι αύτη του είπε όχι, αν και του είχε τάξει πολλά για να έρθει, Ο
δαίμονας με απείλησε με γκρεμούς και βάραθρα και ότι θα σκοτώσει το παιδί μου,
αν τον έφερνα εδώ να δικαστή», είπε. «Κάνε κουράγιο», είπε ο σοφός. Δεν θα το
σκοτώσει, αν διάβαση αυτά». Έβγαλε από τον κόρφο του μια επιστολή και την
έδωσε στην γυναίκα. Η επιστολή απευθυνόταν στο είδωλο, για να το απειλήσει και
να το τρομάξει».
Πράγματι ο δαίμονας εξήλθε από το παιδί, το όποιο απέκτησε
και πάλι την ψυχική του ισορροπία. Βλέπουμε για μια ακόμη φορά ότι τέτοια
φαινόμενα συνέβαιναν περισσότερο με ανήσυχες ψυχές νεκρών, παρά με ανώτερες
οντότητες' πραγματικών δαιμόνων.
Η δεύτερη περίπτωση άφορα στην ανάσταση μιας νεκρής από τον
Απολλώνιο Τυανέα:
«Μια κοπέλα είχε πεθάνει την ώρα του γάμου της και ο
γαμπρός ακολουθούσε το φέρετρο θρηνώντας για τον ανολοκλήρωτο γάμο. Μαζί του
θρηνούσε και όλη ή Ρώμη, γιατί ή κοπέλα ήταν από οικογένεια υπάτων. Ο
Απολλώνιος έτυχε να βρίσκεται εκεί όταν συνέβη το θλιβερό γεγονός και είπε
πλησιάζοντας την πομπή: «Ακουμπήστε κάτω το φέρετρο, θα σταματήσω τα δάκρυα
πού χύνετε γι' αυτήν την κοπέλα». Αμέσως μετά ρώτησε ποιο ήταν το όνομα της. Οι
περισσότεροι νόμισαν ότι θα εκφώνηση έναν από τους επικήδειους πού ξεσηκώνουν
τον θρήνο. Άλλα εκείνος δεν έκανε κάτι τέτοιο. Απλώς άγγιξε την κοπέλα και
είπε κάτι άπα πάνω της πού δεν ακούσθηκε, και την ξύπνησε από αυτό πού φαινόταν
σαν θάνατος. Η νέα άφησε μια κραυγή και γύρισε στο σπίτι του πατέρα της».
Είναι πολλές οι περιπτώσεις πού τα θαύματα του Απολλώνιου
Τυανέως περνάνε σε σφαίρες πού ακόμη και ένα ανοικτό μυαλό δεν μπορεί να
ακολουθήσει. Ακριβώς όμως αυτός είναι ο κόσμος της θεουργίας και της μαγείας.
Όλα αυτά τα θαύματα του Απολλώνιου Τυανέα έκαναν κάποιους συγγραφείς, και σσως
δικαιολογημένα, να πιστέψουν ότι ο Απολλώνιος ήταν ο Χριστός και ότι όσα έχουν
αναφέρει στα Ευαγγέλια είναι διασκευές του δικού του βίου. Τα φαινόμενα
δαιμονοποίησης ψυχών, δαιμονοκατάληψης ή ανάστασης νεκρών είναι αρκετά συχνά
ιδιαίτερα στους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους. Αναφέρονται σε διάφορα κείμενα
μέχρι και φαινόμενα πού μας θυμίζουν τα ζόμπι των νήσων της Καραϊβικής. Ίσως
να ξενίσει κάποιους αναγνώστες, αν ακούσουν ότι ακόμα και ο Σωκράτης είχε
σχέση με την μαγεία. Ωστόσο αυτή είναι μια αλήθεια πού μας την διασώζει ο
Πλάτων στο έργο του «Χαρμίδης».
Σ' αυτό το έργο του Πλάτωνος ο Σωκράτης διηγείται το πώς ένας Θρακιώτης
θεουργός μύησε τον Σωκράτη στην θεουργία και την μαγεία.
Λέγει ο Σωκράτης στον Χαρμίδη:
«Τώρα θα σου μιλήσω πιο ελεύθερα για τα ξόρκια, τι είδους
είναι. Πριν οπό λίγο δεν ήξερα με ποιον τρόπο να σου δείξω την δύναμη τους. Τα
ξόρκια λοιπόν, Χαρμίδη, είναι τέτοια, ώστε δεν θεραπεύουν μόνο τον πονοκέφαλο,
άλλα όπως ακριβώς και οι καλοί γιατροί και όπως και εσύ ίσως έχεις ήδη ακούσει,
όταν τους επισκεφθεί κάποιος με πονόματο, του λένε πώς δεν μπορούν να
επιχειρήσουν να του γιατρέψουν μόνο τα μάτια ....και λένε επίσης ότι το να
νομίζει κάποιος πώς είναι δυνατόν να θεραπευθεί χωριστά το κεφάλι, χωρίς να
θεραπευθεί μαζί ολόκληρο το σώμα, είναι μεγάλη ανοησία. Κάτι παρόμοιο λοιπόν
συμβαίνει με τα ξόρκια, Χαρμίδη. Τα έμαθα στον στρατό από κάποιον από τους
Θρακιώτες γιατρούς, οπαδούς του Ζαλμόξιδος (νομοθέτης και θρησκευτικός
μεταρρυθμιστής του θρακικού φύλου των Γετών, υπηρέτης και αργότερα καλός φίλος
του Πυθαγόρα), οι οποίοι λέγεται ότι μπορούν να εξασφαλίσουν την αθανασία....
Η ψυχή θεραπεύεται, μου έλεγε καλέ μου, με ορισμένα μαγικά ξόρκια και αυτά τα
ξόρκια είναι οι καλοί λόγοι. Από τέτοιους λόγους γεννιέται στην ψυχή σωφροσύνη,
η οποία μόλις γεννηθεί και βρεθεί μέσα στην ψυχή, είναι πια εύκολο να
εξασφάλιση την υγεία και στο κεφάλι και στο υπόλοιπο σώμα. Μαθαίνοντας μου
λοιπόν το φάρμακο και τα ξόρκια, μου είπε «Πρόσεξε μήπως κάποιος σε πείσει να
θεραπεύσεις με το φάρμακο αυτό το κεφάλι του, χωρίς προηγουμένως να σου
παραδώσει για θεραπεία την ψυχή του με τα ξόρκια πού ξέρεις». ΧΑΡΜΙΔΗΣ: Πιστεύω
ακράδαντα Σωκράτη ότι χρειάζομαι τα ξόρκια πολύ».
Σήμερα πού οι γνώσεις για την μαγεία και την δαιμονολογία
έχουν περάσει και αξιολογούνται και ερμηνεύονται σε ειδικά ερευνητικά
προγράμματα στα πανεπιστήμια από σοβαρούς καθηγητές, έχει έλθει ή ώρα, το όλο
θέμα να επανεξεταστεί όσο το δυνατόν πιο υπεύθυνα. Είναι αλήθεια ότι πριν
μερικές δεκαετίες όλα αυτά θα ακούγονταν σαν δεισιδαιμονίες. Στο 2000 όμως
φαίνεται ότι πολλά αρχίζουν να αλλάζουν. Έγραφε ο Ιωάννης Συκουτρής στα σχόλια
του, στο Συμπόσιο του Πλάτωνος, στα μέσα της δεκαετίας του 70 ότι η
αρχαιοελληνική δαιμονολογία «γίνεται για τους άμεσους διαδόχους του Πλάτωνος
(Ξενοκράτη, Φίλιππον τον Οπούντιον, κ.λπ.) αντικείμενο κοσμοσοφικών θεωρημάτων
συγκεχυμένων και σκοτεινών, για να κατάληξη «εἰς τὴν καθαρὰν δεισιδαιμονίαν τῶν Νεοπλατωνικῶν».
Μ' όλον τον απέραντο σεβασμό πού πρέπει να έχουμε στον Ιωάννη Συκουτρή, θα
πρέπει να παρατηρήσω ότι δεν είναι μόνο οι άμεσοι διάδοχοι του Πλάτωνα στην
Ακαδημία, όπως και οι Νεοπλατωνικοί πού βλέπουν τον κόσμο των δαιμόνων σαν μια
πραγματικότητα, είναι και ο Δημόκριτος, είναι και ο ίδιος ο Πλάτων, ακόμη και
ο ίδιος ο Σωκράτης. Ένας Πλωτίνος, ένας Πορφύριος, ένας Ξενοκράτης, με τον
όγκο και την βαρύτητα του πνεύματος πού διαθέτουν δεν μπορούν να ξεπεραστούν
με ετικέτες του τύπου «δεισιδαίμονες». Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στα Ευαγγέλια,
αλλά και στην Αποκάλυψη του Ιωάννου γίνονται αρκετές αναφορές στους δαίμονες.
Γιατί λοιπόν είναι δεισιδαιμονία, όταν φιλόσοφοι αναφέρονται σε
δαιμονοοντότητες και δεν είναι δεισιδαιμονία, όταν αναφέρονται σ' αυτές οι
ευαγγελιστές και άλλοι χριστιανοί πατέρες;
Ολοκληρώνοντας θα ήθελα να συνεχίσω μια προηγούμενη σκέψη
μου σχετικά με έρευνες σε πανεπιστήμια. Πρέπει να τονίσω ότι πολλοί ερευνητές
πλέον βλέπουν σχέσεις Δαιμόνων με υπεργήινες ή εξωγήινες οντότητες. Ένα από τα
πιο σημαντικά βιβλία πού ασχολείται με την διασύνδεση δαιμόνων και εξωγήινων
είναι το βιβλίο του Αλεν Γκρέι-φιλντ «Άγνωστα Ιπτάμενα αντικείμενα και το
Απόκρυφο -μυστική κρυπτογραφία». Σ' αυτό το βιβλίο αποκαλύπτονται και
αποκωδικοποιούνται μύθοι, σύμβολα, μυστήρια και παραδόσεις, όπου με έναν
ιδιαίτερα εντυπωσιακό τρόπο ερευνάται ο κόσμος του απόκρυφου και ανακαλύπτονται
οι μυστικές διασυνδέσεις του με όντα άλλων κόσμων. Απλώς εδώ θα αναφερθούμε
ενδεικτικά σε μια περίπτωση πού μας περιγράφει ο Πλούταρχος:
«Ενώ βάδιζαν ήδη προς την σύγκρουση, χωρίς να συμβεί καμιά
φανερή μεταβολή, άνοιξε ο αέρας και φάνηκε να κατεβαίνει με ορμή ανάμεσα στα
στρατόπεδα ένα μεγάλο σώμα σαν φλόγα, πού έμοιαζε πολύ με πιθάρι στο σχήμα και
με πυρακτωμένο ασήμι στο χρώμα, κι οι δυο στρατοί φοβισμένοι από το όραμα
αποσύρθηκαν. Λένε λοιπόν πώς αυτό έγινε στην Φρυγία, κοντά στις λεγόμενες
Οτρύες».
Σίγουρα θα άξιζε ένα ειδικό άρθρο αυτό το θέμα. Όπως και να
χει, ο τρισδιάστατος καθημερινός μας κόσμος της τρέχουσας πραγματικότητας
έχει τους δικούς του δαίμονες. Η ανάγκη του ανθρώπου για επαφή με τους
ανώτερους κόσμους είναι ένας μυστικός πυρήνας στα βάθη της ψυχής του πού κυριαρχεί
σ' όλο του τον βίο. Όταν συμβεί εκλεκτές ψυχές να συντονισθούν με τους ανώτερους
κόσμους, τότε οι υπάρξεις των αγαθοδαιμόνων φέγγουν και λάμπουν στην ζωή των
ανθρώπων. Είναι οι άνθρωποι αυτοί πού μοιάζουν να κατέχονται από ένα δαιμόνιο
σαν το δαιμόνιο του Σωκράτους.
Περιοδικό «Ιχώρ»,
τεύχος 9, άρθρο «Η λαϊκή λατρεία των αρχαίων Ελλήνων και οι αγαθοοντότητες»,
Γεώργιος Τσαγκρινός, σσ. 16 - 35
(από apologitis)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου