Μεσημέρι Κυριακής... Ανέκαθεν ιερής σημασίας. Είναι η στιγμή της εβδομάδας, που φοράω τα σούπερ τρισδιάστατα γυαλιά μου και απολαμβάνοντας την ιδιαίτερη γεύση ενός Don Pepin Garcia, ξεφυλλίζω τις εφημερίδες της εβδομάδας που πέρασε. Μόνο που σήμερα ξύπνησα με μια μελαγχολική διάθεση και κάπου εκεί στο δεύτερο ποτήρι Pierre Ferrand Memoire, αποφάσισα να αναδεύσω την...
ηδονή της γεύσης με την μιζέρια της τσέπης. Έψαξα και βρήκα περσινούς τίτλους εφημερίδων...και παλαιότερες. Ξέρετε, από την εποχή που δεν υπήρχε κρίση. Από τις ονειρεμένες ημέρες της ακρισίας. Πόσο μακρινή μου φαίνεται εκείνη η περίοδος, αλλά και πόσο τυχερός νιώθω που την έζησα...
Αναπολώ τα όμορφα παιδικά μου χρόνια, ειδικά τις γιορτές... Ο πατερούλης...Πόσο γλυκός ήταν! Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, κάθε Πρωτοχρονιά μου αγόραζε έναν Άγιο Βασίλη. Δηλαδή μια ενορία του Αγίου Βασιλείου, σε διαφορετική πόλη κάθε χρονιά, εξοπλισμένη με όλα τα κομφόρ. Παπάδες, κυρίες με μουστάκι, μυωπικές κορασίδες και κλανιάρηδες γέρους. Δε θα μπορούσε να σκεφτεί κάτι καλύτερο ο μπαμπάς. Ειδικά όταν ανάγκαζα τις κυριούλες να ξυρίζουν τους παππούληδες, ο Γιωργάκης δεν άντεχε και έβαζε τα κλάματα από τη ζήλια του. Ο δικός του μπαμπάς δεν είχε φαντασία. Κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα το ίδιο δώρο: ένα κόκκινο κι ένα άσπρο ελικόπτερο. Α ναι, ήταν και γαύρος ο σιχαμένος. Βέβαια είχε λίγη πλάκα όταν έβαζε τους πιλότους να συγκρούονται στον αέρα για να ακούμε το μπουμ, αλλά δεν του έδειξα ποτέ μου ότι το ευχαριστιέμαι τόσο...Ήμουν περήφανο αγοράκι.
Τί περάσαμε κι εμείς...Η Ελλάδα μετά την μεταπολίτευση ήταν ένα τεράστιο χρυσωρυχείο, μια πισίνα-χρηματοκιβώτιο του Σκρούτζ Μακ Ντακ. Βέβαια και πρίν την κρίση υπάρχαν φτωχοί άνθρωποι. Θυμάμαι που λέγαμε με τον Γιωργάκη τα κάλαντα. Τρόπος του λέγειν δηλαδή λέγαμε, απλά είχαμε νοικιάσει την Harlem Gospel Choir κι εμείς απλά ανοιγοκλείναμε το στόμα μας. Κι ένας κύριος μας έδωσε μια επιταγή των 10.000 ευρώ γιατί λέει δε τα είπαμε στα ελληνικά... Τον κοιτάξαμε με κατανόηση και δώσαμε την επιταγή στο ίδρυμα Ανώνυμοι Μεγιστάνες. Μας είχαν μάθει να αγαπάμε τους χαμηλόμισθους. Ήμουν κι εγώ φιλεύσπλαχνος , αλλά κι ο Γιωργάκης ήταν το κάτι άλλο... Πέθανε ο μαλάκας ένα απόγευμα πριν δυο χρόνια. Καλοκαιράκι καλή ώρα, αφηρημένος όπως πάντα περνούσε κάτω από το γηροκομείο.. Και φυσικά ένας σάκος με δεσμίδες διακοσάευρων έπεσε στον κεφάλι του και του γάμησε τη μάνα που λένε. Κανείς δε μπόρεσε να καταλάβει τί τον είχε πιάσει και μαλακίστηκε έτσι. Αφού όλοι ξέραμε πως οι ηλικιωμένοι τα απογεύματα, για λόγους υγείας ξεφορτώνονται τα περισσεύματα της σύνταξής τους. Και δεν έχουν όλοι δυνάμεις να τα κατεβάσουν στον κάδο. Τι να πεις...
Αχ τί το θελα τώρα όλο αυτό το πισωγύρισμα...Έχω ένα βάρος στη καρδιά, μέχρι και το Domaine du Buisson έγινε ξύδι στο στόμα μου. Τι έφταιξε και γίναμε νεόπτωχοι; Μήπως δεν περάσαμε καλά; Μήπως δεν το ευχαριστηθήκαμε; Γιατί να μας βρεί τέτοιο κακό; Είμαι έτοιμος να σπάσω τον κουμπαρά μου με τις αγγλικές λίρες που είχα βρει κάποτε αγυάλιστες. Ίσως να ψάξω (επιφύλαξη) και για καμιά δουλειά. Ίσως ακόμη να αναγκαστώ να απολύσω (τρέμω μόνο που το σκέφτηκα) τον Κουβανό κόφτη πούρων μου, που απασχολώ από τα 9 μου χρόνια...
ΠΑΤΕΡΑ, ΠΑΤΕΡΑ ΤΑ ΜΑΘΕΣ ΤΑ ΝΕΑ; Θα καταλήξω με κόφτη-λαιμητόμο στα γεράματα. Ανάθεμά τα, τα τάλιρα...
ηδονή της γεύσης με την μιζέρια της τσέπης. Έψαξα και βρήκα περσινούς τίτλους εφημερίδων...και παλαιότερες. Ξέρετε, από την εποχή που δεν υπήρχε κρίση. Από τις ονειρεμένες ημέρες της ακρισίας. Πόσο μακρινή μου φαίνεται εκείνη η περίοδος, αλλά και πόσο τυχερός νιώθω που την έζησα...
Οι εποχές πριν την κρίση
Ήτανε τότε θυμάμαι, πάνω-κάτω τρία χρόνια πριν, όταν η Μέρκελ είχε ακόμη αιδοίο, που κάθε στιγμή της καθημερινότητάς μου, είχε πάρει τη μυρωδιά του φρεσκοψημένου κέικ και τα χρώματα του δειλινού φώτιζαν τα οροφοδιαμερίσματά μας ολόκληρο το 24άωρο. Τότε που στις επαύλεις μας αναγκαζόμαστε όλοι να διατηρούμε τουλάχιστον 3 σακούλες ανακύκλωσης . Μια για χαρτί, μια για πλαστικό και μια για τσαλακωμένα χαρτονομίσματα των 500 ευρώ.Αναπολώ τα όμορφα παιδικά μου χρόνια, ειδικά τις γιορτές... Ο πατερούλης...Πόσο γλυκός ήταν! Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, κάθε Πρωτοχρονιά μου αγόραζε έναν Άγιο Βασίλη. Δηλαδή μια ενορία του Αγίου Βασιλείου, σε διαφορετική πόλη κάθε χρονιά, εξοπλισμένη με όλα τα κομφόρ. Παπάδες, κυρίες με μουστάκι, μυωπικές κορασίδες και κλανιάρηδες γέρους. Δε θα μπορούσε να σκεφτεί κάτι καλύτερο ο μπαμπάς. Ειδικά όταν ανάγκαζα τις κυριούλες να ξυρίζουν τους παππούληδες, ο Γιωργάκης δεν άντεχε και έβαζε τα κλάματα από τη ζήλια του. Ο δικός του μπαμπάς δεν είχε φαντασία. Κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα το ίδιο δώρο: ένα κόκκινο κι ένα άσπρο ελικόπτερο. Α ναι, ήταν και γαύρος ο σιχαμένος. Βέβαια είχε λίγη πλάκα όταν έβαζε τους πιλότους να συγκρούονται στον αέρα για να ακούμε το μπουμ, αλλά δεν του έδειξα ποτέ μου ότι το ευχαριστιέμαι τόσο...Ήμουν περήφανο αγοράκι.
Τί περάσαμε κι εμείς...Η Ελλάδα μετά την μεταπολίτευση ήταν ένα τεράστιο χρυσωρυχείο, μια πισίνα-χρηματοκιβώτιο του Σκρούτζ Μακ Ντακ. Βέβαια και πρίν την κρίση υπάρχαν φτωχοί άνθρωποι. Θυμάμαι που λέγαμε με τον Γιωργάκη τα κάλαντα. Τρόπος του λέγειν δηλαδή λέγαμε, απλά είχαμε νοικιάσει την Harlem Gospel Choir κι εμείς απλά ανοιγοκλείναμε το στόμα μας. Κι ένας κύριος μας έδωσε μια επιταγή των 10.000 ευρώ γιατί λέει δε τα είπαμε στα ελληνικά... Τον κοιτάξαμε με κατανόηση και δώσαμε την επιταγή στο ίδρυμα Ανώνυμοι Μεγιστάνες. Μας είχαν μάθει να αγαπάμε τους χαμηλόμισθους. Ήμουν κι εγώ φιλεύσπλαχνος , αλλά κι ο Γιωργάκης ήταν το κάτι άλλο... Πέθανε ο μαλάκας ένα απόγευμα πριν δυο χρόνια. Καλοκαιράκι καλή ώρα, αφηρημένος όπως πάντα περνούσε κάτω από το γηροκομείο.. Και φυσικά ένας σάκος με δεσμίδες διακοσάευρων έπεσε στον κεφάλι του και του γάμησε τη μάνα που λένε. Κανείς δε μπόρεσε να καταλάβει τί τον είχε πιάσει και μαλακίστηκε έτσι. Αφού όλοι ξέραμε πως οι ηλικιωμένοι τα απογεύματα, για λόγους υγείας ξεφορτώνονται τα περισσεύματα της σύνταξής τους. Και δεν έχουν όλοι δυνάμεις να τα κατεβάσουν στον κάδο. Τι να πεις...
Και από νεόπλουτοι γίναμε νεόπτωχοι...
Ύστερα απότομα τα έσοδα άρχιζαν να μειώνονται. Οι εργολάβοι έβαζαν λιγότερα διαμάντια και τοπάζια για να μονώνουν την πλάκα των οικοδομών, τα συνεργεία καθαρισμού σταμάτησαν να χρησιμοποιούν μεταξένιες σφουγγαρίστες και σπάνια πετύχαινες ταχυδρόμο να μοιράζει τις κρατικές δωροεπιταγές καβάλα σε Koenigsegg, ούτε ήταν πλέον σύνηθες να σερβίρουν στα συσσίτια των φυλακών κατα βάση βοδινό από αγελάδες Wagyu και λευκή τρούφα. Για να μη μιλήσω για τα κωλόμπαρα που ζήτημα αν είχαν μείνει καναδυό να διαθέτουν αποκλειστικά στους πελάτες τους Macallan Fine Rare Vintage. Μιλάμε για κωλοκατάσταση...Αχ τί το θελα τώρα όλο αυτό το πισωγύρισμα...Έχω ένα βάρος στη καρδιά, μέχρι και το Domaine du Buisson έγινε ξύδι στο στόμα μου. Τι έφταιξε και γίναμε νεόπτωχοι; Μήπως δεν περάσαμε καλά; Μήπως δεν το ευχαριστηθήκαμε; Γιατί να μας βρεί τέτοιο κακό; Είμαι έτοιμος να σπάσω τον κουμπαρά μου με τις αγγλικές λίρες που είχα βρει κάποτε αγυάλιστες. Ίσως να ψάξω (επιφύλαξη) και για καμιά δουλειά. Ίσως ακόμη να αναγκαστώ να απολύσω (τρέμω μόνο που το σκέφτηκα) τον Κουβανό κόφτη πούρων μου, που απασχολώ από τα 9 μου χρόνια...
ΠΑΤΕΡΑ, ΠΑΤΕΡΑ ΤΑ ΜΑΘΕΣ ΤΑ ΝΕΑ; Θα καταλήξω με κόφτη-λαιμητόμο στα γεράματα. Ανάθεμά τα, τα τάλιρα...
(από ramnousia)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου