Η αρχή του sequel του Καραμανλισμού ξεκίνησε σαν σήμερα το 2004 όταν ο Κώστας Καραμανλής ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας.
Τους μήνες που ακολούθησαν, τότε, η χώρα βρισκόταν σε ένα ξέφωτο της νεοελληνικής πολιτικής ιστορίας, με μία παράξενη νομοτέλεια να φθάνει στα όρια της...
συλλογικής ψυχικής ανάτασης (Ολυμπιακοί Αγώνες, νίκη στο Euro, κ.λπ.). Ήταν μία ατμόσφαιρα, η οποία όπως λέει η σημερινή νεολαία «δεν υπήρχε» (ήταν απίστευτη).
συλλογικής ψυχικής ανάτασης (Ολυμπιακοί Αγώνες, νίκη στο Euro, κ.λπ.). Ήταν μία ατμόσφαιρα, η οποία όπως λέει η σημερινή νεολαία «δεν υπήρχε» (ήταν απίστευτη).
Ο πολιτικός λόγος είχε φθάσει στα άκρα (‘επανίδρυση του Κράτους’, μονιμοποίηση συμβασιούχων’, κ.λπ.), η συναίνεση για αλλαγές και μεταρρυθμίσεις ήταν εξασφαλισμένη, η πορεία προς το Φθινόπωρο προσέφερε όλα τα εργαλεία για εκσυγχρονισμό της χώρας, στο μυαλό και το σώμα. Όμως, η “πραγματικότητα”, την οποία πολλές φορές είχε επικαλεστεί ο Καραμανλής κατά την τότε προεκλογική περίοδο, έμελλε να είναι διαφορετική.
Δεν ήταν τυχαίο που τον Μάιο 2004, περίπου 55% των πολιτών πίστευε ότι τα πράγματα στη χώρα πήγαιναν “προς τη σωστή κατεύθυνση” (σε αντίθεση με το 34,5% που πίστευε το αντίθετο). Όμως, προτού ακόμη τελειώσει το έτος, η πτώση ήδη είχε ξεκινήσει. Οι τάσεις διασταυρώθηκαν πολύ νωρίς, περί τα τέλη του 2004. Έτσι, από τον Φεβρουάριο-Μάρτιο 2005 (μόλις ένα χρόνο μετά τη νίκη της ΝΔ), είχαμε την πλήρη αντεστραμμένη εικόνα: 56% των πολιτών δήλωναν ότι τα πράγματα κινούνταν “προς τη λάθος κατεύθυνση”, με 34% το αντίθετο (80% έναντι 15% τον Ιούλιο 2009).
Οι πολίτες αντιλήφθηκαν αμέσως αυτό που οι αναλυτές δεν ήθελαν να πιστέψουν. Κατά τη χάραξη της στρατηγικής, ο Κώστας Καραμανλής έδωσε μεγάλο βάρος στα πιθανά αδιέξοδα της διακυβέρνησης εις βάρος των δραστικών και ριζοσπαστικών λύσεων, που θα οδηγούσαν σε μετρήσιμα αποτελέσματα. Ακόμη και σε επιπεδο καθημερινότητας. Έτσι, στέρησε από τους πολίτες την ευκαιρία να τον στηρίξουν. Γιατί όταν θα έφθανε η ώρα της κρίσης, οι υποστηρικτές του δεν θα ήταν οι εφημερίδες και τα τηλεοπτικά κανάλια αλλά οι ίδιοι οι πολίτες, οι οποίοι θα είχαν δει τη ζωή τους να βελτιώνεται.
Ο Καραμανλής είχε την ευκαιρία να αφήσει εποχή στην ιστορία της χώρας, να κριθεί ως σημαντικότερος του θείου του. Αναγνωρίζω ότι ελάχιστοι θεωρούν ότι η εκτίμηση αυτή έχει βάση. Παρόλα αυτά, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ο κάθε ηγέτης κρίνεται με βάση τα ζητούμενα της εποχής. Για παράδειγμα, δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι η τακτική του Εθνάρχη θα ήταν αποτελεσματική σήμερα (όπως ισχυρίζονται με ένταση οι παλαιότεροι), σε μία σύγχρονη κοινωνία, όπου επικρατούν άλλου είδους συμπεριφορές.
Είμαι το ίδιο απόλυτα σίγουρη ότι η τραχιά παρακολούθηση και η πολιτική φοβέρα του ιδρυτή της ΝΔ θα μπορούσε, σήμερα, πολύ πιο αποτελεσματικά να αντικατασταθεί από ένα προηγμένο λογισμικό διακυβέρνησης, με κέντρο το Μαξίμου, το οποίο, με ιεραρχική διαβάθμιση θα διέσπειρε την πληροφορία προς τα κάτω, όταν απαιτείτο, αλλά και προς τα πάνω, όταν χρειαζόταν να αξιολογηθούν οι διαδικασίες υλοποίησης του κυβερνητικου έργου. Μέχρι και δείκτες αποτελεσματικότητας θα μπορούσαν να εξαχθούν για κάθε υπουργό και υπουργείο.
Αλλά αυτά όλα ήταν μάλλον εκτός πραγματικότητας για έναν πυρήνα διακυβέρνησης, όπου ο αριθμός των τίτλων μόρφωσης εξαντλούνταν στα δάκτυλα του ενός, άντε των δύο χεριών. Θελέστα και παθέστα. Indeed.
Οι 100 ημέρες που μεσολάβησαν από τις Ευρωεκλογές 2009 έως το Φθινόπωρο της κεντροδεξιάς αυτογνωσίας, που οδήγησε την κεντροδεξιά παράταξη στην αντιπολίτευση και τον Κώστα Καραμανλή εκτός αρχηγίας ΝΔ, ήταν ημέρες μεστές σε νόημα και πολιτικό περιεχόμενο. Σημάδεψαν την εικόνα που οι Έλληνες διαμόρφωσαν, όχι μόνο για τις ικανότητες της σύγχρονης κεντροδεξιάς, αλλά ευρύτερα, για το έμψυχο δυναμικό της εγχώριας πολιτικής σκηνής.
Ήταν ημέρες κρίσιμες, ιδιαίτερα για τους πολίτες, οι οποίοι ήδη είχαν αποστείλει το μήνυμά τους από τις 7 Ιουνίου στην κάλπη των ευρωεκλογών. Ημέρες κρίσιμες τους πολιτικούς, που μοιραία μετουσίωναν την πολιτική αποδιοργάνωση και τη μοιρολατρία εκείνων των ημερών. Ήταν κρίσιμη περίοδος για τον ηγέτη τον ίδιο, ο οποίος ήδη είχε αναχωρήσει από το πολιτικό μάνατζμεντ.
Ήταν το καλοκαίρι 2009, η τελευταία σκηνική πράξη μιας κυβέρνησης που υποσχέθηκε να κάνει τη διαφορά στη δημόσια ζωή. Μιας κυβέρνησης που είχε τη δυνατότητα να το πράξει, αλλά δεν τα κατάφερε.
Ήταν ημέρες που άλλαξαν τον τρόπο που οι πολίτες βλέπουν όχι μόνο τη ΝΔ, αλλά συνολικά τα πολιτικά πράγματα. Άνετα μπορεί να πει κανείς ότι τις ημέρες αυτές ισχυροποιήθηκε και η πολιτική απάθεια που γεννήθηκε στις Ευρωεκλογές και διατηρήθηκε ισχυρή στις πρόσφατες Εθνικές Εκλογές. Γεννήθηκε όχι ως σκέψη, αλλά ως πράξη (voter’s apathy), αψηφώντας τον νόμο της ψήφου. Μία μικρή επανάσταση των πολιτών, που, χωρίς να γίνει αντιληπτό, μετέτρεψε την Ελλάδα σε Ευρώπη, και τους Έλληνες πολίτες σε σκεπτόμενους ψηφοφόρους.
Ήταν ημέρες διάψευσης και των τελευταίων προσδοκιών των πολιτών που το μεγάλο ελληνικό καλοκαίρι 2004 πίστεψαν ότι επιτέλους, θα γίνει κάτι διαφορετικό. Όμως η εξαετής διακυβέρνηση τελείωσε χωρίς αποτέλεσμα. Κυριάρχησαν άλλα. Οι μικρο-κομματικές σκοπιμότητες, τα συμφέροντα και οι προσωπικές φιλοδοξίες ανθρώπων, που θίγουν την αξιοπρέπεια της χώρας, την πίστη των πολιτών στα δημόσια πράγματα, την πορεία προς το μέλλον.
Την εξαετία 2004-2009, πολλά ήταν τα μαθήματα που οι πολίτες – άθελά τους – παρακολούθησαν για την πολιτική και τις συνέπειές της. Αυτά ήταν τα μεταπτυχιακά. Κάτι σαν δια βίου εκπαίδευση για τους περισσότερους. Γιατί αρκετό καιρό πριν, η μακρόχρονη πράσινη (στα λάβαρα, με την παλιά έννοια) διακυβέρνηση είχε φροντίσει για την ‘βασική εκπαίδευση’ των Ελλήνων, με επίκεντρο τον συναγωνισμό προς τα κάτω. Στην ποιότητα της σκέψης, τη συμπεριφορά, αλλά και τον τρόπο που ο καθείς μαθαίνει από νέος να ζει εις βάρος των άλλων. Έτσι, η προσωπική πορεία έγινε κοινή, μαζική και εξαπλώθηκε παντού.
Η ιδιότητα του πολιτικού, και ιδιαίτερα του βουλευτή αποτελεί το τέλος των ‘σπουδών’ στο νεοελληνικό σχολείο, την αποφοίτηση από μία διαδικασία διαρκών εκπτώσεων, προκειμένου να θεριστεί η επιτυχία και η αναγνώριση. Αν ετηρούντο οι προδιαγραφές, το job description που λένε, που προσδιορίζεται και βάσει όρκου, θα έπρεπε να έχουμε 300 υπηρέτες, οι οποίοι, με την απαιτούμενη σεμνότητα να τρέχουν πάνω κάτω, χωρίς να προλαβαίνουν να μάς εξυπηρετήσουν στα …επιμέρους.
Αλλά αυτά μετά την κρίση. Όταν, και αν ποτέ αντιληφθούν το αιώνιο φιλοσοφικό ερώτημα για το αυγό και την κότα. Όχι με όρους Πάγκαλου, αλλά στη βάση της πραγματικότητας…
(από postnews)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου